στρατηγέω

From LSJ
Revision as of 19:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτηγέω Medium diacritics: στρατηγέω Low diacritics: στρατηγέω Capitals: ΣΤΡΑΤΗΓΕΩ
Transliteration A: stratēgéō Transliteration B: stratēgeō Transliteration C: stratigeo Beta Code: strathge/w

English (LSJ)

Dor. στρᾰτᾱγέω SIG 421.16 (Thermum, iii B.C.), etc.; Aeol. στροτᾱγέω IGRom.4.1243 (Thyatira), but στρατ- in the duplicate, IG12(2).243.3 (Mytil.):—

   A to be general, Hdt.5.28, E.Heracl.391; esp. at Athens (v. στρατηγός 11), Ar.Eq. 288, Nu.586, Th.1.57, etc.; προγόνων εἶναι τῶν ἐστρατηγηκότων Aeschin.1.27, cf. D.34.50; καὶ πολιτεύεσθαι καὶ σ. Isoc.5.140; σ. ἀπὸ μεγάλων (sc. τιμημάτων) they are eligible as general beginning from a high property-qualification, Arist.Pol.1282a31: in Egypt, hold the office of στρατηγός, BGU1297.4 (iii B.C.), PEnteux.8.10 (iii B.C.), etc.: at Rome, to be consul, Plb.2.21.7, 3.114.6; more freq., to be praetor, Plu.Ant.6; στρατηγῶν καὶ ὑπατεύων Id.Cat.Ma.4, cf. Arr.Epict.4.1.149.    b c. gen., to be general of an army, τῶν Λυδῶν, Ἐρετριέων, etc., Hdt.1.34, 5.102, etc.; freq. in Att., Th.1.29, D.20.82, etc.; also σ. τῆς Σάμου Plu.Per.26; πολέμου D.H.3.22 (v.l. -ον) ; ποῦ σὺ στρατηγεῖς τοῦδε; S.Aj.1100.    c c. dat., ἐστρατήγησε Λακεδαιμονίοισι ἐς Θεσσαλίην Hdt.6.72, cf. A.Eu.25, E.Tr.926, Andr.324, Lys.13.62; but σ. Ξέρξῃ to be general of his army, Paus. 9.1.3.    d folld. by a Prep., σ. ἐπὶ Δηλίῳ And.4.13; ἐν Τροίᾳ S.El.1; ἐς Θεσσαλίην Hdt. (v. supr. c); σ. ὑπὲρ τῆς Ἀσίας serve as general on the side of Asia, Isoc.4.154.    e c. inf., manoeuvre so as . ., μάχην θέσθαι Plu.Pyrrh.21, cf. Crass.25, etc.    f c. acc. cogn., σ. στρατηγίας And 1.147, Dinsmoor Archons of Athens 7; ναυμαχίαν, πόλεμον, D.13.21, 49.25: with neut. Adj., do a thing as general, τοῦτο X.An.7.6.40; πάντα ὑπὲρ Φιλίππου carry on the whole war in Philip's favour, D.3.6; τοιαῦτα σ. manage matters so in his command, Hdt.9.107; εἰ μὲν ἄλλο τι καλῶς ἐστρ. X.HG6.5.51 —Pass., τὰ στρατηγούμενα D.4.25,47.    g Pass., to be commanded by a general, ἡ πόλις . . ὑπὸ ὑμῶν . . στρατηγεῖται Pl.Ion 541c; στρατιὰ ὑπό τινων στρατηγουμένη Isoc.4.185; δυοῖν . . στρατηγεῖται φυγή E.Heracl.39; στρατηγηθῆναι serve under a στρατηγός, Arist. Pol.1277b11; to be governed as a province, App.Mith.105.    2 metaph., ἡ τύχη ἐστρ. X.An.2.2.13, cf. 3.2.27; ἐστρ. ἡ σιωπὴ τὸν ἀγῶνα Plu.2.506e.    II c. acc. pers., out-general, D.4.41 (Pass.), Plb.3.71.1, 9.25.6, LXX 2 Ma.14.31 (Pass.), cf. D.H.5.29 codd.: metaph. of Homer, δημαγωγῶν καὶ στρατηγῶν τὰ πλήθη Str.1.2.9; in Med., of Pythagoras, Socr.Ep.28 (τερατευσαμένῳ Hercher).    2 c. acc. rei, τῷ σχήματι τοῦ προσώπου στρατηγεῖν τὴν τοῦ πλήθους εὐθυμίαν (of a general) Onos.13.3.

