ἕως

From LSJ
Revision as of 15:10, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (abb-1)

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕως Medium diacritics: ἕως Low diacritics: έως Capitals: ΕΩΣ
Transliteration A: héōs Transliteration B: heōs Transliteration C: eos Beta Code: e(/ws

English (LSJ)

(B), Ep. εἵως, ἧος (v. sub fin.), Dor. ἇς, Aeol. ἆς (qq.v.), Boeot. ἇς IG7.3303, al., and ἅως ib.2228, 3315.    A Relat. Particle, expressing the point of Time up to which an action goes, with reference to the end of the action, until, till; or to its continuance, while:    I until, till,    1 with Ind., of a fact in past time, θῦνε διὰ προμάχων, ἧος φίλον ὤλεσε θυμόν Il.11.342, cf. Od.5.123; ἕ. ἀπώλεσέν τε καὐτὸς ἐξαπώλετο S.Fr.236, cf. A.Pers.428, Pl.Chrm.155c, etc.; for πρίν, μὴ πρότερον ἀπελθεῖν ἕως ἀποκατέστησε τὰ πράγματα D.S.27.4: with impf. with ἄν in apodosi, of an unaccomplished action, ἡδέως ἂν Καλλικλεῖ διελεγόμην, ἕ. ἀπέδωκα I would have gone on conversing till I had... Pl.Grg.506b, cf.Cra.396c.    2 ἕ. ἄν or κε with Subj. (mostly of aor.), of an event at an uncertain future time, μαχήσομαι . . ἧός κε τέλος πολέμοιο κιχείω till I find, Il.3.291, cf. 24.183, A.Pr.810, etc.: ἄν is sts. omitted in Trag., ἕ. μάθῃς S.Aj.555; ἕ. κληθῇ Id.Tr.148; ἕ. ἀνῇ τὸ πῆμα Id.Ph.764: so freq. in later Gr., UPZ18.10 (ii B. C.), PGrenf. 2.38.16 (i B. C.), Ev.Marc.14.32, Vett. Val.68.18, etc.; ἕ. οὗ γένηται Gem.8.32.    3 . with Opt. (mostly of aor.), relating to an event future in relation to past time, ὦρσε . . Βορέην, ἧος ὃ Φαιήκεσσι . . μιγείη caused it to blow, till he should reach... Od.5.386, cf. 9.376, Ar.Ra.766, Pl.Phd.59d; ἕως δέοι βοηθεῖν Th.3.102, cf.Lys.13.25: ἄν or κε is added to the Opt. (not to ἕως), if the event is represented as conditional, ἕ. κ' ἀπὸ πάντα δοθείη till (if possible) all things should be given back, Od.2.78; οὐκ [ἂν] ἀποκρίναιο, ἕ. ἂν σκέψαιο Pl.Phd.101d, cf. S.Tr.687 codd., Isoc.17.15, IG22.1328 (ii B.C.).    b in orat. obliq., ἔδωκεν . . ἕ. ἀνὴρ εἶναι δοκιμασθείην D.27.5.    