στροφή

From LSJ
Revision as of 01:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στροφή Medium diacritics: στροφή Low diacritics: στροφή Capitals: ΣΤΡΟΦΗ
Transliteration A: strophḗ Transliteration B: strophē Transliteration C: strofi Beta Code: strofh/

English (LSJ)

ἡ,

   A turning, e.g. of a horse, X.Eq.7.15,17, 10.15; revolving, circling, ἄρκτου στροφαί S.Fr.432.11; τοῦ σώματος (sc. τῆς σελήνης) Epicur.Ep.2p.41U.; ὡρῶν Pl.Lg.782a; of a snake, Arist.PA692a6; ἐν στροφαῖσιν ὀμμάτων with rolling of the eyes, E.HF932.    2 twist, such as wrestlers make to elude their adversary, πάσας στροφὰς στρέφεσθαι Pl.R.405c: metaph., slippery trick, dodge, οὐκ ἔργον ἔστ' οὐδὲν στροφῶν Ar.Pl.1154, cf. Ec.1026, Ra.775; δημηγόρους εὐπιθεῖς σ. A.Supp.623.    3 in Music, twist or turn, κατακάμπτειν τὰς σ. Ar.Th.68.    4 winding up of a winch, CPHerm.p.79 (iii A.D.).    5 turning of a road, τὸν νεκρὸν . . ἐν ταῖς σ. μὴ καττιθέντων μηδαμεῖ Schwyzer 323 C 33 (Delph., iv B.C.).    6 metaph., (στρέφω B. 111) occupation, concern, περί τι Herm.in Phdr. p.67 A.    II turning of the Chorus: hence, the strain sung during this evolution, strophe (cf. ἀντίστροφος IV, ἀντιστροφή 1), Pherecr.145.9, Phld.Po.Herc.994 Fr.19, D.H.Comp.19, Ph.2.484, etc.    III στροφαί· ἀστραπαί, Hsch. (v. στροπά).    IV transmutation of metals, Zos.Alch.p.195 B.

German (Pape)

[Seite 956] ἡ, das Drehen, Wenden, die Wendung; ἄρκτο υ στροφάς, Soph. frg. 379; vgl. ὡρῶν στροφαὶ παντοῖαι, Plat. Legg. VI, 782 a; ἐν στροφαῖσιν ὀμμάτων ἐφθαρμένος, Eur. Herc. Fur. 932; bes. Tanzwendung des Chors in der Orchestra und der während des Tanzes gesungene, einer solchen Wendung entsprechende Gesang, die Strophe, übh. die Verbindung mehrerer Verse zu einem metrischen Ganzen, vgl. Ar. Thesm. 67, μελοποιεῖν ἄρχεται· χειμῶνος οὖν ὄντος κατακάμπτειν τὰς στροφὰς οὐ ῥᾴδιον. – Uebertr. = Gewandtheit, Schlauheit, δημηγόρο υς δ' ἤκουσεν εὐπειθεῖς στροφὰς δῆμ ος, Aesch. Suppl. 818; οὐκ ἔργον ἔστ' οὐδὲν στροφῶν, Ar. Plut. 1154. Vgl. στρέφω z. E.

Greek (Liddell-Scott)

