καταχθόνιος

From LSJ
Revision as of 08:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχθόνιος Medium diacritics: καταχθόνιος Low diacritics: καταχθόνιος Capitals: ΚΑΤΑΧΘΟΝΙΟΣ
Transliteration A: katachthónios Transliteration B: katachthonios Transliteration C: katachthonios Beta Code: kataxqo/nios

English (LSJ)

ον, also η, ον A.R.4.1413:—   A subterranean, Ζεὺς καταχθόνιος, i.e. Pluto, Il.9.457 (but Ζεὺς κ., = Veiouis, D.H.2.10); of Pluto, Demeter, Persephone, and the Erinyes, IG3.1423; δαίμονες κ. Hierocl.in CAIp.419 M.; = Lat. Di Manes, AP7.333; κ.θεοί, = Lat. Di Manes, freq. in sepulchral Inscrr., IG14.1660, al.

Greek (Liddell-Scott)

καταχθόνιος: -ον, καὶ α, ον, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1413·- ὑπόγειος (ἀντίθετ, τῷ ἐπιχθόνιος, ὡς κατάγαιος ἀντίθετ. τῷ ἐπίγαιος), Ζεὺς καταχθόνιος, ὁ Πλούτων (ὁ καταχθονίοισιν ἀνάσσων), Ἰλ. Ι. 457· ἐπὶ τοῦ Πλούτωνος, τῆς Δήμητρος, τῆς Περσεφόνης καὶ τῶν Ἐρινύων, Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 916· δαίμονες κ., Λατιν. Dii Manes, Ἀνθ. Π. 7. 333· κ. θεοὶ Διον. Ἁλ. 2. 10· λίαν συχνὸν ἐν ἐπιτυμβίοις ἐπιγραφαῖς, Συλλ. Ἐπιγρ. Πίν. ΙΙΙ. σ. 24· ἐπουρανίων, ἐπιγείων καὶ καταχθονίων Ἐπιστ. π. Φιλιπ. β΄, 10.

French (Bailly abrégé)

ος, poét. ion. η, ον :
souterrain.
Étymologie: κατά, χθών.

English (Autenrieth)

subterranean, nether, Ζεύς (= Hades), Il. 9.457†.

Spanish

subterráneo, infernal, seres del mundo subterráneo

English (Strong)

from κατά and chthon (the ground); subterranean, i.e. infernal (belonging to the world of departed spirits): under the earth.

English (Thayer)

καταχτονιον (κατά (see κατά, III:3), χθών (the earth)), subterranean, Vulg. infernus: plural, of those who dwell in the world below, i. e. departed souls (cf. Winer s Grammar, § 34,2; but others make the adjective a neuter used indefinitely; see Lightfoot, in the place cited), Homer, Dionysius Halicarnassus, Anthol., etc., Inscriptions)

Greek Monolingual

-α, -ο (AM καταχθόνιος, -ον)
αυτός που ζει ή υπάρχει κάτω από τη γη, υπόγειος
νεοελλ.
1. μτφ. αυτός που ενεργεί κρυφά για να επιτύχει κάτι, σκοτεινός, κακόβουλος, ύπουλος, ραδιούργοςκαταχθόνιος άνθρωπος»)
2. βλαπτικός, επιζήμιος, καταστρεπτικός
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι καταχθόνιοι
(στην Επτάνησο την εποχή της αγγλοκρατίας) αυτοί που ανήκαν στο κόμμα τών αγγλοφίλων, σε αντιδ. με τους φιλελευθέρους, που αγωνίζονταν υπέρ της ενώσεως της Επτανήσου με την Ελλάδα
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καταχθόνια
τα έγκατα της γης
μσν.
1. το αρσ. ως ουσ.καταχθόνιος
ο βρικόλακας
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ καταχθόνια
ο κάτω κόσμος, ο Αδης
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ καταχθόνιοι
οι νεκροί
2. φρ. α) «Ζεὺς καταχθόνιος» — ο Πλούτων
β) «καταχθόνιοι θεοί» — ο Πλούτων, η Εκάτη, η Δήμητρα, η Περσεφόνη, οι Ερινύες κ.ά.
επίρρ...
καταχθόνια και καταχθονίως
με καταχθόνιο τρόπο, ύπουλα, δόλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατὰ χθονός].

Greek Monotonic

καταχθόνιος: -ον, υπόγειος, Ζεὺς καταχθόνιος, δηλ. ο Πλούτωνας, σε Ομήρ. Ιλ.· δαίμονες κ., Λατ. Dii Manes, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καταχθόνιος: и 3
1) подземный: Ζεὺς κ. Hom. = Ἀΐδης;
2) преисподний (πᾶν γόνυ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταχθόνιος -ον [κατά, χθών] onderaards.

Middle Liddell

κατα-χθόνιος, ον
subterranean, Ζεὺς καταχθόνιος, i. e. Pluto, Il.; δαίμονες κ. Dii Manes, Anth.

Chinese

原文音譯:katacqÒnioj 卡他-赫拖你哦士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:向下-地層
字義溯源:地底下的,地下的;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἐχθές / χθές)X*=地,底)組成。這字在古典希臘文中,是用來描寫諸神和陰間鬼魔的
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編
1) 地底下的(1) 腓2:10