крепкий

From LSJ
Revision as of 07:37, 15 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (DvTab)

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260

Russian > Greek

ἐχυρός, πύργινος, μάργος, ἀνεμοτρεφής, βαθύς, ἔπακμος, πλήκτης, πρίνινος, λιπαρός, ἐπιτελεστικός, στομωτός, εὐεκτικός, σφενδάμνινος, ἀδινός, σῶκος, ἀλκαῖος, κάτοχος, βέβαιος, ὀχυρός, ἐρρωμένος, πηγός, βριαρός, εὐσωματώδης, εὔπηκτος, ἐΰπηκτος, ταλαύρινος, ἁδρός, ἰσχυρός, ἐρισθενής, κραταιός, νεανίας, νεηνίης, εὔτονος, ἀσταγής, ἀμαιμάκετος, ἀστεμφής, νήγρετος, ἄρρηκτος, ζωρός, ἀαγής, χλούνης, δριμύς, στιβαρός, πυκνός, ἰνώδης, αἰζηός, αἰζήϊος, σφοδρός, ἔμπεδος, κραταίπεδος, εὐρύνωτος, πραγματικός, δυνατός, ἐγκρατής, εὔρωστος, καρτερός, ῥωμαλέος, κραταιγύαλος, στερεός, στυφελός, στυφλός, στερρός, στέριφος, παχύς, ἀτενής, ἐμβριθής, εὔφορος, στιπτός, εὐσταθής, ἐϋσταθής, εὐπαγής, τετράγωνος, πλατύς, θαλερός, ἀντίτυπος