παρακαταθήκη

From LSJ
Revision as of 15:05, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακαταθήκη Medium diacritics: παρακαταθήκη Low diacritics: παρακαταθήκη Capitals: ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ
Transliteration A: parakatathḗkē Transliteration B: parakatathēkē Transliteration C: parakatathiki Beta Code: parakataqh/kh

English (LSJ)

ἡ,

   A deposit of money or property entrusted to one's care, Hdt.5.92.ή; αἱ τῶν χρημάτων π. Isoc.1.22; π. Ἀθηναίας, i.e. deposited in her temple, IG22.1407.42; π. ἔχειν ib.12.116.16, Th.2.72, cf. Anaxandr.55.1; π. χρυσίου ἢ ἀργυρίου δεξάμενος Pl.R.442e; π. καταθέσθαι παρά τινι Lys.32.16, cf. 5; ἀποδιδόναι to restore it, Arist. EN1135b7; ἀποστερῆσαι to withhold it, Id.Rh.1383b21; ἐν π. δοθῆναι, ἔχειν, Plb.5.74.5, Mitteis Chr.372 vi 19 (ii A. D.); αἱ π. τῆς τραπέζης banking deposits, D.36.6: metaph., ταῦτ' (sc. τοὺς νόμους) ἔχεθ'… παρὰ τῶν ἄλλων ὡσπερεὶ π. Id.21.177; οἱ τὴν τῶν νόμων π. ἔχοντες Aeschin.1.187.    2 of persons entrusted to guardians, ward, Ἀπόλλωνα παρὰ Ἴσιος π. δεξαμένη Hdt.2.156; of children, D.28.15; of persons under the protection of the state, sacred trust, Din.1.9. (Cf. παρκαθήκα.)

German (Pape)

[Seite 481] ἡ, das bei Einem Niedergelegte, bes. das ihm anvertraute Geld, δόμα μετὰ πίστεως, Plat. defin. 415 d, u. ἐνέχυρον in VLL. erklärt; übh. das Anvertrau'te; λαμβάνειν, δέξασθαι, Her. 2, 156. 6, 86; ἔχειν, Thuc. 2, 72; χρυσίου δεξάμενος, Plat. Rep. IV, 442 e; oft bei Rednern, Lys. 8, 17. 32, 5; Isocr. 1, 22; Din. 1, 9; εὔορκος, Dem. 25, 11; οἱ τὴν τῶν νόμων ἔχοντες παρακαταθήκην, Aesch. 1, 187; Arist. eth. 5, 8 u. oft; δοθείσης ἐν παρακαταθήκῃ τῆς Λαοδίκης, Pol. 5, 74, 5. – Auch = παρακαταβολή, Lob. Phryn. 313.

Greek (Liddell-Scott)

παρακαταθήκη: ἡ, κατάθεσις χρημάτων ἢ περιουσίας εἰς χεῖράς τινος ἢ παράδοσις αὐτῶν εἰς τὴν φροντίδα τινός, Λατιν. fideicommissum, Ἡρόδ. 5. 92, 7· π. ἔχειν Θουκ. 2. 72, Αἰσχίν., κτλ.· δέχεσθαι Πλάτ. Πολ. 442Ε · π. καταθέσθαι παρά τινι Λυσ. 903.8, πρβλ. 894 ἐν τέλ.· ἀποδιδόναι Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 5. 8, 4· ἀποστερῆσαι ὁ αὐτ. ἐν Ρητορ. 2. 6, 3· ἐν παρακαταθήκῃ δοθῆναι Πολύβ. 5. 74, 5· π. τῆς τραπέζης, χρήματα κατατεθειμένα ἐν τραπέζῃ, Δημ. 946. 1· - ταῦτ’ (ἐξυπακ. τοὺς νόμους) ἔχεθ’ ... παρὰ τῶν ἄλλων ὡσπερεὶ παρακαταθήκην ὁ αὐτ. 57. 7· οἱ τὴν τῶν νόμων π. ἔχοντες Αἰσχίν. 26. 33· π. τῶν χρημάτων Ἰσοκρ. 6D· χρυσίου ἢ ἀργυρίου Πλάτ. Πολ. 442Ε· π. Ἀθηνᾷ, χρήματα κατατεθειμένα ἐν τῷ ναῷ αὐτῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 151. 41, ὅρα Böckh εἰς 154. 2) ἐπὶ προσώπων παραδεδομένων εἰς τὴν φροντίδα ἐπιτρόπων, Ἀπόλλωνα παρὰ Ἴσιος π. δεξαμένη Ἡρόδ. 2. 156· ἐπὶ τέκνων, Δημ. 480. 11· ἐπὶ προσώπων διατελούντων ὑπὸ τὴν προστασίαν τῆς πολιτείας, ἱερὰ καὶ ἀπαραβίαστα πρόσωπα, Δείναρχ. 91. 15. - Πρβλ. παραθήκη, καὶ ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 313.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
dépôt confié à qqn ; particul. argent ou bien confié à la garde de qqn, argent déposé dans une banque.
Étymologie: παρά, καταθήκη.

