κακοδαίμων

From LSJ
Revision as of 15:53, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοδαίμων Medium diacritics: κακοδαίμων Low diacritics: κακοδαίμων Capitals: ΚΑΚΟΔΑΙΜΩΝ
Transliteration A: kakodaímōn Transliteration B: kakodaimōn Transliteration C: kakodaimon Beta Code: kakodai/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A possessed by an evil genius, Antipho 5.43; ὁ κ. Σωκράτης Ar.Nu.104; ill-starred, E.Hipp.1362 (anap.), Max.Tyr.36.4: freq. in Com., ὦ κακόδαιμον poor devil! Ar.Pl.386; οἴμοι κακοδαίμων Pherecr.117, etc.; -ονος ἔπαρμα Phld.Mort.31: Comp.-έστερος Luc.Lex.25: Sup., Id.Deor.Conc.7. Adv.-μόνως Id.Vit.Auct.7.    II evil genius, τοῦ δαίμονος δέδοιχ' ὅπως μὴ τεύξομαι κακοδαίμονος Ar.Eq.112, cf. Arr.Epict.4.4.38.

German (Pape)

[Seite 1299] ονος, einen bösen Dämon habend, unglücklich, unselig, im Ggstz von εὐδαίμων; Eur. Hipp. 1362; Ar. Ach. 105 u. öfter; Plat. Conv. 173 d; Men. 78 a; Folgde; – ὁ κακοδαίμων δαίμων, der böse Dämon, Ar. Equ. 113.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοδαίμων: ὁ, ἡ, κακόδαιμον, τό, γεν. ονος, κατεχόμενος ὑπὸ κακοῦ δαίμονος, Ἀντιφῶν 134. 23· ὁ κ. Σωκράτης Ἀριστοφ. Νεφ. 104· ἀτυχής, δυστυχής, κακότυχος, Εὐρ. Ἱππ. 1362· συχνὸν παρὰ τοῖς κωμικοῖς, ὦ κακόδαιμον, ὦ ἄθλιε, κακότυχε, Ἀριστοφ. Πλ. 386· οἴμοι κακοδαίμων ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 105· - ὡσαύτως ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ὡς τὸ τλήμων ἐν Σοφ. Ο. Τ. 1175, ἔνθα ἴδε Erf. - Συγκρ. -έστερος Λουκ. Λεξιφ. 25· - Ἐπίρρ. -μόνως Λουκ. Βίων Πρᾶσις 7. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ κακὸς δαίμων, πονηρὸν πνεῦμα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 112, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 4, 38. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154, 157.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 possédé d’un mauvais génie ; malheureux, dément;
2 qui est un mauvais génie, funeste;
Cp. κακοδαιμονέστερος.
Étymologie: κακός, δαίμων.

Spanish

demon malo

Greek Monolingual

-ον (AM κακοδαίμων, κακόδαιμον)
αυτός που έχει κακή τύχη, δυστυχής

Greek Monotonic

κᾰκοδαίμων: -ον, γεν. -ονος,
I. αυτός που έχει καταληφθεί από κακό δαίμονα, κακότυχος, ατυχής, δυστυχής, σε Ευρ., Αριστοφ.· επίρρ. -μόνως, σε Λουκ.
II. ως ουσ., κακός δαίμονας, πονηρό πνεύμα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοδαίμων: 2, gen. ονος
1) одержимый злой силой, безумный, сумасшедший (ὁ κ. Σωκράτης Arph.);
2) несчастный, злополучный (Ἱππόλυτος Eur.; βίος Plut.): ὦ κακόδαιμον! Arph. ах ты, бедняга! или о, жалкий глупец!;
3) приносящий несчастье: ὁ κ. δαίμων Arph. злой демон.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοδαίμων -ον, gen. -ονος [κακός, δαίμων] comp. -έστερος; superl. -έστατος, bezeten van een slechte geest, ongelukkig;; ὦ κακόδαιμον ongeluksvogel! Aristoph. Pl. 386; subst. kwade geest; adv. κακοδαιμόνως ongelukkigerwijs.

Middle Liddell


I. possessed by an evil genius, ill-fated, ill-starred, miserable, Eur., Ar.:—adv. -μόνως, Luc.
II. as Subst. an evil genius, Ar.