εὐπρέπεια
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
English (LSJ)
ἡ,
A goodly appearance, comeliness, εὐπρεπείᾳ προέχειν Th.6.31; opp. ἀπρέπεια, Pl.Phdr.274b, al.; majesty, εὐπρέπεια τῆς δόξης LXX Je.23.9, cf. Ep.Jac.1.11; dignity, SIG880.19 (Pizus, iii A.D.); ἐστεφάνωσε ἁ πόλις… εὐπρεπείας καὶ εὐνοίας ἕνεκα τᾶς ἐς τὰν πόλιν IG4.1418 (Epid., iv B.C.).
II speciousness, plausibility, εὐπρεπείᾳ λόγου Th. 3.11,82; ἔχει… εὐπρέπειαν μᾶλλον ἢ ἀλήθειαν Pl.Euthd.305e; pretext, c. inf., Plu.Pyrrh.23.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 belle apparence ou noble apparence;
2 caractère spécieux, convenance extérieure, vraisemblance;
NT: beauté, grâce.
Étymologie: εὐπρεπής.
German (Pape)
ἡ, Anstand, Würde, Schönheit, Gegensatz ἀπρέπεια, Plat. Phaedr. 274b; Thuc. 6.31; σώματος Aesch. 1.133 und A.; τῆς ψυχῆς Pol. 1.4.8; aber immer mehr auf das Äußere, das sich zierlich und ziemlich Darstellende gehend, vgl. μετὰ εἰκότος τινὸς καὶ εὐπρεπείας Plat. Phaed. 92d. Daher εὐπρεπείᾳ λόγου Thuc. 3.11 (vgl. 3.82 und εὐπρεπής) so zu fassen, wie Plat. Euthyd. 305e sagt ὁ λόγος ἔχει εὐπρέπειαν μᾶλλον ἢ ἀλήθειαν; so δι' εὐπρέπειαν καλεῖσθαι, zur Beschönigung, Plut. Aristid. 7.
Russian (Dvoretsky)
εὐπρέπεια: ἡ
1 красивый вид, красота, изящество (σώματος Aeschin.; ψυχῆς Polyb.): δι᾽ εὐπρέπειαν Plut. чтобы скрасить (неприятность);
2 видимость истины (ἔχειν εὐπρέπειαν μᾶλλον ἢ ἀλήθειαν Plat.): εὐπρεπείᾳ λόγου Thuc., Plut. под благовидным предлогом.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπρέπεια: ἡ, ὡς καὶ νῦν, καλὸν ἐξωτερικόν, ἀξιοπρέπεια, εὐπρεπείᾳ προέχειν Θουκ. 6. 31. ἀντίθετ. τῷ ἀπρέπεια, Πλάτ. Φαῖδρ. 274D. κ. ἀλλ. II. ἐξωτερικὴ εὐπρέπεια μόνον κατὰ φαινόμενον, εὐσχημοσύνη καλύπτουσα σφάλμα ἢ ἐλάττωμα, εὐπρεπείᾳ λόγου Θουκ. 3. 11· ἔχει… εὐπρέπειαν μᾶλλον ἢ ἀλήθειαν Πλάτ. Εὐθύδ. 305Ε. Καθ’ Ἡσύχ. «εὐπρέπεια· εὐμορφία».
English (Strong)
from a compound of εὖ and πρέπω; good suitableness, i.e. gracefulness: grace.
English (Thayer)
εὐπρεπείας, ἡ (εὐπρεπής well-looking), goodly appearance, shapeliness, beauty, comeliness: τοῦ προσώπου, Thucydides, Plato, Aeschines, Polybius, Plutarch; the Sept..)
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐπρέπεια) ευπρεπής
1. ωραία, σοβαρή και καλαίσθητη εξωτερική εμφάνιση
2. ψυχική ομορφιά, ευγένεια και σεμνότητα ήθους
3. ευγενική, πολιτισμένη συμπεριφορά, κοσμιότητα
μσν.
καύχημα, κόσμημα
μσν.-αρχ.
μεγαλοπρέπεια («ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο», ΠΔ)
αρχ.
1. φαινομενική, υποκριτική κοσμιότητα
2. ευλογοφανής πρόφαση.
Greek Monotonic
εὐπρέπεια: ἡ,
I. καλό παρουσιαστικό, θελκτική εμφάνιση, αξιοπρέπεια, χάρη, κομψότητα, κοσμιότητα, σε Θουκ.
II. παραπλανητική εμφάνιση, αληθοφάνεια, απατηλή εντύπωση, ευλογοφάνεια, στον ίδ., Πλάτ.
Middle Liddell
εὐπρέπεια, ἡ,
I. goodly appearance, dignity, comeliness, Thuc.
II. colourable appearance, speciousness, plausibility, Thuc., Plat. [from εὐπρεπής
Chinese
原文音譯:eÙpršpeia 由-普雷胚阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:好-理應
字義溯源:優美,美麗,美,悅目,優雅;由(εὖ / εὖγε)=好)與(πρέπω)*=合宜)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=美,善)
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 美(1) 雅1:11