καθαιρέω
English (LSJ)
Ion. κατ-, Aeol. κατάγρημι, q.v.: fut.
A -ήσω Il.11.453, etc.: fut. 2 καθελῶ APl.4.334 (Antiphil.): aor.2 καθεῖλον, inf. καθελεῖν: aor. 1 καθεῖλα LXX 3 Ki.19.14: Ion. pf. part. Pass. καταραιρημένος Hdt.2.172:—take down, καθείλομεν ἱστία Od. 9.149; κὰδ δ' ἀπὸ πασσαλόφι ζυγὸν ᾕρεον Il.24.268; κ. ἄχθος take it down, i.e. off one's shoulders, Ar.Ra.10; κ. τὸ σημεῖον And.1.36; κ. τῶν ἐκ τῆς στοᾶς ὅπλων some of them, X.HG5.4.8; κ. εἰκόνα ἐξ ἀκροπόλεως Lycurg.117; κ. τινά, from the cross, Plb.1.86.6, Ph.2.529:—Med., κατελέσθαι τὰ τόξα take down one's bow, Hdt.3.78; τοὺς ἱστούς Plb.1.61.1. 2 put down, close the eyes of the dead, ὄσσε καθαιρήσουσι θανόντι περ Il.11.453; ὀφθαλμοὺς καθελοῦσα Od.24.296; χερσὶ κατ' ὀφθαλμοὺς ἑλέειν 11.426. 3 of sorcerers, bring down from the sky, σελήνην Ar.Nu.750, Pl.Grg.513a. 4 κατά με πέδον γᾶς ἕλοι may earth swallow me! E.Supp.829 (lyr.). II put down by force, destroy, ὅτε κέν μιν μοῖρ' ὀλοὴ καθέλῃσι Od.2.100, 19.145, cf. 3.238, etc.; μὴ καθέλοι μιν αἰών Pi.O.9.60; φῶτ' ἄδικον καθαιρεῖ A.Ag. 398(lyr.); μοῖρα τὸν φύσαντα καθεῖλε S.Aj.517, cf. E.El.878(lyr.), etc.; kill, slay, ταῦρον ib.1143, cf. Stesich.23, S.Tr.1063, Fr.205; ἐάν τις ἀποκτείνῃ . . ἐν ὁδῷ καθελών Lexap.D.23.53:—Pass., of criminals, to be executed, Plu.Them.22. 2 put down, reduce, κ. Κῦρον καὶ τὴν Περσέων δύναμιν Hdt.1.71, etc.; καθαιρεθῆναι, opp. ἀρθῆναι, D.2.8; esp. depose, dethrone, Hdt.1.124, etc.; κ. τὸ λῃστικὸν ἐκ τῆς θαλάσσης remove it utterly from... Th.1.4, cf. POxy.1408.23 (iii A.D.); κ. ὕβριν τινός Hdt.9.27, LXXZa.9.6; ὄλβον S.Fr.646.4; ὑπερηφάνους Aristeas 263:—Pass., καθῃρημένος τὴν αἴσθησιν bereft of sense, Plu.Per.38; καθαιρεῖσθαι τῆς μεγαλειότητος [Ἀρτέμιδος] Act.Ap.19.27. 3 raze to the ground, demolish, πόλεις Th.1.58, al., LXXIs.14.17; τείχη Pl. Mx.244c; τῶν τειχῶν a part of the walls, X.HG4.4.13:—Pass., Th. 5.39, etc.; καθῃρέθη . . Οἰχαλία δορί S.Tr.478. 4 cancel, rescind, τὸ Μεγαρέων ψήφισμα Th.1.140, cf. 139, Plu.Per.29; ἔργον κ. λόγῳ Philem.140. 5 as law-term, condemn, ἡ καθαιροῦσα ψῆφος a verdict of guilty, Lys.13.37: c. inf., ἐμὲ πάλος καθαιρεῖ . . λαβεῖν S. Ant.275; so prob. κατά με . . Ἀΐδας ἕλοι πατρὶ ξυνθανεῖν Id.OC1689 (lyr.), cf. E.Or.862; simply, decide, ὅ τι ἂν αἱ πλείους ψῆφοι καθαιρῶσι D.H.7.36, 39; in book-keeping, ἃν καθαιρῶσιν αἱ ψῆφοι whatever the counters (or accounts) prove, prob. in D.18.227. 