c by assimilation to an opt. with ἄν, [λόγον] ἂν διδοίης ἕ. ἔλθοις Pl.Phd.101d.    4 c. subj. or opt., expressing purpose, in order that, Od.4.800, 6.80, 19.367; πορεύου εἰς Διονυσιάδα . . ἕως τὸν ἐκεῖ ἐλαιῶνα ποτίσῃς PFay.118.12 (ii A. D.); σπούδασον ἕως οὗ ἀγοράσῃ κτλ. POxy.113.25 (ii A. D.); χρυσίον ἐδανισάμην ἕως ὅτε δυνηθῶ ἀγοράσαι ib.130.13 (vi A. D.).    5 with Inf. in orat. obliq., ἐντειλάμενος διεκπλέειν ἕ. . . ἀπικνέεσθαι Hdt.4.42: otherwise only in later Gr., ἕ. ἐλθεῖν ἐς . . LXX Ge.10.19, cf. PLond. 1.131r251 (i A. D.), D.H.9.4 (v.l.), Anon. ap. Suid.s.v. ἰλυσπώμενον.    6 with Advbs. of Time and Place, ἕ. ὅτε till the time when, c. ind., v.l. for ἔστε in X.Cyr.5.1.25; ἕ. οὗ, f.l. for ἐς οὗ, Hdt.2.143: freq. in later Gr., Gem.l.c., Ev.Matt.1.25, etc.; ἕ. ὅτου ib.5.25, etc.; ἕ. πότε; how long? ib.17.17, Ev.Jo.10.24; ἕ. τότε LXX Ne.2.16; ἕ. ὀψέ till late, f.l.for ἐς ὀψέ, Th.3.108; ἕ. ἄρτι 1 Ep.Jo.2.9; ἕ. ὧδε as far as this place, Ev.Luc.23.5.    b with Preps., of Time, ἕ. πρὸς καλὸν ἑῷον ἀστέρα AP5.200; of Place, ἕ. εἰς τὸν χάρακα Plb.1.11.14; ἕ. πρὸς τὸν Καύκασον D.S.2.43; ἕ. ἐπὶ τὴν θάλασσαν Act.Ap.17.14.    II as Prep.,    1 of Time, c. gen., until, ἕως τοῦ ἀποτεῖσαι until he has made payment, Lexap.Aeschin.1.42, cf. LXX Ge.3.19, etc.; ἕ. τελειώσεως Epicur.Ep. 2p.38U.; ἕ. ὡρισμένων χρόνων Phld.D.1.7; ἕ. τινός for a time, Parth. 9.2, etc.; ἕ. τοῦ νῦν Ev.Matt.24.21; ἕ. Ἰωάννου ib.11.13.    b of Place, ἕ. τοῦ γενέσθαι . . up to the point where .. Arist.PA668b2, cf. HA630b27, Plb.9.36.1; as far as, ἕ. Σάρδεων Ath.Mitt.44.25 (Samos, iii B.C.); ἕ. τοῦ Ἀρσινοΐτου νομοῦ PTeb.33.5 (ii B.C.); ἕ. Φοινίκης Act.Ap.11.19: so c. gen. pers., ἦλθον ἕ. αὐτοῦ Ev.Luc.4.42, cf. LXX 4 Ki. 4.22.    c of Number or Degree, ἕ. τριῶν πλοίων Docum. ap. D.18.106; διδόναι ἕ. ταλάντων ἑκατόν LXX 1 Es.8.19(21); οὐκ ἔστιν ἕ. ἑνός ib.Ps. 13.3; οὐκ ἔχομεν ἕ. τῆς τροφῆς τῶν κτηνῶν PTeb.56.7 (ii B.C.); ἐᾶτε ἕ. τούτου Ev.Luc.22.51; μαχοῦμαι ἕ. ζωῆς καὶ θανάτου OGI266.29 (Pergam., iii B.C.); ἕ. μέθης Corn.ND30.    2 rarely c. acc., ἕ. πρωΐ LXX Jd.19.25; ἕ. μεσημβρίαν PLond.1.131r346, 515 (i A.D.); ἕ. τὸ βωμῷ down to the word "βωμῷ", Sch.Pi.O.6.111.    