σίαλος
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, A fat hog, Il.21.363, Od.2.300, 20.163, Q.S.11.170; also σῦς σ. Il.9.208, Od.14.41,81, etc., where σίαλος is the specific Subst., added as in ἴρηξ κίρκος, σῦς κάπρος, etc.:—also in Prose, Thphr. ap. Porph.Abst.2.25. 2 fat, grease, Hp.Acut. (Sp.) 37 codd. MV, but λάσιον is prob. to be restored fr. Erot. and Gal. II = σίαλον, EM712.3.
German (Pape)
[Seite 877] ὁ, ein fettes, gemästetes Schwein, ein Mastschwein; Il. 21, 363 Od. 2, 300. 10, 390. 14, 19. 20, 163; auch σῦς σίαλος, Il. 9, 208 Od 14, 41. 81. 17, 181. 20, 251. Uebh. Schwein, Qu. Sm. 11, 170. – Fett, Schmalz, Hippocr. – Uebertr., ein Dummkopf, nach Hesych. auch σιαλίς, weil die Alten meinten, zu große Fettigkeit schade der Geisteskraft (vgl. pingue ingenium u. dgl.). Andere wollten diese Bdtg von σίαλον ableiten; nach E. M. σιαλίζει μὲν τὰ βρέφη καὶ οἱ ὑπεργηράσαντες, οὓς ἀναισθήτους λέγο υσιν. – Auch = σίαλον, wo es nach Suid. σιαλός geschrieben werden soll, aber zw.
Greek (Liddell-Scott)
σίᾰλος: ὁ, παχὺς χοῖρος τρυφερός, Ἰλ. Φ. 363, Ὀδ. Β. 300, Υ. 163· ὡσαύτως, σῦς σίαλος Ἰλ. Ι. 208, Ὀδ. Ξ. 41, 81, κτλ., ― ἔνθα τὸ σίαλος εἶναι τὸ εἰδικώτερον ὄνομα ἐπαγόμενον πρὸς πληρέστερον προσδιορισμόν, ὡς ἐν τοῖς ἀνὴρ βασιλεύς, ἴρηξ, κίρκος, σῦς κάπριος, κτλ. 2) πάχος, λίπος, στέαρ, Ἱππ. 403. 11. ΙΙ. = σίαλον, Ἐτυμολ. Μέγ. 712. 3, Μοῖρις, κλπ. (Ἴδε σίαλον). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σίαλοι· εὐτραφεῖς, λιπαροί».
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
porc gras, animal ; adj. σῦς σίαλος m. sign.
Étymologie: sorte de dim. de σῦς ; cf. σίαλον.
English (Autenrieth)
fat hog, with and without σῦς.
Greek Monolingual
(I)
ο, ΝΜΑ
το σάλιο, αλλ. σίαλο(ν) και σίελο(ν) και σίελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σίαλον / σίελον κατά τα αρσ.].
(II)
και σίελος, ὁ, Α
1. ο παχύς και τρυφερός χοίρος, το θρεφτάρι
2. πάχος, λίπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί πιθ. από τον αμάρτυρο τ. σις (πρβλ. σίκα, λακων. τ. του ὗς «γουρούνι» κατά τον Ησύχ.) με επίθημα -αλoς κατά το πίαλος, άλλον τ. του πιαλέος «παχύς, λιπαρός» (< πῖαρ). Ωστόσο, η σύνδεση της λ. με έναν δευτερεύοντα τ., όπως είναι το πίαλος, γεννά ορισμένες δυσχέρειες. Αντίθετα, η σύνδεσή της με την έννοια του γουρουνιού επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι η λ. μαρτυρείται ήδη στην Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. sia2ro, που απαντά σε έναν κατάλογο, σε κάθε γραμμή του οποίου εμφανίζεται το ιδεόγραμμα του γουρουνιού). Γι' αυτό, εξάλλου, δεν θεωρείται πιθανή η σύνδεση της λ. με το σίαλον «σάλιο» (< σίαι με σημ. «φτύνω»). Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, η λ. συνδέεται με το γερμ. pwīnan «αδυνατίζω, εξασθενώ» (< ΙΕ ριζα tui, πρβλ. τήκω «λειώνω») ή με το σλαβ. ty-ti «παχαίνω» (< ΙΕ ρίζα tu-iă «πάχος»). Για τον περιορισμό της σημ. του σίαλος «παχύ γουρούνι» σε «πάχος» πρβλ. γαλλ. veau «μοσχάρι, μοσχαρήσιο δέρμα»].
Greek Monotonic
σίᾰλος: ὁ, παχύς χοίρος, με ή χωρίς το σῦς, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
σίᾰλος: ὁ (тж. σῦς σ.) откормленный боров Hom.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σίαλος -ου, ὁ vetgemest varken.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: fat pig, porker, also appositive to σῦς id. (Hom., Q.S., Thphr ap. Porph.) with σιαλ-ώδης porker-like, fat (Hp.), -οῦται τρέφεται H.; also (metaph.) fat, grease (Hp. Acut. [Sp.] 37; cf. bel.).
Other forms: Myc. sia₂ro.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Without convincing etymology. After Kretschmer Glotta 13, 132f. and 27, 24 cross of *σίς swine (cf. σίκα s. σῦς) and πίαλος, the last of which is however only a secondary byform of πιαλέος (s. πῖαρ). Other attempts: to Germ., e.g. OE Þwīnan become weak, die away (IE *tu̯ī- beside tā[[[i]]]- in τήκω; Lidén IF 19, 351 f.); to OCS ty-ti become fat (IE *tu-ia, -ī f. fatness; WP. 1, 706 asking; cf. Bechtel Lex. s.v.). Against the semant. possible identification of σίαλος grease, lard with σίαλον spittle (Lidén l.c.) speaks the primary σίαι πτύσαι; also the hapax σίαλος grease may have arisen through ellipsis of σίαλος fat swine; cf. e.g. Fr. veau calb, also calf (-calf-leather). -- The word will almost certainly be Pre-Greek.
Middle Liddell
σίᾰλος, ὁ,
a fat hog, with or without σῦς, Hom.
Frisk Etymology German
σίαλος: {síalos}
Forms: myk. si-a2-ro,
Grammar: m.
Meaning: fettes Schwein, Mastschwein, auch appositiv zu σῦς ib. (Hom., Q.S., Thphr ap. Porph.) mit σιαλώδης mastschweinähnlich, fett (Hp.), -οῦται· τρέφεται H.; auch (übertr.) Fett, Schmiere (Hp. Acut. [Sp.] 37; vgl. unten).
Etymology : Ohne überzeugende Etymologie. Nach Kretschmer Glotta 13, 132f. und 27, 24 Kreuzung von *σίς Schwein (vgl. σίκα s. σῦς) und πίαλος, welch letzteres indessen nur eine sekundäre Nebenform von πιαλέος ist (s. πῖαρ). Andere Versuche: zu germ., z.B. ags. þwīnan weich werden, einschwinden (idg. *tu̯ī- neben tā[i]- in τήκω; Lidén IF 19, 351 f.); zu aksl. ty-ti fett werden (idg. *tu-iă, -ī f. Fette; WP. 1, 706 fragend; vgl. Bechtel Lex. s.v.). Gegen die semantisch gewiß mögliche Gleichsetzung von σίαλος Fett, Schmalz mit σίαλον Speichel (Lidén a. O.) spricht das primäre σίαι· πτύσαι; außerdem kann das einmalige σίαλος Fett durch Ellipse aus σίαλος fettes Schwein entstanden sein; vgl. z.B. frz. veau Kalb, auch Kalbleder.
Page 2,700