6 reduce, τῶν αὐξανομένων καὶ καθαιρουμένων γραμμῶν Arist.Ph.237b9; τοῦ ἀποστήματος πεφυκότος ἐπὶ πολὺ καθαιρεῖν τὰ μεγέθη Phld.Sign.9; of mild caustics, τὰ ὑπερσαρκέοντα καθαιρεῖ (prob. for καθαίρει) Hp.Ulc.14, cf. Gal.11.756; τὸ σῶμα κ. διαίταις Plu.Ant.53: Rhet., minimize, Arist.Rh.1376a34. III overpower, seize, κὰδ δέ μιν ὕπνος ᾕρει Od. 9.372; κ. τινά overtake, X.Cyr.4.3.16; κ. τινὰ ἐν ἀφροσύνῃ catch in the act of folly, S.Ant.383 (anap.): c. gen. partis, κ. τῶν ὤτων seize by... Theoc.5.133:—Pass., κ. ὑπό τινος Hdt.6.29. IV fetch down as a reward or prize, καθαιρεῖν ἀγῶνας Plu.Pomp.8: metaph., achieve, ἀγώνιον . . εὖχος ἔργῳ καθελών Pi.O.10(11).63: fut. inf. καθαρεῖν, παστόν, μίτραν, Epigr. in Berl.Sitzb.1894.908 (Asia Minor):—Med., φόνῳ καθαιρεῖσθ', οὐ λόγῳ, τὰ πράγματα E.Supp.749:—Pass., Hdt.7.50. V less freq. like the simple αἱρεῖν, take and carry off, Id.6.41, cf.5.36 (Pass.). Cf. καθαίρω.
German (Pape)
[Seite 1279] (s. αἱρέω), ion. καταιρέω, herab-, herunternehmen; καθείλομεν ἱστία, wir nahmen die Segel herunter (zogen sie ein), Od. 9, 149; in tmesi, κὰδ δ' ἀπὸ πασσαλόφι ζυγὸν ᾕρεον Il. 24, 268; τὸ ἄχθος, abnehmen, die Last, Ar. Ran. 10; τὸ σημεῖον Andoc. 1, 36, vgl. σημεῖον; – ὄσσε, ὀφθαλμοὺς καθελεῖν, die Augen des Verstorbenen herunter-, zudrücken, Il. 11, 453 Od. 24, 296, wofür auch in tmesi κατ' ὀφθαλμοὺς ἑλέειν gesagt ist, 11, 426. – Gew. mit Gewalt herunternehmen; herunterziehen, τὴν σελήνην, von Zauberinnen, Plat. Gorg. 513 a; vgl. Ar. Nubb. 740; τὴν εἰκόνα αὐτοῦ ἐξ ἀκροπ όλεως καθελόντες καὶ συγχωνεύσαντες Lycurg. 117. Dah. niederreißen, niederstürzen, tödten; von Menschen, εἰς ὅτε κέν μιν Μοῖρ' ὀλοὴ καθέλῃσι, auf den Fall, daß die Möre ihn hinstreckt, Od. 2, 100; 3, 238; μὴ καθέλοι μιν αἰών Pind. Ol. 9, 60; φῶτ' ἄδικον Aesch. Ag. 387; μοῖρα τὸν φύσαντα καθεῖλε Soph. Ai. 511; γυνὴ μόνη με καθεῖλε φασγάνου δίχα Tr. 1052; Ἀθηναίο υς Thuc. 3, 13; im Gesetz bei Dem. 23, 53 dem ἀποκτεῖναι entsprechend; im Wettkampfe den Gegner niederwerfen, εἰ καθέλοι τοῦτο τὸ ῥῆμα ὥςπερ εὐδοκιμοῦντα ἀθλητήν Plat. Prot. 343 c; von Sachen, χρόνος καθαιρεῖ πάντα, vernichtet Alles, Aesch. Eum. 276; καθῃρέθη Οἰχαλία δορί Soph. Tr. 478; in Prosa, τείχη καθελόντες, zerstören, Plat. Menex. 