III while, so long as, c. ind., ἧος ἐνὶ Τροίῃ πολεμίζομεν Od.13.315, cf.17.358,390; ἕ. δ' ἔτ' ἔμφρων εἰμί A.Ch.1026, cf. Pers.710 (troch.); ἕ. ἔτι ἐλπὶς [ἦν] Th.8.40; ἕ. ἔτινέος εἶ Pl.Prm.135d: in this sense answered in apodosi by τῆος, Od.4.90, Il.20.41; by τόφρα, Od.12.327, Il.18.15; by τόφρα δέ, 10.507; by δέ alone, 1.193, Od.4.120 codd.    b ἕ. ἄν c.subj., when the whole action is future, οὔ μοι . . ἐλπίς, ἕ. ἂν αἴθῃ πῦρ A.Ag. 1435; λέγειν τε χρὴ καὶ ἐρωτᾶν, ἕως ἂν ἐῶσιν Pl.Phd.85b; οὐδὲν ἔστ' αὐτῷ βεβαίως ἔχειν ἕ. ἂν ὑμεῖς δημοκρατῆσθε D.10.13.    c ἕως c. opt. in a Conditional relative clause, φήσομεν μηδὲν ἂν μεῖζον μηδὲ ἔλαττον γενέσθαι ἕ. ἴσον εἴη αὐτὸ ἐαυτῷ Pl.Tht.155a.    B in Hom. sts. Demonstr.,= τέως, for a time, ἧος μὲν . . ὄρνυον· αὐτὰρ ἐπεὶ . . Il.12.141; ἧος μὲν ἀπείλει . . · ἀλλ' ὅτε δὴ . . 13.143, cf. 17.727,730, Od.2.148; ἧος μὲν . . ἕποντο . . αὐτὰρ ἐπεὶ . . Il.15.277; all that time, Od.3.126, cf. Hdt.8.74. (ἕως, as iambus, only once in Hom., Od.2.78; as a monosyll., Il.17.727, dub.l. in Od.2.148; when the first syllable is to be long codd. Hom. have εἵως or ἕως (never εἷος or ἧος, Ludwich WkP1890.512, exc. ειος v.l. (PFay.160) in Il.20.41), 3.291, 11.342, al.; εἵως (or ἕως) is found even when the metre requires a trochee, 1.193, al.; comparison of Dor. ἇς (from *ἇος) with Att.-Ion. ἕως points to early Ion. *ἧος (cf. Skt. yāvat 'as great as, as long as, until') and this should prob. be restored in Hom.; cf. τέως.)

German (Pape)

[Seite 1134] ep. εἵως [bei Hom. u. andern Epikern im Anfange des Verses trochäisch gemessen, ἕως ὁ ταῦτ' ὥρμαινε u. ä., ἕως ἐγώ, Od. 4, 90, u. im fünften Fuße, ἕως ἐπῆλθον, Od. 7, 280, wie im zweiten, ἕως ἐπῆλθε, Od. 9, 233, ἕως ἵκοντο, ἕως ἵκοιο, Od. 15, 109, was auf eine Form εἷος schließen läßt, die Buttmann als entstanden aus εἰς ὅ betrachtet u. als die ursprüngliche Form annimmt; jambisch ist es nur Od. 2, 78 gemessen, sonst bei Hom. einsilbig. Andere, wie Voß zu H. h. Cer. 138 u. Nitzsch zu Od. 5, 365, nehmen εἵω neben ἕως aus ὡς entstanden, nach Analogie von οὕτω, als die in den trochäisch gemessenen Stellen ursprüngliche Form an]. – A. als Zeitpartikel, – 1) bis, bis daß, eine Handlung einführend, welche das Ende der vorhergegangenen bestimmt; – a) mit dem indic.; θῦνε διὰ προμάχων, εἵως φίλον ὤλεσε θυμόν, bis er das Leben verlor, Il. 11, 342, vgl. 20, 412 Od. 5, 123. 7, 280. 