τοῖχος

From LSJ
Revision as of 09:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοῖχος Medium diacritics: τοῖχος Low diacritics: τοίχος Capitals: ΤΟΙΧΟΣ
Transliteration A: toîchos Transliteration B: toichos Transliteration C: toichos Beta Code: toi=xos

English (LSJ)

ὁ,    A wall of a house or enclosure, abs., Od.2.342, Ar.V.130, etc.; ἅπαντ' ἐρευνῶν τ. dub. in E.Hec.1174; τ. δώματος Il.16.212; μεγάροιο 18.374, cf. Od.19.37; τ. καὶ θριγκοί (of the αὐλή) 17.267, cf. Hes.Op.732; τὸν τῆς αὐλῆς τ. PEnteux.12.3 (iii B. C.); wall of a temple, IG12.372.51, al.; οἰκίας Pl.R.574d; ἐν τοῖσι τ. ἔγραφ' Ἀθηναῖοι καλοί Ar.Ach.144, cf. Pl.Lg.859a; εἰς τὸν τ. ἀντεγγραψάτω IG12.94.24; νόμους ἀναγράφειν εἰς τοῖχον Decr. ap. And.1.84; κοινοὶ τ. party-walls, OGI483.101, al. (Pergam., ii A. D.); τοίχῳ προσιστάμενοι γυμνάζονται Gal.6.144: of the side of a tent or hut, Il.9.219, 24.598, E. Ion1158.    b metaph., τοῖχε κεκονιαμένε, as a term of abuse, Act.Ap.23.3.    2 pl., sides of a ship, Od.12.420, Thgn.674, E.Hel. 1573, Th.7.36, Theoc.22.12; τοίχου ἄρχω τοῦ δεξιοῦ Luc.DMeretr.14.3, cf. JTr.49.    3 of other things, as the human body, εἰς ἀμφοτέρους τοίχους (by metaph. from a ship) E.Tr.118 (anap.), cf. Luc. Asin.9; of a cup, Pherecr.143.2; of a vessel, Arist.Mete.359a3; of a bath (πύελος), Gal.15.709.    4 prov., τοίχους τοὺς δύο ἐπαλείφειν 'to run with the hare and hunt with the hounds', Paus.6.3.15, cf. Suid. s.v. δύο τοίχους; ὁ εὖ πράττων τ. 'the snug side of the ship', 'the right side of the hedge', Ar.Ra.537 (lyr.); ἐς το'ν εὐτυχῆ τ. χωρεῖν E.Fr.89. (Akin to τεῖχος, but used in a special sense; later = τεῖχος, LXX Is.25.12, prob. so in JHS24.39 (Cyzicus).)

German (Pape)

[Seite 1125] ὁ, 1) die Wand, Mauer des Hauses, Hofes; ὡς δ' ὅτε τοῖχον ἀνὴρ ἀράρῃ πυκινοῖσι λίθοισι δώματος, Il. 16, 212; μεγάροιο, 18, 324; αὐλῆς, Hes. O. 734; aber öfter ohne Zusatz, ἅπαντ' ἐρευνῶν τοῖχον, Eur. Hec. 1174; Hel. 1589 u. öfter; τοίχους διορύττειν, Ar. Plut. 565; u. in Prosa : οἰκίας, Plat. Rep. IX, 574 c; γράψαντα ἐν τοίχοις, Legg. IX, 859 a; Folgde. – 2) die Wand des Schiffes, der Bord; Od. 12, 420; Thuc. 7, 36; Bian. 11 (IX, 295); Pol. 8, 6, 2. – Vgl. τεῖχος.

