παιπάλη

From LSJ
Revision as of 05:28, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιπᾰλη Medium diacritics: παιπάλη Low diacritics: παιπάλη Capitals: ΠΑΙΠΑΛΗ
Transliteration A: paipálē Transliteration B: paipalē Transliteration C: paipali Beta Code: paipa/lh

English (LSJ)

ἡ (redupl. from πάλη (B))

   A the finest flour or meal, Ar.Nu.262; π. ἀλφίτων Apollon. ap. Gal. 12.502, v.l. in Dsc.3.39: metaph., λέγειν γενήσει . . παιπάλη, i. e. a subtle talker, Ar.Nu.260, cf. sq. and πασπάλη.

German (Pape)

[Seite 442] ἡ (vgl. πάλη), das feinste Mehl, Mehlstaub, VLL.; καταπαττόμενος γὰρ παιπάλη γενήσομαι, Ar. Nubb. 262; ἀλφίτων, Sp.; παιπάλη ἐν ἀλφίτῳ πεποιημένη, Polyaen. 4, 3, 32. Uebertr., λέγειν γενήσει τρίμμα, κρόταλον, παιπάλη, Ar. Nubb. 260, von einem abgefeimten, verschmitzten Menschen, der so sein ist wie Haarpuder.

Greek (Liddell-Scott)

παιπάλη: [ᾰ], ἡ, (κατ’ ἀναδιπλασ. ἐκ τοῦ πάλη, ἴδε πάλλω (ἐν τέλ.) τὸ λεπτότατον ἄλευρον, ἡ ἄχνη, Λατ. pollen, flos farinae (Διοσκ. 3. 41, Γαλην., πρβλ. πασπάλη), Ἀριστοφ. Νεφ. 262· καὶ μεταφορ., παιπάλη λέγειν, ἐπὶ ἀνθρώπου λαλοῦντος περὶ λεπτῶν πραγμάτων, αὐτόθι 260, πρβλ. τὸ ἑπόμ. καὶ πασπάλη. - Καθ’ Ἡσύχ: «παιπάλη· ἄλευρον λεπτόν, τὸ ἀπὸ κριθῆς, ἢ κέγχρου, ἢ τὸ τυχόν», πρβλ. Σουΐδ. κ. Φώτιον ἐν λ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 fleur de farine ; poussière très menue;
2 fig. homme très fin, insaisissable : παιπάλη λέγειν AR être une fine langue.
Étymologie: R. Παλ agiter, secouer ; saupoudrer.

Greek Monolingual

η (Α παιπάλη)
1. πολύ ψιλό αλεύρι
2. λεπτότατη σκόνη, άχνη
αρχ.
φρ. «λέγειν γενήσει τρίμμα, κρόταλον, παιπάλη» (στον Αριστοφ.) (με μτφ. σημ.) άνθρωπος που πραγματεύεται πολύ λεπτά θέματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. παιπάλη με σημ. «λεπτότατο αλεύρι, άχνη» αντιστοιχεί κατά μία άποψη με το ρ. παιπάλλω «σείω, τινάσσω» (πρβλ. πάλη [ΙΙ]: πάλλω). Η λ. επίσης με την μτφ. της σημ. «τρίμμα, σόφισμα» (πρβλ. παιπάλημα) χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει άνθρωπο πανούργο, λεπτολόγο, σοφιστή και μ' αυτήν τη σημ. έχει περάσει και στα παράγωγα παιπάλιμος, παιπαλώ, παιπαλώδης. Προβλήματα ωστόσο γεννά τόσο η σημασιολογική όσο και η ετυμολογική σχέση της λ. παιπάλη με το ομηρ. επίθ. παιπαλόεις (πρβλ. δυσπαίπαλος, παίπαλον) που οι αρχ. λεξικογράφοι απέδωσαν ως «ανώμαλος, τραχύς, βραχώδης». Με βάση τη σημ. αυτή, έχουν προταθεί διάφορες απόψεις για την ετυμολόγηση του επιθ., περισσότερο ή λιγότερο αυθαίρετες, που διαχωρίζουν το επίθ. παιπαλόεις από το ουσ. παιπάλη. Σύμφωνα με τις απόψεις αυτές, το επίθ. παιπαλόεις ανάγεται σε αμάρτυρο τ. παίπαλος με σημ. «πτυχή», που προϋποθέτει ρίζα pele- «γυρίζω», η οποία μπορεί να συνδεθεί με τη ρίζα τών επιθ. διπλόος / διπλός, απλός κ.λπ. Κατ' άλλους ο αμάρτυρος τ. παίπαλος έχει τη σημ. «οξύς, μυτερός, σχισμώδης» και συνδέεται με το ρ. πάλλω, ενώ κατ' άλλους η σημ. του τ. «σχισμή, πτυχή» προέρχεται από τη σύνδεσή του με το ρ. παιπάλλω «σείω» και προϋποθέτει την έννοια του σεισμού. Από το άλλο μέρος, όμως, η υπόθεση ότι αρχική σημ. του επιθ. παιπαλόεις είναι «σκονισμένος» (για δρόμους και μονοπάτια) επιτρέπει τη σημασιολογική και ετυμολογική σύνδεσή του με τη λ. παιπάλη. Το γεγονός, πάντως, ότι το επίθ. παιπαλόεις χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά στην ποίηση και μάλιστα στην Ομηρική δικαιολογεί ίσως τη σημασιολογική παρέκκλιση που παρουσιάζει].