στροφή: ἡ, (στρέφω) τὸ στρέφειν, π. χ. ἵππον, Ξεν. Ἱππ. 7, 15 καὶ 17., 10, 15· τὸ στρέφεσθαι, περιστρέφεσθαι, ἴδε ἐν λέξει στροφάς· τῶν ὡρῶν Πλάτ. Νόμ. 782Α· ἐν στροφαῖσιν ὀμμάτων, στρέφων τὰ ὄμματα, Εὐρ. Ἠρ. Μαιν. 932. 2) συστροφή, ἑλιγμός, καμπή, οἵας οἱ πολεμισταὶ ἐμηχανῶντο πρὸς ἐξαπάτησιν τοῦ ἀντιπάλου, πάσας στροφὰς στρέφεσθαι Πλάτ. Πολ. 405C· - μεταφορ., τέχνασμα πρὸς διαφυγὴν ἢ ἐξολίσθησιν, οὐ δεῖ στροφῶν Ἀριστοφ. Πλ. 1154, Ἐκκλ. 1026, πρβλ. Βατρ. 775· οὕτω, δημηγόρους εὐπιθὴς στρ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 623· πρβλ. στρέφω Β. ΙΙ. 3) οὕτως ἐν τῇ μουσικῇ, συστροφή, κάμψις, κατακάμπτειν τὰς στρ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 68· πρβλ. καμπὴ ΙΙΙ. ΙΙ. ἡ στροφὴ τοῦ χοροῦ, τὸ ὀρχεῖσθαι πρὸς τὸ ἓν μέρος τῆς ὀρχήστρας· τὸ μέλος τὸ ᾀδόμενον κατὰ τὴν κίνησιν ταύτην, ἡ στροφὴ τοῦ ᾄσματος, εἰς ἣν ἀνταποκρίνεται ἡ ἀντιστροφή, Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 1. 9, Διόν. Ἁλ. περὶ Συνθ. 19, καὶ συχν. παρὰ τοῖς Γραμμ.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 action de tourner;
2 action de se détourner pour éviter les coups de l’adversaire;
3 évolution du chœur de gauche à droite sur la scène ; air que le chœur chantait en se déplaçant;
4 fig. αἱ στροφαί détours, ruses, finesses.
Étymologie: στρέφω.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
1. το να στρέφει κανείς κάτι ή το να στρέφεται ο ίδιος, αλλαγή μετώπου ή κατεύθυνσης («στροφή προς τα πίσω»)
2. καμπή ή διακλάδωση οδού («ο δρόμος αυτός είναι γεμάτος στροφές»)
3. (στην αρχ. μετρ.) ρυθμική ενότητα της αρχαίας ποίησης που αποτελείται από κώλα ή στίχους ή περιόδους και η οποία στο σύνθετο από συστήματα ποίημα αντιστοιχεί με μία άλλη, όμοια τεχνικώς, που αποτελεί τη ρυθμική απόδοση και επανάληψή της
νεοελλ.
1. περιστροφική κίνηση γύρω από άξονα («κάνε μια στροφή να δω το φόρεμά σου»)
2. (στη μετρ.) ομάδα δύο ή περισσότερων στίχων με πλήρη ρυθμική αλλά όχι απαραίτητα και λογική ενότητα, που αποτελεί βασική μονάδα τών στιχουργικών συστημάτων και οφείλει την ονομασία της στην ολοκληρωμένη κυκλική κίνηση που πραγματοποιούσε ο χορός γύρω από την ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου απαγγέλλοντας τον αντίστοιχο αριθμό στίχων
3. ναυτ. η αλλαγή πορείας του πλοίου προς τα δεξιά ή αριστερά υπό την ενέργεια του πηδαλίου του
μσν.-αρχ.
απασχόληση, επάγγελμα
αρχ.
1. περιστροφή και, κυρίως, επάνοδος που πραγματοποιείται κατά περιόδους
2. μουσ. κάμψη
3. ελιγμός που κάνουν οι παλαιστές για την εξαπάτηση του αντιπάλου
4. κίνηση του χορού στην ορχήστρα, καθώς και το μέλος που τραγουδούσε ο χορός κατά την κίνηση αυτή
5. (για μέταλλα) μεταλλαγή, μεταστοιχείωση
6. μτφ. α) πανουργία, τέχνασμα για διαφυγή ή παραπλάνηση («δημηγόρους δ' ἤκουσεν εὐπειθεῑς στροφὰς δῆμος», Αισχύλ.)
β) (για λέξη) διαστρέβλωση
γ) μεταστροφή («τὰς στροφὰς τοῡ βίου», Γρηγ. Ναζ.)
7. στον πληθ. στροφαί
(κατά τον Ησύχ.) «ἀστραπαί».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στροφ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. στρέφω. Η λ. στροφή δηλώνει την ενέργεια, την πράξη του ρ. στρέφω και διακρίνεται έτσι από το αρσ. στρόφος.

Greek Monotonic

στροφή: ἡ (στρέφω),·
I. 1. στρίψιμο, καθοδήγηση σε στροφή, π.χ. ενός αλόγου, σε Ξεν.· ἐν στροφαῖσιν ὀμμάτων, στρέφοντας τα μάτια, σε Ευρ.
2. συστροφή, καμπή, ελιγμός τέτοιου είδους όπως αυτός που έκαναν οι παλαιστές προκειμένου να παραπλανήσουν τον αντίπαλό τους, σε Πλάτ.· μεταφ., τέχνασμα, πανουργία, σε Αριστοφ.
II. στροφή των χορευτών του Χορού (στη δραματική ποίηση), καθώς χόρευαν από το δεξιό προς το αριστερό μέρος της ορχήστρας (ὀρχήστραάσμα που τραγουδούσαν κατά την περιστροφή αυτή, η στροφή, στην οποία αποκρινόταν η ἀντιστροφή.