вместе

From LSJ
Revision as of 17:16, 18 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]] ;;" to "]],")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source

Russian > Greek

ὁμοῦ, μετά, συμφιλέω, σύν, ξύν, συνεκφωτίζω, ὁμαρτῆ, ὁμαρτῇ, ὑμάρτη, ἄμυδις, συνοράω, συναπεχθάνομαι, συνδιαμνημονεύω, συνεισελαύνω, συνεισέρχομαι, συνεισπλέω, συμπαρατρέφω, συμπορίζω, συνεκλεκτός, συνεπιτελέω, συνεπεύχομαι, συνεπευθύνω, συνευρίσκω, συμμισέω, συναιτιάομαι, συνεξαπατάω, συνηπεροπεύω, συμπεριτειχίζω, συνεπικουρέω, συμπεριτρέπω, συνεπιστρατεύω, συναπορρήγνυμι, συμπεριφθείρομαι, συμπαρασκευάζω, συνεξανίστημι, συναίρω, συναείρω, συμπέμπω, συναποστέλλω, συνεφάπτομαι, συνεπάπτομαι, συνέρπω, συνδιαπέτομαι, συνεξανθέω, συγκατακαίω, συγκατακάω, συνδιανεύω, συνεξανύτω, συσσῴζω, συντλάω, συνεπικοσμέω, συναποθνῄσκω, συνεπιταχύνω, συνάπειμι, συναισθάνομαι, συντελέω, παραδαρθάνω, σύναμα, συνάμα, συνεσκευασμένως, ξυνά, συνεπιχειρέω, συγκαίω, συγκάω, συμπαίω, σύνοιδα, συσπουδάζω, συνυποκρίνομαι, μίγδα, ὁμοθυμαδόν, συμπέτομαι, παρακλίνω, παρκλίνω, ὁμῶς, ὁμαλῶς, συγκαθέζομαι, πάρεδρος, κοινῶς, σύμμιγα, κοινά, κοινῇ, ἴκταρ, συνεπιτίθημι