τρίβος
English (LSJ)
[ῐ], ἡ, but ὁ in E.Or.1251,1258, El.103, Plu.Arat.22: (τρίβω):—
A worn or beaten track, ἐν τρίβῳ μάλιστα οἰκημένοι in the path (of the war), Hdt.8.140. β' (so ἐν τ. τοῦ πολέμου κείμενος D.H.6.34, 11.54); τ. ἁμαξήρης E.Or.1251; λεπτὴν τ. ἐξανύσαντες Theoc. 25.156; ἡ τ. τῆς ἀτραποῦ the track of the path, D.S.17.49; διασχισθέντες [τῆς ὁδοῦ] τρίβῳ τινί by following a track, X.Cyr.4.5.13. 2 metaph., path, h.Merc.448; ποίην τις βιότοιο τάμοι τρίβον; AP9.359 (Posidipp.); βιότου τ. ὁδεύειν Anacreont.38.2; ποίην τις πρὸς ἔρωτας ἴοι τρίβον; AP5.301.1 (Agath.); τῆς αἰτίας ἴχνος καὶ τ. track, Plu.2.68of: pl., τρίβοι ἐρώτων A.Supp.1042 (lyr.). II rubbing, attrition, Id.Ag.391 (lyr.); τ. κρηπῖδος the rubbing of a shoe, Aret.SD2.12. 2 socket, friction-joint, ἡ κεφαλὴ τοῦ βραχίονος . . τρίβον ἑωυτῇ πεποιημένη Hp.Art.7, cf. 55; τὸ ἔθος τρίβον ποιεῖ Id.Mochl.41; area of friction or pressure of a bandage, Id.Off.8. 3 delay, A.Ag.197 (lyr.). III bodily exercise, Nic. Al.592 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1140] ἡ, auch ὁ, Eur. Or. 1248, Pors., u. Plut. Arat. 22, – 1) ein durch vieles Gehen abgeriebener, gebahnter Weg, vielbetretener Fußsteig, H. h. Merc. 448; die große Landsträße, ἁμαξήρης, Eur. Or. 1251 u. öfter; Her. 8, 140, 2; Xen. Cyr. 4, 5, 13; sp. D., βιότου Anacr. 38, 2, ποίην τις πρὸς ἔρωτας ἴοι τρίβον; Agath. 3 (V, 302). – 2) das Reiben, Aesch. Ag. 380, κρηπῖδος. – Auch die durch Reiben entstandene Höhlung, das Loch, Hippocr. – 3) übtr. wie τριβή, Uebung und dadurch erlangte Geschicklichkeit, Hippocr.; das Verweilen wobei, Beschäftigung womit, Umgang, Aesch. Suppl. 1026; auch Aufenthalt, Verzug, παλιμμήκη χρόνον τεθεῖσαι τρίβῳ Aesch. Ag. 190.