German (Pape)

[Seite 951] intr., Heerführer, Feldherr sein; τινί, ἐξ οὗτε Βάκχαις ἐστρατήγησεν θεός, Aesch. Eum. 25; Soph. Ai. 1079 El. 1; Φρυξί, Eur. Troad. 926, u. öfter; auch pass., δυοῖν γερόντοιν στρατηγεῖται φυγή, Heracl. 39, wie Plat. ἡ ἡμετέρα πόλις ἄρχεται ὑπὸ ὑμῶν καὶ στρατηγεῖται, Ion 541 c; absolut, Ar. Equ. 288 Ran. 1194; τινός, Her. 1, 211. 7, 82. 161; Xen. στρατηγίαν, An. 1, 3, 15; c. dat., ἐστρατήγησε Λακεδαιμονίοισι ἐς Θεσσαλίην, Her. 6, 72; übertr., ἡ τύχη ἐστρατήγησε κάλλιον, Xen. An. 2, 2, 13; ἵνα μὴ τὰ ζεύγη ἡμῶν στρατηγῇ, 3, 2, 27; Plut. de garrul. 9. Auch δοκεῖ δέ μοι τοῦτο ὑμᾶς πρῶτον ἡμῶν στρατηγῆσαι, τὸν μισθὸν ἀναπρᾶξαι, daß ihr euch darin zuerst als unsere Heerführer zeigt, daß ihr uns den Lohn erwirkt, Xen. An. 7, 6, 40; πάντα ἐστρατηγηκότες ἔσεσθε ὑπὲρ τοῦ Φιλίππου, Dem. 3, 6; u. pass., στρατηγεῖσθε ὑπ' ἐκείνου, 4, 41. – Bei. Sp. = eine Kriegslist brauchen, Plut. Pyrrh. 21 u. sonst; im Kriege durch eine List besiegen, überlisten, Pol. 3. 71, 1; vgl. μᾶλλον ἑαυτοὺς ἢ τοὺς πολεμίους στρατηγεῖν, 9, 25, 6; D. Hal. 5, 29.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτηγέω: Αἰολ. στροταγέω, Συλλ. Ἐπιγρ. 2189. Εἶμαι στρατηγός, Ἡρόδ. 5. 27, Εὐρ. Ἡρακλ. 391· - μάλιστα ἐν Ἀθήναις (ἴδε στρατηγός ΙΙ), Ἀριστοφ. Ἱππ. 288, Νεφ. 586, Θουκ. 1. 57, κτλ.· προγόνων τῶν ἐστρατηγηκότων υἱὸς Αἰσχίν. 4. 38, πρβλ. Δημ. 922. 7· καὶ πολιτεύεσθαι καὶ στρατηγεῖν Ἰσοκρ. 110D· στρ. ἀπὸ μεγάλων τιμημάτων, ἐκλέγομαι στρατηγὸς κατὰ τὸ ποσὸν τῆς περιουσίας μου, Ἀριστ. Πολ. 3. 11, 16· - οὕτως ἐν Ρώμῃ, εἶμαι ὕπατος, Πολύβ. 2. 21, 7, κτλ.· ἢ (συνηθέστερον) εἶμαι praetor, Πλουτ. Ἀντ. 6· στρατηγῶν καὶ ὑπατεύων ὁ αὐτ. ἐν Κάτωνι Πρεσβυτ. 4, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1, 149. β) μετὰ γενικ., εἶμαι ἀρχηγὸς στρατεύματός τινος, τῶν Λυδῶν, Ἐρετριέων, κτλ., Ἡρόδ. 1. 34., 5. 102., 7. 82, 161· συχνάκις οὕτω παρ’ Ἀττικ., ὡς Θουκ. 1. 29, Ξεν., κλπ.· οὕτω, στρ. Σάμου Πλουτ. Περικλ. 26· πολέμου Διον. Ἁλ. 3. 22 (διάφ. γραφ. -ον). γ) ὡσαύτως τὸ ἡγεῖσθαι, μετὰ δοτ., ἐστρατήισε Λακεδαιμονίοισι ‘ς Θεσσαλίην Ἡρόδ. 6.72, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 25, Εὐρ. Τρῳ. 926, Ἀνδρ. 324, Λυσ. 135. 29· ἀλλά, στρ. Ξέρξῃ, εἶμαι ἀρχηγὸς τοῦ στρατοῦ τοῦ Ξέρξου, Παυσ. 9. 1, 2. δ) μετ’ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, στρ. ἐπὶ τόπῳ Ἀνδοκ. 30. 