Greek (Liddell-Scott)

τοῖχος: ὁ ὁ τοῖχος οἰκίας ἢ αὐλῆς, ἀπολ., Ὀδ. Β. 342, κλπ., καὶ συχν. παρ’ Ἀττικ.· ὡσαύτως, τ. δώματος Ἰλ. Π. 212· μεγάρου Σ. 374, Ὀδ. Τ. 37· αὐλῆς Ρ. 267, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 730· οἰκίας Πλάτ. Πολ. 574, D· γράφειν ἐν τοίχοις ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 859A· εἰς τοῖχον νόμους ἀναγράφειν Ἀνδοκ. 11. 34, πρβλ. διορύσσω, λευκόω· - ἐπὶ τῆς πλευρᾶς σκηνῆς, αὐτὸς δ’ ἀντίον ἷζεν Ὀδυσσῆος θείοιο τοίχου τοῦ ἑτέροιο Ἰλ. Ι. 219, Ω. 598, Εὐρ. 2) ἐν τῷ πληθ., τὰ πλάγια ἢ πλευρὰ πλοίου, αὐτὰρ ἐγὼ διὰ νηὸς ἐφοίτων, ὄφρ’ ἀπὸ τοίχους λῦσε κλύδων τρόπιος Ὀδ. Μ. 420, Θέογν. 674, Εὐρ. Ἑλ. 1573, Θουκ. 7. 36, Θεόφρ. 22. 12. 3) ἐπὶ ἄλλων πραγμάτων, οἷον τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, εἰς ἀμφοτέρους τοίχους μελέων Εὐρ. Τρῳ. 118· ἐπὶ ποτηρίου, ποτήρια πλατέα τοίχους οὐκ ἔχοντ’ Φερεκράτ. ἐν «Τυραννίδι» 1· ἐπὶ ἀγγείου, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 33, κλπ. 4) παροιμ., δύο τοίχους ἐπαλείφεις, ὡς ἐν τῇ Λατιν. duo parietes de aedem fidelia dealbare, λέγεται ἐπὶ τῶν ἐπαμφοτεριζόντων, Παυσ. 6. 3, 15, Σουΐδ. ἐν λ. δύο τοίχους, πρβλ. Κικ. Fam. 7. 29· μετακυλινδεῖν αὑτὸν ἀεὶ πρὸς τὸν εὖ πράττοντα τοῖχον, «ἐπὶ τῶν περὶ τὸ λυσιτελεῖν αὑτοῖς ἀεὶ στρεφομένων. εἴρηται δὲ ἐκ μεταφορᾶς τῶν ἐπιβατῶν τῆς νεώς, ὅταν θατέρου μέρους αὐτοῖς κατακλυζομένου πρὸς τὸ ἕτερον οὗτοι μεθίστανται» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 537· ἐς τὸν εὐτυχῆ τ. χωρεῖν Εὐρ. Ἀποσπ. 90· τοίχου ἄρχειν τοῦ δεξιοῦ Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 14. (Συγγενὲς τῷ τεῖχος, ἀλλὰ κεῖται μόνον ἐπὶ τῶν τοίχων οἰκοδομῶν καὶ οὐχὶ τῶν τῆς πόλεως).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 mur de maison;
2 bord ou paroi d’un navire.
Étymologie: cf. τεῖχος.

English (Autenrieth)

wall of a house or court; sides of a ship, Od. 12.420, Il. 15.382.

English (Slater)

τοῑχος
   1 wall χάλκεοι μὲν τοῖχοι χάλκ[εαί] θ' ὑπὸ κίονες ἕστασαν (of the third temple of Apollo at Delphi) (Pae. 8.68)

Spanish

pared

English (Strong)

another form of τεῖχος; a wall: wall.

English (Thayer)

τοίχου, ὁ, from Homer down, the Sept. often for קִיר, a wall (especially of a house; cf. τεῖχος): Acts 23:3.