9, 230; παίουσιν, ἕως ἁπάντων ἐξαπέφθειραν βίον Aesch. Pers. 455; Soph. Tr. 598 El. 939; Eur.; in Prosa, Plat. Charm. 155 c; τὰς τιμὰς ἐλάμβανεν, ἕως ἀνεπληρώσατο τὴν προῖκα Dem. 27, 13; auch in hypothet. Sätzen der Nichtwirklichkeit, ἡδέως ἂν τούτῳ ἔτι διελεγόμην, ἕως αὐτῷ τὴν τοῦ Ἀμφίονος ἀπέδωκα ῥῆσιν, bis ich ihm gegeben hätte, Plat. Gorg. 506 b; Crat. 396 c. – b) mit ἄν u. d. conj., bedingend, von Gegenwart und Zukunft; Hom. Il. 24, 183 ὅς σ' ἄξει, εἵως κεν ἄγων Ἀχιλῆϊ πελάσσῃ, bis er dich hingebracht haben wird; μαχήσομαι, εἵως τε τέλος πολέμοιο κιχείω 3, 291; τούτου παρ' ὄχθας ἕρφ' ἕως ἂν ἐξίκῃ καταβασμόν, bis du gekommen sein wirst, Aesch. Prom. 812; ἕως οὖν ἂν ἐκμάθῃς, ἔχ' ἐλπίδα Soph. O. R. 834; ἕως ἂν ἔλθω Eur. Alc. 1024; φέρεται, ἕως ἂν στερεοῦ τινος ἀντιλάβηται Plat. Phaedr. 246 c; zuweilen fehlt ἄν, z. B. ἕως ἀνῇ τὸ πῆμα – σῶζ' αὐτά Soph. Phil. 753; ἐξαίρει βίον ἕως τις γυνὴ κληθῇ Tr. 147, vgl. Ai. 552; Ar. Pax 32; Plat. Eryx. 392 c; einzeln bei Sp., wie D. Hal. 4, 79. 5, 8. – c) in denselben Fällen, wenn von der Vergangenheit die Rede ist, mit dem optat., in dem auch oft eine Absicht ausgedrückt wird, καὶ τότ' ἐγὼ τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῦ ἤλασα πολλῆς, ἕως θερμαίνοιτο, bis er warm würde, Od. 9, 376, vgl. 5, 385; ἐκείνῳ ἔδωκεν, ἕως ἀνὴρ εἶναι δοκιμασθείην Dem. 27, 5; ἔδοξεν αὐτοῖς προϊέναι, ἕως Κύρῳ συμμίξειαν Xen. An. 2, 1, 2; bes. zum Ausdruck einer wiederholten Handlung, περιεμένομεν ἑκάστοτε, ἕως ἀνοιχθείη τὸ δεσμωτήριον Plat. Phaed. 59 d; in indirecter Rede, δοὺς τοὺς ἡγεμόνας ἐκέλευε πορεύεσθαι, ἕως ἄγγελος ἔλθοι Xen. Cyr. 5, 3, 53; doch conj. mit ἄν, wenn das regierende Verbum ein Haupttempus ist, ὁρῶ τούτους –, ἕως ἂν ζῶσιν, εὐδαιμονέστερον διάγοντας An. 4, 1, 43, ἐρεῖ οὐδείς, ὡς ἐγώ, ἕως ἂν παρῇ τις, χρῶμαι 1, 4, 8. – Bei vorausgehendem optat. tritt auch ἄν zum optat. (opt. potent.), τόφρα γὰρ ἂν ποτιπτυσσοίμεθα μύθῳ – ἕως κ' ἀπὸ πάντα δοθείη Od. 2, 77; οὐκ ἀποκρίναιο, ἕως ἂν τὰ ἀπ' ἐκείνης ὁρμηθέντα σκέψαιο Plat. Phaed. 101 d; τὸ μὲν ἂν ἐξαλείφοιεν – ἕως ἂν - ἤθη θεοφιλῆ ποιήσειαν Rep. VI, 501 c. Auffallender σώζειν ἐκέλευε, ἕως ἂν ἁρμόσαιμι Soph. Tr. 684; κἀγὼ μὲν ἠξίουν αὐτοὺς μαστιγοῦν τὸν ἐκδοθέντα, ἕως ἂν τἀληθῆ δόξειεν αὐτοῖς λέγειν Isocr. 