39· ἐν Τροίᾳ Σοφ. Ἠλ. 1· ἐς Θεσσαλίην Ἡρόδ. 6. 72· στρ. ὑπέρ τινων, ὑπηρετῶ ὡς στρατηγὸς ἀντί τινος, κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν αὐτοῦ, Δημ. 482. 14, Ἰσοκρ. 73Α. ε) μετ’ ἀπαρ., ἐνεργῶ, διευθύνω ὡς στρατηγός, ἐνεργῶ οὕτως ὥστε …, μάχην θέσθαι Πλουτ. Πύρρ. 21, πρβλ. Κράσσ. 25, κτλ. Ι. μετὰ συστοίχου αἰτ., στρ. στρατηγίας Ἀνδοκ. 19. 11· ναυμαχίαν, πόλεμον Δημ. 172. 15., 1191. 21· - ἀλλ’ ὡσαύτως μετ’ οὐδετ. ἐπιθ., πράττω τι ὡς στρατηγός, τοῦτο Ξεν. Ἀν. 7. 6, 40· πάντα στρ. ὑπὲρ Φιλίππου, διοικῶ, διευθύνω ὅλον τὸν πόλεμον πρὸς τὸ συμφέρον τοῦ Φιλίππου, Δημ. 30. 13· τοιαῦτα στρ., οὕτω διευθύνω τὰ πράγματα ὡς στρατηγός, Ἡρόδ. 9. 106· εἰ μὲν ἄλλο τι καλῶς ἐστρ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 51· ἐντεῦθεν ἐνίοτε ἐν τῷ παθητ., ἡ πόλις ... ὑπὸ ὑμῶν ... στρατηγεῖται Πλάτ. Ἴων 541C, πρβλ. Δημ. 52. 2· στρατιὰ στρατηγουμένη ὑπό τινος Ἰσοκρ. 79Ε· δυοῖν στρατηγεῖται φυγὴ Εὐρ. Ἡρακλ. 39· τὰ στρατηγούμενα Δημ. 47. 5· στρατηγηθῆναι, ὑπηρετῆσαι ὑπὸ στρατηγόν, Πολύβ. 3. 4, 14. 2) μεταφορ., ἡ τύχη ἐστρ. Ξεν. Ἀν. 2. 2, 13, πρβλ. 3. 2, 27· ποῦ σὺ στρατηγεῖς τοῦδε; Σοφ. Αἴ. 1100· ἐστρ. ἡ σιωπὴ τὸν ἀγῶνα Πλούτ. 2. 506Ε. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσώπ., ὑπερβαίνω τινὰ εἰς στρατηγικὴν δεινότητα, στρατηγικῶς ὑπερβάλλω, νικῶ, Σωκρ. Ἐπιστ. 28 (ἐν τῷ παθ.,), Πολύβ. 9. 25, 6 (μετὰ διαφ. γραφ. κατα-στρατηγέω), πρβλ. Διον. Ἁλ. 5. 29· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ Ὁμήρου, δημαγωγῶν καὶ στρατηγῶν τὰ πλήθη Στράβ. 20.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. commander une armée, être général ; à Rome être préteur ou consul;
II. p. suite :
1 diriger comme général : στρατηγίαν une expédition ; πόλεμον DÉM ou πολέμου une guerre ; abs. στρατηγεῖν diriger une expédition ; avec un rég. de pers. commander à, dat. ou gén. ; qqf avec le dat. : commander à la place de qqn, au service de qqn ; στρ. ὑπέρ τινος m. sign. ou en faveur de qqn ; ἐς Θεσσαλίην HDT contre la Thessalie ; Pass. στρατηγεῖσθαι ὑπό τινος être dirigé par qqn ; τὰ στρατηγούμενα DÉM les actes d’un chef d’armée;
2 employer une ruse de guerre, user de stratagème, avec l’inf. : στρ. δι’ ὁμαλοῦ τὴν μάχην θέσθαι PLUT manœuvrer pour porter le combat sur un terrain uni;
Moy. στρατηγέομαι-οῦμαι (ao. inf. στρατηγήσασθαι) user de stratagème à l’égard de qqn, tromper qqn.
Étymologie: στρατηγός.