Greek Monolingual

ο / τοῑχος, ΝΜΑ
οικοδομικό έργο λιθοδομής ή πλινθοδομής, κατά κανόνα μορφής κατακόρυφου επιπέδου, αποτελούμενο από υπερκείμενα δομικά υλικά, συνήθως συνδεδεμένα με κονίαμα, που χτίζεται για να περιφράξει έναν χώρο ή να στηρίξει κάτι, κν. σήμερα ντουβαρι
νεοελλ.
φρ. α) «και οι τοίχοι έχουν αφτιά» — δηλώνει ότι πρέπει κανείς να προσέχει και να παίρνει προφυλάξεις όταν πρόκειται να εκμυστηρευθεί σε κάποιον ένα μυστικό
β) «χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο» — μετανιώνω πικρά
γ) «στον τοίχο μιλώ [ή τά λέω]» — λέγεται σε περιπτώσεις που ο συνομιλητής κάποιου δεν δίνει σημασία, αδιαφορεί ή κωφεύει
δ) «τον τοίχο να ξύσεις, θα το βρεις» — λέγεται για κάτι που μπορεί κανείς να βρει εύκολα
ε) «περπατάει τοίχο τοίχο» — περπατάει με προφύλαξη
στ) «κόβω από τον τοίχο» — λέγεται για κάτι που είναι δύσκολο να το βρει κανείς, να το αποκτήσει («που να τά βρω τα λεφτά, να τά κόψω από τον τοίχο;»)
ζ) «βάρεσε τον κώλο του στον τοίχο» — χρεωκόπησε
αρχ.
1. (κατ' επέκτ.) πλευρά σκηνής
2. (εσφ. γρφ.) τείχος
3. στον πληθ. oἱ τοῑχοι
α) τα τοιχώματα, οι πλευρές πλοίου («αὐτὰρ ἐγὼ διὰ νηὸς ἐφοίτων, ὄφρ' ἀπὸ τοίχους λῡσε κλύδων», Ομ. Οδ.)
β) τα πλευρά του ανθρώπινου σώματος
γ) τα τοιχώματα ποτηριού ή αγγείου («ποτήρια πλατέα τοίχους οὐκ ἔχοντ'», Φερεκρ.)
4. παροιμ. φρ. α) «τοίχους τοὺς δύο ἐπαλείφειν» — λέγεται για κάποιον που αμφιταλαντεύεται (Παυσ.)
β) «ὁ εὖ πράττων [ή εὐτυχὴς] τοῑχος» — λέγεται για εκείνον που κάνει πάντοτε μόνον ό,τι τον εξυπηρετεί και τον συμφέρει (Αριστοφ.-Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τείχος].

Greek Monotonic

τοῖχος: ὁ (τεῖχος),
1. τοίχος οικίας ή αυλής, Λατ. paries, σε Όμηρ., Αττ.· στον πληθ., τα πλάγια ή τα πλευρά πλοίου, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για το ανθρώπινο σώμα, σε Ευρ.
2. παροιμ., ὁ εὖ πράττων τοῖχος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τοῖχος:
1) стена (δώματος Hom.; οἰκίας Plut.);
2) тж. pl. борт корабля Hom., Thuc., Eur.: πρὸς τὸν εὖ πράττοντα τοῖχον Arph. или εἰς εὐτυχῆ τοῖχον Eur. с попутным ветром (досл. с благополучного борта);
3) стенка (οἱ τοῖχοι τῶν κηρίνων Arst.);
4) бок (τοῖχοι μελέων Eur.).

Middle Liddell

τοῖχος, ὁ, τεῖχος
1. the wall of a house or court, Lat. paries, Hom., attic:—in pl. the sides of a ship, Od., Eur., etc.:—of the human body, Eur.
2. proverb., ὁ εὖ πράττων τοῖχος = "the right side of the hedge, " Ar.

Frisk Etymology German

τοῖχος: {toĩkhos}
See also: s. τεῖχος.
Page 2,908

Chinese

原文音譯:to‹coj 胎何士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:牆 相當於: (קִיר‎)
字義溯源:牆;源自(τεῖχος)=城牆,牆),而 (τεῖχος)出自(τίκτω)*=生產)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 牆(1) 徒23:3

English (Woodhouse)

wall of a house

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)