17, 15. – d) selten steht der inf. dabei, οὐ πρότερον ἀνέῳξαν τὰς πύλας ἢ ἕως ἡμέραν λαμπρὰν γενέσθαι D. Hal. 9, 15 (wie sonst πρίν) u. a. Sp. – 21 so lange als, während, den Vordersatz einführend u. die Gleichzeitigkeit zweier Handlungen andeutend, bei Hom. dem τέως entsprechend, ἕως μέν ῥ' ἀπάνευθε θεοὶ θνητῶν ἔσαν ἀνδρῶν, τέως Ἀχαιοὶ μέγα κύδανον, während der ganzen Zeit siegten die Achäer, Il. 20, 41; Od. 4, 120; dem τόφρα entspr., Il. 18, 15. 21, 602, τόφρα δέ, Il. 10, 507. 11, 411; ἕως μὲν σῖτον ἔχον – τόφρα βοῶν ἀπέχοντο, so lange sie Speise hatten, Od. 12, 327; dem einfachen δέ entspr., ἕως ὁ ταῦθ' ὥρμαινε – ἕλκετο δ' ἐκ κολέοιο μέγα ξίφος, ἦλθε δ' Ἀθήνη Il. 1, 193. Auch ohne Partikel im Nachsatz, ἕως μὲν ἔην ἔτι νήπιος – γήμασθ' οὔ μ' εἴα Od. 19, 530; H. h. Ven. 226. – Bei den Attikern – a) mit dem indicat., ἕως δ' ἔτ' ἔμφρων εἰμί Aesch. Ch. 1022; ἕως ἔτι νέος εἶ Plat. Parm. 135 d; ἕως μὲν πό λεμος ἦν – παρέμεινε Xen. An. 2, 6, 2. – b) wie oben mit dem conj. u. ἄν, οὔ μοι φόβου μέλαθρον ἐλπὶς ἐμπατεῖν, ἕως ἂν αἴθῃ πῦρ – Αἴγισθος, so lange nur Aegisthus –, Aesch. Ag. 1435; λέγειν τε χρὴ καὶ ἐρωτᾶν ὅ τι ἂν βούλησθε, ἕως ἂν οἱ Ἀθηναίων ἐῶσιν ἄνδρες ἕνδεκα Plat. Phaed. 85 b; ἕως ἂν ᾖ ἀδιάφθορος Phaedr. 252 d; ἀλλ' ὅμως, ἕως ἂν τὴν αὐτὴν ἰδέαν ἀποδιδῷ – ὀρθῶς ἔχει, so lange, d. i. wenn nur, Crat. 389 e, vgl. 390 a 393 d; Xen. Hell. 1, 1, 24. – c) mit dem opt., Plat. Theaet. 155 a. – 3) bei Hom. liegt darin zuweilen auch die Absicht, damit, c. optat., πέμπε δέ μιν πρὸς δώματ' Ὀδυσσῆος, εἵως Πηνελόπειαν – παύσειε κλαυθμοῖο Od. 4, 799, vgl. 5, 386. 6, 80. 9, 376. 19, 367. – B. Adverb. – 1) bis, – a) c. gen., ἕως δὲ τοῦ ἀποτῖσαι Aesch. 1, 16 im Gesetz; ἕως τριῶν πλοίων ἡ λειτουργία ἔστω Dem. 18, 106 im Gesetz; ἕως τούτου προέρχεται, ἕως ἂν ὁ μυκτὴρ ὑπερέχῃ αὐτῶν Arist. H. A. 9, 46; ἕως τούτου βούλομαι τὴν μνήμην ποιήσασθαι ἕως τοῦ μὴ δόξαι καταφρονεῖν Pol. 9, 36, 1, vgl. 5, 10, 3; oft im N. T. ἕως οὗ ἀποδῷς, bis daß du; einzeln schon bei Frühern, wie Her. 8, 74. – b) mit adverb., ἕως σήμερον, Plut.; ἕως ὅτε, πότε u. ä., N. T u. a. Sp.; auch mit Präpos., ἕως εἰς τὸν χάρακα Pol. 1, 11, 14; ἕως πρὸς καλὸν ἑῷον ἀστέρα Ep. ad. 112 (V, 201). – 2) eine Zeitlang, eine Weile; Il. 12, 141; ἃς Ἕκτωρ εἵως μὲν ἀπείλει · – ἀλλ' ὅτε δή Il. 13, 143, wie 17, 727. 