Spanish

práctica

English (Strong)

from a compound of παρά and κατατίθημι; something put down alongside, i.e. a deposit (sacred trust): that (thing) which is committed (un-)to (trust).

English (Thayer)

παρακαταθήκης, ἡ, (παρακατατίθημι), a deposit, a trust: so in elz 1633 in Herodotus, Thucydides, Xenophon, Aristotle, eth. Nic. 5,8, 5, p. 1135,{b} 4; Polybius, Diodorus 15,76; Josephus, Antiquities 4,8, 38; Aelian v. h. 4,1); see παραθήκη above.

Greek Monolingual

η, ΝΑ παρακατατίθημι
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παρακαταθέτω
2. αυτό που παρακατατίθεται σε κάποιον για φύλαξη, ιδίως χρηματικό ποσό ή πολύτιμο πράγμα
3. μτφ. κανόνας που έθεσε σοφό ή ιερό πρόσωπο, νόμος, συμβουλή, σκέψη που πρέπει να διαφυλαχθεί ως κάτι πολύτιμο και προς το οποίο επιβάλλεται πλήρης συμμόρφωση (α. «ιερή παρακαταθήκη» — ό,τι διατηρείται και φυλάσσεται ως πολύτιμη κληρονομιά τών προγόνων, όπως είναι η γλώσσα, η θρησκεία, τα ήθη και τα έθιμα
β. «φυλάττειν ὑμᾱς τοὺς νόμους, τὸν ὅρκον
ταῡτ' ἔχεθ' ὑμεῑς οἱ δικάζοντες... ὡσπερεὶ παρακαταθήκην», Δημοσθ.)
νεοελλ.
1. περίσσευμα προϊόντων που φυλάσσεται προκειμένου να χρησιμοποιηθεί σε έκτακτες περιστάσεις, απόθεμαπαρακαταθήκη τροφίμων χρημάτων κ.λπ.»)
2. φρ. «Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων» — νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που υπάγεται στην αρμοδιότητα του υπουργείου Οικονομικών και αποτελεί πιστωτικό οργανισμό εξυπηρετήσεως του δημόσιου και κοινωνικού συμφέροντος με σκοπό τη φύλαξη παρακαταθηκών και την παροχή δανείων σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου φιλανθρωπικά ή κοινωφελή ιδρύματα, σε δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους, καθώς και σε επιχειρήσεις
αρχ.
1. πρόσωπο που παραδιδόταν στη φροντίδα επιτρόπου ή επιτρόπων
2. πρόσωπο ιερό που βρίσκονταν υπό την προστασία της πολιτείας.

Greek Monotonic

παρακαταθήκη: ἡ,
1. καταβολή χρημάτων στη φύλαξη κάποιου, Λατ. fideicommissum, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
2. λέγεται για ανθρώπους, αυτοί οι οποίοι φρουρούνται από φύλακες, Ἀπόλλωνα παρακαταθήκη δεξαμένη, σε Ηρόδ.· λέγεται για παιδιά, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρακαταθήκη -ης, ἡ [παρακατατίθημι] deposito, onderpand:; ἕξομεν παρακαταθήκην ἐργαζόμενοι wij zullen het in onderpand houden en bewerken Thuc. 2.72.3; παρακαταθήκην χρυσίου ἢ ἀργυρίου δεξάμενος na een deposito van goud of zilver ontvangen te hebben Plat. Resp. 442e; overdr.: Ἀπόλλωνα παρὰ Ἴσιος παρακαταθήκην δεξαμένη toen zij Apollo van Isis in bewaring had gekregen Hdt. 2.156.4.

Russian (Dvoretsky)

παρακαταθήκη:
1) сданная на хранение ценность (παρακαταθήκην καταθέσθαι παρά τινι Lys. и ἀποδιδόναι τινί Sext.): χρυσίου π. Plat. сданное на хранение золото; π. τῆς τραπέζης Dem. банковский вклад;
2) вверенное (чьему-л.) попечению: τινὰ παρακαταθήκην δέχεσθαι Her. принять попечение над кем-л.; οἱ τὴν τῶν νόμων παρακαταθήκην ἔχοντες Aeschin. те, кому вверено попечение о законах.

Middle Liddell

παρα-καταθήκη, ἡ,
1. a deposit entrusted to one's care, Lat. fidei commissum, Hdt., Thuc., etc.
2. of persons entrusted to guardians, Ἀπόλλωνα παρακαταθήκην δεξαμένη Hdt.; of children, Dem.

Chinese

原文音譯:parakataq»kh 爬拉-卡他-帖咳
詞類次數:名詞(2)
原文字根:在旁-向下-安放
字義溯源:託付,交託,交保;由(παρά)*=旁)與(κατατίθημι)=安放)組成;而 (κατατίθημι)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下)與(τίθημι)*=設立,安放)組成。註:和合本以 (παραθήκη)代替 (παρακαταθήκη
出現次數:總共(2);提前(1);提後(1)
譯字彙編
1) 所交託的(1) 提後1:14;
2) 所託付的(1) 提前6:20

English (Woodhouse)

at a bank, something committed to one

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)