Greek (Liddell-Scott)
τρίβος: [ῐ], ἡ, ἀλλά, ὁ, ἐν Εὐριπ. Ὀρ. 1251, 1258, Ἠλ. 103, Πλουτ. Ἄρατ. 22· (τρίβω) - τετριμμένη ἢ πεπατημένη ὁδός, ἢ ἀτραπός, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 148· ἐντεῦθεν ἡ δημοσία ἢ μεγάλη ὁδός, ἐν τρίβῳ οἰκημένοι Ἡρόδ. 8. 140, 2· (πρβλ. ἐν τρ. τοῦ πολέμου κεῖσθαι, Διον. Ἁλ. 6. 34, κλπ.)· τρ. ἁμαξήρης Εὐρ. Ὀρ. 1251· λεπτὴν τρ. ἐξανύσαι Θεόκρ. 25. 156· ἡ τρ. τῆς ἀτραποῦ, Διόδ. 17. 49· διασχισθέντες [τῆς ὁδοῦ] τρίβῳ τινί, ἀκολουθήσαντες ἀτραπόν τινα, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 13. 2) μεταφ., ὁδὸς τοῦ βίου, βιότου τρ. ὁδεύειν Ἀνακρεόντ. 41. 2· ποίην τις πρὸς ἔρωτας ἴοι τρίβον; Ἀνθ. Π. 5. 302· τῆς αἰτίας ἴχνος καὶ τρ. Πλούτ. 2. 680F· οὕτω, τρίβοι ἐρώτων, περίφρ. ἀντὶ τοῦ ἔρωτες, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1043. ΙΙ. τριβή, προστριβή, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 391· τρ. κρηπῖδος, ἡ προστριβὴ πεδίλου, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 12. 2) κοιλότης γενομένη ἐκ τῆς τριβῆς, τρίβον ἑαυτῇ πεποιημένη Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783, πρβλ. π. Ἄρθρ. 822. ΙΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ τριβὴ ΙΙ, ἄσκησις, ἐφαρμογή, χρῆσις, τρίβον λαμβάνω, συνηθίζω εἰς τόπον τινὰ ἢ πρᾶγμα, Ἱππ. 822Ε, πρβλ. 783F. 2) διατριβή, ἀναβολή, μέλλησις (‘exquisitus pro τριβή,’ Herm.), Αἰσχύλ. Ἀγ. 197. IV. σωματικὴ ἄσκησις ἢ γύμνασις, Νικάνδρ. Ἀλεξιφ. 592.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ ou ὁ)
I. chemin fréquenté litt. usé par les allées et venues : ἐν τρίβῳ οἰκεῖσθαι HDT habiter sur une grande route, sur le passage des armées, être exposé aux déprédations ; action d’aller souvent, allées et venues;
II. action de frotter, d’user, d’où
1 action d’user par le frottement;
2 long retard, délai, lenteur.
Étymologie: τρίβω.
English (Strong)
from tribo (to "rub"; akin to teiro, truo, and the base of τράγος, τραῦμα); a rut or worn track: path.
English (Thayer)
τρίβου, ἡ (τρίβῳ to rub), a worn way, a path: Homer hymn. Merc. 448; Herodotus, Euripides, Xenophon, others; the Sept. for נְתִיבָה, אֹרַח, מְסִלָּה, דֶּרֶך, etc.)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ και τρίβος, ὁ, Α
1. πολυσύχναστος δρόμος, δημόσιος δρόμος («ἑτοιμάσατε τήν ὁδὸν τοῡ κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους τοῦ Θεοῦ ἡμῶν», ΠΔ)
2. (γενικά) δρόμος
αρχ.
1. δρόμος που έχει πατηθεί
2. τριβή, προστριβή («τρίβος κρηπῑδος», Αρετ.)
3. η κοιλότητα που προέρχεται από τριβή («τρίβον ἑωυτῇ πεποιημένη», Ιπποκρ.)
4. η εμπειρία που αποκτάται από την συνεχή ενασχόληση με κάτι («τρίβον λαμβάνω» — συνηθίζω σε κάποιον τόπο ή συνηθίζω ένα πράγμα, Ιπποκρ.)
5. το σημείο όπου τρίβεται ο επίδεσμος
6. σωματική άσκηση
7. χρονοτριβή, βραδύτητα («παλιμμήκη χρόνον τιθεῖσαι τριβαῖσιν κατέξαινον ἄνθος Ἀργείων», Αισχύλ.)
8. μτφ. τρόπος ζωής («ἐς πὰσαν ἀκρασίας τρίβον», Προκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβω. Ο τ. απαντά και ως αρσ., αλλά και συνηθέστερα ως θηλ., πιθ. κατά το ὁδός].
Greek Monotonic
τρίβος: [ῐ], ἡ και ὁ,
I. τετριμμένη ή πεπατημένη οδός, ατραπός, δημόσιος δρόμος, σε Ηρόδ., Ευρ.· μονοπάτι, σε Ξεν.
II. φθορά από την τριβή, σε Αισχύλ.
III. μεταφ., αναβολή, στον ίδ.