730 Od. 2, 148 (selten im Anfange eines Satzes u. gewöhnlich mit μέν verbunden; eigtl. fehlt der Nachsatz, vgl. Nitzsch zu Od. 3, 1251; mit folgendem αὐτὰρ ἐπεί, Il. 15, 277, wie Od. 3, 126; so auch Her. 8, 74, ἕως μὲν δὴ αὐτῶν ἀνὴρ ἀνδρὶ παραστὰς σιγῇ λόγον ἐποιέετο · – τέλος δέ. ἡ, gen. ἕω, dat. ἕῳ, acc. ἕω, ion. u. ep. ἠώς, dor. ἀώς, äol. αὔως (Curtius Grundz. d. Gr. Et. 2. Aufl. S. 358), der Tagesanbruch (ἕως ἡμέρας ἀρχή Plat. Defin. 411 b), die Morgenröthe; εὐάγγελος ἕως γένοιτο μητρὸς εὐφρόνης πάρα Aesch. Ag. 256; πρὸς πρώτην ἕω Soph. O. C. 478; ἡ φωσφόρος ἕως Eur. Ion 1158; ἕως λευκὸν ὄμμ' ἀναίρεται El. 102; μέχρι ἕως ἐγένετο Plat. Conv. 220 d; ἐξ ἕω μέχρι τῆς ἑτέρας ἕω τε καὶ ἡλίου ἀνατολῆς Legg. VII, 807 d; ἅμα τῇ ἕῳ, mit Tagesanbruch, Thuc. 2, 90 u. öfter; πρὸ τῆς ἕω 4, 31 u. A.; ὅπερ εἰώθει γίγνεσθαι ἐπὶ τὴν ἕω Thuc. 1, 84; ἐδόκει εἰς τὴν ἐπιοῦσαν ἕω ἥξειν βασιλέα Xen. An. 1, 7, 1. – Von der Himmelsgegend, Osten, τὸ πρὸς τὴν ἕω Her. 4, 40; τὸ πρὸς ἕω Plat. Legg. VI, 760 d; τὰ πρὸς ἕω μέρη Arist. u. a. Sp.; auch c. gen., π ρὸς ἕω τῆς πόλεως, τοῦ ποταμοῦ, östlich vom, Xen. Hell. 5, 4, 49 Plut. Lucull. 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἕως: ἡ, Ἀττ. τύπος τοῦ Ἰων. ἠώς, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

1ἕω, dat. ἑῳ, acc. ἕω (ἡ) :
1 l’aurore, le point du jour : ἅμα ἕῳ THC, ἅμα τῇ ἕῳ THC au point du jour ; ἡ Ἕως l’Aurore personnifiée;
2 l’orient.
Étymologie: att. c. ἠώς.
2épq. εἵως;
A. conj.
I. jusqu’à ce que : μαχήσομαι εἵως κε τέλος πολέμοιο κιχείω IL je combattrai jusqu’à ce que je parvienne à la fin de la guerre ; ἕως μάθῃς SOPH jusqu’à ce que tu aies appris ; ἐκέλευεν πορεύεσθαι ἡσύχως, ἕως ἄγγελος ἔλθοι XÉN il commandait d’avancer tranquillement, jusqu’à ce que le messager fût arrivé;
II. tandis que, pendant que, tant que, aussi longtemps que : εἵως πολεμίζομεν OD tant que nous faisons la guerre ; ἕως ἔτι ἐλπίς THC tant qu’il y avait de l’espoir ; ἕως ἔτι σοι σχολή XÉN tandis que tu en as encore le temps ; ἕως ἔτι τὸ πέλαγος οἷόν τε περαιοῦσθαι THC pendant qu’on pouvait encore traverser la mer ; ἕως ἂν αἴθῃ πῦρ ESCHL aussi longtemps que le feu brillera;