Greek Monotonic

στρᾰτηγέω: μέλ. -ήσω (στρατηγός
1. είμαι στρατηγός, φέρω το αξίωμα του στρατηγού, σε Ηρόδ., Αττ.· με γεν., είμαι αρχηγός του στρατεύματος, σε Ηρόδ., Αττ.· διευθύνω, οδηγώ το στράτευμα ως στρατηγός, διοικώ στρατό, με δοτ. ἐστρατήγησε Λακεδαιμονίοισι, σε Ηρόδ.· με σύστ. αντ., στρατηγέω πόλεμον, διευθύνω τον πόλεμο, σε Δημ.· με ουδ. επίθ., ενεργώ ως στρατηγός, τοῦτο, σε Ξεν.· πάντα, σε Δημ. — Παθ., καθοδηγούμαι, σε Πλάτ., Δημ.
2. μεταφ. ποῦ σὺ στρατηγεῖς τοῦδε; πώς ισχυρίζεσαι ότι καθοδηγείς, κυβερνάς, έχεις στις διαταγές σου αυτόν τον άνθρωπο; σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρατηγέω [στρατηγός] commandant zijn, legeraanvoerder zijn: intrans..; τοσαῦτα ἐξεργάσατο στρατηγήσας al die dingen deed hij als legeraanvoerder Hdt. 5.28; met gen. of dat.:; τῶν Λυδῶν van de Lydiërs Hdt. 1.34.3; Λακεδαιμονίοισι van de Spartanen Hdt. 6.72.1; in Rome: praetor zijn. Plut. CMa 4.4. alg. leiden, aanvoeren; pass. aangevoerd worden (door), onder het commando staan (van):. δυοῖν γερόντοιν στρατηγεῖται φυγή de leiding van de vlucht ligt bij twee oude mensen Eur. Hcld. 39; ἡ... πόλις ὑπὸ ὑμῶν... στρατηγεῖται de stad staat onder jullie commando Plat. Ion 541c; στρατηγεῖσθ ’ ὑπ ’ ἐκείνου jullie staan onder zijn leiding Dem. 4.41. (als legeraanvoerder) uitvoeren; met acc. v. h. inw. obj.:; σ. στρατηγίας het ambt van legeraanvoerder bekleden And. 1.147; τὸν τὴν ἐν Σαλαμῖνι ναυμαχίαν στρατηγοῦντα degene die de leiding had over de zeeslag bij Salamis Dem. 13.21; met ὑπέρ + gen. ten behoeve van iem.; pass. subst.. τὰ στρατηγούμενα de krijgsverrichtingen Dem. 4.25. manoeuvreren om, erop zinnen (om te), met inf.: σ. δι ’ ὁμαλοῦ τὴν μάχην θέσθαι erop aansturen om de strijd te laten plaatsvinden op vlak terrein Plut. Pyrrh. 21.8.

Russian (Dvoretsky)

στρᾰτηγέω:
1) быть стратегом, занимать пост главнокомандующего Her.: σ. ἐπίστασθαι καλῶς Eur. хорошо справляться с обязанностями стратега; πατρὸς ἐστρατηγηκότος εἶναι Dem. быть сыном бывшего стратега;
2) (в Риме) быть консулом или претором: σ. καὶ ὑπατεύειν Plut. быть претором и консулом;
3) вести в качестве главнокомандующего войну, командовать: σ. τινος Xen. и τινι Her. командовать кем-л.; τοῦ σύμπαντος στρατοῦ τοῦ πεζοῦ Her. командовать всей пехотой; στρατηγῶν τῆς Σάμου Plut. командуя всеми вооруженными силами Самоса; ὁ στρατηγήσας ἐν Τροίᾳ Ἀγαμέμνων Soph. Агамемнон, командовавший всеми (ахейскими) силами под Троей; ὑπέρ τινος σ. Isocr., Dem. вести войну от чьего-л. лица (ср. 4);
4) руководить (в качестве главнокомандующего), (о войне) вести (ναυμαχίαν, πόλεμον Dem.): πάντα σ. ὑπέρ τινος Dem. вести всю войну в чью-л. пользу; τὰ στρατηγούμενα Dem. действия (распоряжения) главнокомандующего; στρατηγεῖσθαι ὑπό τινος Plat., Dem., Polyb. служить или воевать под чьим-л. командованием;
5) руководить, управлять, распоряжаться, вести: ἡ τύχη ἐστρατήγησε κάλλιον Xen. судьба устроила лучше (чем предполагали); ἵνα μὴ τὰ ζεύγη ἡμῶν στρατηγῇ Xen. чтобы нам не быть в зависимости от обоза; δυοῖν γερόντοιν στρατηγεῖται φυγή Eur. (эту) группу изгнанников ведут два старца;
6) маневрировать, прибегать к военной хитрости: στρατηγῶν λαβεῖν τινα ἀπωτάτω τινός Plut. хитростью отвлечь кого-л. подальше от кого-л.;
7) перехитрять, обманывать (τοὺς ὑπεναντίους Polyb.).

Middle Liddell

στρατηγός
1. to be general, Hdt., attic:—c. gen. to be general of an army, Hdt., attic:—to lead as general, c. dat., ἐστρατήγησε Λακεδαιμονίοισι Hdt.; c. acc. cogn., στρ. πόλεμον to conduct war, Dem.: with neut. adj., to do a thing as general, τοῦτο Xen.; πάντα Dem.:—Pass. to be conducted, Plat., Dem.
2. metaph., ποῦ σὺ στρατηγεῖς τοῦδε; how claim'st thou to command this man? Soph.