άπτω
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
Greek Monolingual
(νεοελλ. άφτω) ἅπτω (AM), άπτομαι (AM ἅπτομαι)
(-ω) ανάβω κάτι
νεοελλ.
1. ανάβω, καίγομαι
2. ανάβω, εξάπτομαι
αρχ.
1. φρ. «χορὸν ἅψωμεν» — ας αρχίσουμε τον χορό
2. προσαρμόζω (νέα χορδή στη λύρα)
(-ομαι) νεοελλ.
1. έχω κάποια σχέση, πλησιάζω
2. φρ. α) «μή μου άπτου»
(για πρόσωπα) ο υπερευαίσθητος, μυγιάγγιχτος
β) βοτ. το φυτό μιμόζα η αισχυντηλή
αρχ.-μσν.
εγγίζω
αρχ.
1. αγγίζω, ψαύω, ψηλαφώ
2. επιχειρώ κάτι, καταπιάνομαι
3. πιάνω, κρατώ
4. προσκολλιέμαι, αρπάζω
5. φθάνω στον σκοπό μου
6. (κ. μτφ.) επιτίθεμαι, προσβάλλω
7. αρχίζω, θέτω σε ενέργεια
8. επενεργώ, επιδρώ
9. αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου, εννοώ, καταλαβαίνω
10. έρχομαι σε επαφή, σε επικοινωνία ή συνουσία
11. φθάνω κάτι, καταλαμβάνω, γίνομαι κάτοχος
12. χρησιμοποιώ, επωφελούμαι
13. (γεωμ.) α) εφάπτομαι, συναντώ, αγγίζω
β) περνώ από ένα σημείο, διέρχομαι, βρίσκομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η προέλευση του τ. από αρχικό θέμ. αφ- (πρβλ. αβεστ. āfәnte «επιτυγχάνονται») είναι αβέβαιη. Η σημ. «ανάβω, αναφλέγω» οδηγεί σε πιθ. συγγένεια της λ. άπτομαι με το (γερμ.) seng- και το (σλαβ.) senk -, τα οποία μπορούν να αναχθούν σε αρχική ΙΕ ρ. senkω - «καίω», ενώ η έννοια «συνάπτω, συνδέω» οδηγεί σε πιθ. σχέση με το λατ. apio, apere (μτχ. aptus). Από την αμοιβαία επίδραση των δύο αυτών ρημάτων προέκυψε ο τ. άπτω, που διατηρεί την αρχική δασύτητα του τ. senkω -. Κατ' άλλη άποψη, η δασύτητα του άπτω προήλθε από πιθ. επίδραση του ρ. έπω «φροντίζω» (πρβλ. αρχ. ινδ. sapati «φροντίζει, περιποιείται») στον τ. άπτω < λατ. aptus (apere).
ΠΑΡ. απτός, άπτρα, αφή, άφθα, αψίδα (-ις), αρχ. άμμα, απτώδιον, άψις.
ΣΥΝΘ. ανάπτω, εξάπτω, εφάπτομαι περιάπτω, προσάπτω, συνάπτω
αρχ.
αφάπτω, ενάπτω, καθάπτω, προάπτω, υφάπτω].