III. afin que, avec l’opt.
B. prép. avec idée de lieu ou de temps :
I. jusque;
1 avec le gén. jusqu’à ce point, jusqu’à ce moment : ἕως οὗ, jusqu’à ce que;
2 avec une prép. ἕως εἰς, jusque vers, jusqu’à;
3 avec une conj. ἕως ὅτε avec l’ind. jusqu’au moment où;
4 avec un adv. ἕως ὀψέ THC jusqu’à un temps éloigné;
II. pendant un certain temps, quelque temps ; continuellement.
Étymologie: DELG cf. skr. yávat « aussi longtemps que ».

English (Autenrieth)

(1) as long as, until; foll. by the usual constructions with rel. words (see ἄν, κέν). A clause introduced by ἕως often denotes purpose, Od. 4.800, Od. 9.376.—(2) like τέως, for a while, usually with μέν, Od. 2.148, etc. —ἕως, to be read with ‘synizesis,’ except Od. 2.78.

English (Abbott-Smith)

ἕως, relative particle (Lat. donee, usque),
expressing the terminus ad quem (cf. Burton, §321ff.).
I.As conjunction;
1.till, until;
(a)of a fact in past time, c. indic.: Mt 2:9, al. (Wi 10:14, al.);
(b)ἕως ἄν, c. subjc. aor.: Mt 2:13 5:18, Mk 6:10, al.; without ἄν (M. Pr., 168f.; Lft., Notes, 115), Mk 14:32 (Burton, §325), Lk 12:59, II Th 2:7, al.;
(c)c. indic., pres. (Burton, §328; BL, §65, 10): Mk 6:45, Jo 21:22, 23 I Ti 4:13.
2.C. indic., as long as, while (Burton, §327): Jo 9:4 (Plat., Phaedo, 89c).
II.As an adverb (chiefly in late writers).
1.Of time, until, unto;
(a)as prep. c. gen. (BL, §40, 6; M, Pr., 99): τ. ἡμέρας, Mt 26:29, Lk 1:80, Ro 11:8, al.; ὥρας, Mt 27:45, al.; τέλους, I Co 1:8, II Co 1:13; τ. νῦν, Mt 24:21, Mk 13:19 (I Mac 2:33); ἐτῶν ὀγ. (Field, Notes, 49f.), Lk 2:37; τ. ἐλθεῖν, Ac 8:40; before names and events, Mt 1:17 2:15, Lk 11:51, Ja 5:7, al.;
(b)seq. οὗ, ὅτου, with the force of a conjc. (Burton, §330; M, Pr., 91);
(α)ἕ. οὗ (Hdt., ii, 143; Plut., al.): c. indic., Mt 1:25 (WH br., οὗ) 13:33, al.; c. subjc. aor., Mt 14:22, al.;
(β)ἔ. ὅτου: c. subjc., Lk 13:8; c. indic., Mt 5:25 (until), Jo 9:18;
(c)c. adv. (ἔ. ὀψέ, Thuc, iii, 108): ἄρτι, Mt 11:12, Jo 2:10, I Co 4:13, al.; πότε (M, Pr., 107), Mt 17:17, Mk 9:19, Jo 10:24, al.
2.Of place, as far as, even to, unto (Arist., al.);
(a)as prep. c. gen. (v. supr.): Mt 1123, Lk 1015, al.;
(b)c. adv. (BL, §40, 6): Sivio, Jo 2^; Icro,, Mk 14^*; Kdruy, Mt 2751, Mk 1538; <!iS€, Lk 23^;
(c)c. prep.: ἔξω, Ac 21:5; πρός, Lk 24:50 (Field, Notes, 83).
3.Of quantity, measure, etc.: Mt 18:21, Mk 6:23, Lk 22:51, al.