244 c; herunterbringen, besiegen, Κῦρον καὶ τὴν τῶν Περσέων δύναμιν Her. 1, 71; ἐνεγράφησαν ἐν τοῖς τὸν βάρβαρον κατελοῦσι 8, 82; τὴν Εὐρυσθέως ὕβριν 9, 27; ἡ ἡγεμονία καταιρεθεῖσα, die gebrochene Obergewalt, 1, 46; δύναμις 4, 137; Thuc. öfter, τὸ λῃστικὸν ἐκ τῆς θαλάσσης, ausrotten, 1, 4; καθαιρεθῆναι Φίλιππον Dem. 2, 8, im Ggstz von ἤρθη; so καθ. τινὸς δυναστείαν Luc. Nigr. 23; – ψήφισμα, aufheben, den Beschluß, ihn vernichten, Thuc. 1, 140; Plut. Pericl. 29. 30, καθῃρημένος τὴν αἴσθησιν, besinnungslos, 38; – ergreifen, nehmen, ναῦν, ein Schiff wegnehmen. Her. 6, 41; τὰ χρήματα καταιρέθη 5, 36; ἐν ἀφροσύνῃ καθελόντες Soph. Ant. 379, ihn dabei ertappen; πάλος καθαιρεῖ, das Loos trifft ihn, 275; τίνα ἀμήχανος συμφορὰ καθαιρεῖ Plat. Prot. 344 c; – ἀγῶνα, ἀγώνισμα, den Kampfpreis erringen, Plut. Pomp. 8; vgl. Her. 7, 50, 2; – verurtheilen, ψῆφος καθαιροῦσα, der σώζουσα entgeggstzt, Lys. 13, 37; τίνες λόγοι καθεῖλον ἡμᾶς Eur. Or. 860. – Med. für sich herab-, herunternehmen, τὰ τόξα Her. 3, 78; ἱστούς Pol. 1, 61, 1 u. Sp. – Ein fut. καθελῶ hat Antiphil. 15 (Plan. 334).
Greek (Liddell-Scott)
καθαιρέω: Ἰων. καταιρέω: μέλλ. -ήσω: μέλλ. β΄καθελῶ Ἀνθ. Πλαν. 334: ἀόρ. β΄ καθεῖλον, ἀπαρ. καθελεῖν: ἀόρ. α΄ παρὰ Βυζ. καθῄρησα καὶ καθῄρεσα. Καταβιβάζω, καθείλομεν ἱστία Ὀδ. Ι. 149· κάδ’ δ’ ἀπὸ πασσαλόφι ζυγὸν ᾕρεον (ἐν τμήσει) Ἰλ. Ω. 268· καθαίρειν ἄχθος, καταβιβάζειν, δηλ. καταβιβάζειν αὐτὸ ἀπὸ τῶν ὤμων τινός, Ἀριστοφ. Βάτρ. 10· κ. τῶν ἐκ τῆς στοᾶς ὅπλων, τινὰ ἐξ αὐτῶν, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 8· ἐκεῖνον μὲν καθεῖλον, κατεβίβασαν ἐκ τοῦ σταυροῦ, Πολύβ. 1. 86, 6· - οὕτως ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, φθάνει τὰ τόξα κατελόμενος, προφθάνει καὶ καταβιβάζει τὰ τόξα (δηλ. ἐκ τοῦ μέρους ἔνθα ἐκρέμαντο), Ἡρόδ. 3. 78· τοὺς ἱστοὺς Πολύβ. 1. 61, 1. 2) κλείω τοὺς ὀφθαλμοὺς νεκροῦ, ὄσσε καθαιρήσουσι θανόντι περ Ἰλ. Λ. 453· ὀφθαλμοὺς καθελοῦσα Ὀδ. Ω. 296· οὕτω, χερσὶ κατ’ ὀφθαλμοὺς ἑλέειν Λ. 426. 3) ἐπὶ μάγων, κατάγω, καταβιβάζω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, Λατ. caelo deducere, σελήνην Ἀριστοφ. Νεφ. 750, Πλάτ. Γοργ. 513Α· καθ. εἰκόνα Λυκοῦργ. 