Greek Monotonic

παιπάλη: [ᾰ], (αναδιπλ. από πάλη, Λατ. pollen), το πολύ αλεσμένο αλεύρι ή κριθάρι, Λατ. flos farinae, σε Αριστοφ.· μεταφ. λέγεται για πανούργους ανθρώπους, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

παιπάλη: (πᾰ) ἡ
1) мука тончайшего помола Arph.;
2) тонкая штучка, величайший искусник: λέγειν π. Arph. ловкий говорун.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιπάλη -ης, ἡ fijn meel, bloem; overdr. verfijnde, subtiele, geraffineerde prater. Aristoph. Nub. 260.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: 1. fine flour, flour dust (Ar. Nu. 262, Apollon. Med.), 2. shrewd person, crafty person (Ar. Nu. 260).
Compounds: Compp. : 1. δυσ-παίπαλος adjunct of βῆσσα (Archil.), κύματα (B.), Ὄθρυς (Nic.) a.o.; 2. δυσοδο-παίπαλα n. pl. (A. Eu. 387, reading uncertain; after sch. δυσπαράβατα καὶ τραχέα; 3. πολυ-παίπαλος, of Φοίνικες (ο 419), of αἰθήρ (Call. Fr. anon. 225).
Derivatives: Beside it several formally close, but semantically doubtful fomations. Adj. 1. παιπαλ-όεις of islands, mountains, roads (ep. Il.); 2. -ιμος artful, shrewd (Theognost., sch.); 3. -ώδης id. (EM, Suid.); 4. -εος of πιπώ woodpecker (Antim.), meaning unknown. Verbs. 1. παιπαλᾶν περισκοπεῖν, ἐρευνᾶν H., with formally παιπάλημα n. (Ar., Aeschin.) = 2. παιπάλη; prob just enlargement of it; 2. παιπάλλειν σείειν H.; 3. παιπαλώσσω τὸ παίζω καὶ τὸ παροινῶ (Theognost.). παίπαλά τε κρημνούς τε (Call. Dian. 194), prob. backformation.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The adj. παιπαλόεις, of which the orig. meaning was apparently early forgotten and which was used by the ep. poets as epith. ornans without specific meaning, is mostly explained as τραχύς, σκολιώδης', i.e. raw, steep or twisted; so δυσ-παίπαλος with dangerous παίπαλα. Starting from winding Fick KZ 44, 148 f. (agreeing Bechtel Lex. s.v.) wanted to connect a supposed root pele- wind [impossible root form], also fold; παιπαλόεις thus rich in turns or folds (cf. πολύ-πτυχος), πολυ-παίπαλος = πολύ-τροπος (in antiquity). Positing a root pele- meaning turn however, is based on a wrong analysis of πόλος, πάλιν (s. rather πέλομαι); so only the meaning fold remains (s. ἁπλόος). Similarly Worms Herm. 81, 31 n. 2: prop. geschwungen, gewunden, to πάλλω, from where zackig, sich schlangelnd, zerklüftet(?). With this interpretation of παιπαλόεις one separates παιπάλη from it and connects it as a separate word to πάλη flour (s.v.) and πόλτος etc. -- Others connect παιπαλόεις as floury, dusty (first of roads) with παιπάλη; s. Leumann Hom. Wörter 236 ff. with extensive argumentation and rich lit. He considers παιπάλη subtle talker not as metapher of παιπάλη fine flour but explains it from πολυ-παίπαλος. -- Still diff. Palmer Glotta 27, 134 ff. (by Leumann rightly rejected). The origin of παιπάλη L. sees in παιπάλλειν = σείειν ('shake' = sieve flour); also πάλη flour from πάλλω. Cf. πασπάλη. -- On the reduplication cf. Skoda, Redoublement 33 etc.