164. 29. 4) κατὰ με πέδον γᾶς ἕλοι, «νἀνοίξ’ ἡ γῆ καὶ νὰ μὲ καταπιῇ», Εὐρ. Ἱκέτ. 829. ΙΙ. καταβάλλω, καταστρέφω, ὅτε κέν μιν Μοῖρ’ ὀλόη καθέλῃσι Ὀδ. Β. 100, Γ. 238, Τ. 145, κτλ.· μὴ καθέλοι μιν ἀιὼν Πινδ. Ο. 9. 90· φῶτ’ ἄδικον καθαιρεῖ Αἰσχύλ. Ἀγ. 398· μοῖρα τὸν φύσαντα καθεῖλε Σοφ. Αἴ. 517, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 878, κτλ.· ἁπλῶς, ἀποκτείνω, φονεύω, ταῦρον αὐτόθι 1143, πρβλ. Σοφ. Τρ. 1063. 2) καταλύω, ἐλπίσας (ὁ Κροῖσος) καταιρήσειν Κῦρόν τε καὶ τὴν Περσέων δύναμιν Ἡρόδ. 1, 71, πρβλ. 1. 4, 95., 2. 147, κτλ., πρβλ. Δημ. 20. 11, κτλ.· ἰδίως, ἐκβάλλω τῆς ἀρχῆς, ἐκθρονίζω, Ἡρόδ. 1. 124., 7. 8· τό τε λῃστικὸν καθῄρει ἐκ τῆς θαλάσσης, καὶ τὴν πειρατείαν ἠφάνιζεν ἐκ τῆς θαλάσσης, Θουκ. 1. 4· κ. ὕβριν τινός, ὄλβον, τὸ ἀξίωμα Ἡρόδ. 9. 27, Σοφ. Ἀποσπ. 572, Πλουτ. Θεμιστ. 22· καθῃρημένος τὴν αἴσθησιν, ἑστερημένος, ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 38. 3) κατεδαφίζω, τὰς πόλεις Θουκ. 1. 58, πρβλ. 2, 14., 5, 39· τῶν τειχῶν, μέρος τῶν τειχῶν, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 13· καθῃρέθη...Οἰχαλία δόρει Σοφ. Τρ. 478, κτλ. 4) ἐξαλείφω, ἀπαλείφω, καταργῶ, ἀκυρῶ, τὸ Μεγαρέων ψήφισμα Θουκ. 1. 140, πρβλ. 139, Πλουτ. Περικλ. 29· ἔργον κ. λόγῳ Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 18. 5) ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὄρος, καταδικάζω, ἡ καθαιροῦσα ψῆφος, καταδικαστικὴ ψῆφος, Λυσ. 133. 12· μετ’ ἀπαρ., ἐμὲ πάλος καθαιρεῖ... λαβεῖν Σοφ. Ἀντ. 275· καὶ οὕτω πιθαν., κατὰ με... Ἀΐδας ἕλοι πατρὶ ξυνθανεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1689, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 862· ἁπλῶς ἀποφασίζω, ὅ τι ἂν αἱ πλείους ψῆφοι καθαιρῶσι Διον. Ἁλ. 7. 36, πρβλ. 39. 6) ἐλαττώνω, ὑποβιβάζω, μειῶ, ἀντίθετον τῷ αὔξω, Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 20, πρβλ. Φυσ. 6. 6, 9· - ἐλαττώνω, καθιστῶ τι ἰσχνότερον, σῶμα κ. διαίταις Πλουτ. Ἀντών. 53· πρβλ. καθαίρεσις 2. ΙΙΙ. νικῶ, καταλαμβάνω, κυριεύω, κὰδ δέ μιν ὕπνος ᾕρει Ὀδ. Ι. 372· κατ. τινὰ Ἡρόδ. 6. 29, Ξεν.· καθ. τινὰ ἐν ἀφροσύνῃ, συλλαμβάνειν τινὰ ἐν τῇ ἐκτελέσει ἀφροσύνης, Σοφ. Ἀντ. 383· μετὰ γεν. τοῦ μέρους, κ. τῶν ὤτων, λαμβάνειν ἐκ τῶν ὤτων..., Θεόκρ. 5. 132· πρβλ. καθευρίσκω. IV. λαμβάνω ὡς ἀμοιβὴν ἢ βραβεῖον, καθαιρεῖν ἀγῶνα ἢ ἀγώνισμα Πλουτ. Πομπ. 8· μεταφ., κατορθώνω, ἀγώνιον...εὖχος ἔργῳ καθελὼν Πινδ. Ο. 10. 75· οὕτως ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, φόνῳ καθαιρεῖσθ’, οὐ λόγῳ, τὰ πράγματα Εὐρ. Ἱκέτ. 749· ἐν τῷ Παθ., Ἡρόδ. 7. 50, § 2· πρβλ. αἱρέω ΙΙ. 3, συγκαθαιρέω. V. σπανιώτερον ὡς τὸ ἁπλοῦν αἱρεῖν, λαμβάνω καὶ ἀποκομίζω, ἁρπάζω, Ἡρόδ. 6. 41, πρβλ. 5. 36.
French (Bailly abrégé)
f. καθαιρήσω, postér. καθελῶ, ao.2 καθεῖλον;
I. faire descendre, baisser, abaisser : ἱστία OD caler des voiles ; ἀπὸ πασσαλόφι ζυγόν IL décrocher un joug du clou auquel il est suspendu ; ὄσσε IL, ὀφθαλμούς OD abaisser les paupières, fermer les yeux (d’un mort);
II. particul. avec idée d’efforts pénibles, de violence ou d’hostilité :
1 abattre, renverser;
2 abattre, tuer : τινα faire périr qqn ; fig. Κῦρον καὶ τὴν Πέρσεων δύναμιν HDT détrôner Cyrus et détruire la puissance des Perses ; τὸ λῃστικὸν ἐκ τῆς θαλάσσης THC purger la mer des pirates ; ὕβριν τινός HDT abattre l’insolence de qqn;
3 en parl. de décisions légales, de décrets, de sentences : καθαιροῦσα ψῆφος LYS arrêt de condamnation (propr. vote qui jette à bas) ; κ. ψήφισμα THC abroger un décret ; ἐμὲ πάλος καθαιρεῖ inf. SOPH le sort me condamne à;
4 amoindrir : τὸ σῶμα PLUT exténuer le corps, l’épuiser;
5 s’emparer de, mettre la main sur : τινά s’emparer de qqn ; χρήματα HDT enlever de l’argent ; ἀγῶνα PLAT emporter le prix d’un concours ; fig. μεγάλα πρήγματα HDT accomplir de grandes choses (propr. abattre de grandes besognes);
Moy. καθαιρέομαι-οῦμαι (f. καθαιρήσομαι, ao.2 καθειλόμην) abaisser pour soi : τὰ τόξα HDT décrocher son arc.
Étymologie: κατά, αἱρέω.
English (Autenrieth)
fut. καθαιρήσουσι, aor. καθείλομεν, subj. καθέλῃσι, part. καθελοῦσα: take down, ἱστία, ζυγὸν ἀπὸ πασσαλόφι, ι 1, Il. 24.268; of closing the eyes of the dead, Il. 11.453, Od. 24.296; fig., μοῖρα θανάτοιο, bring low, overcome, Od. 2.100, Od. 3.238.
English (Slater)
κᾰθαιρέω
a destroy ἔνεικεν Λοκρῷ, μὴ καθέλοι μιν αἰὼν πότμον ἐφάψαις ὀρφανὸν γενεᾶς (O. 9.60) χερσὶ δ' ἄρα Κρονίων ῥίψαις δἰ ἀμφοῖν ἀμπνοὰν στέρνων κάθελεν ὠκέως (P. 3.57)
b seize, i. e. achieve ἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος, ἔργῳ καθελών (O. 10.63)