στήριγμα

From LSJ
Revision as of 07:17, 1 November 2021 by Spiros (talk | contribs)

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στήριγμα Medium diacritics: στήριγμα Low diacritics: στήριγμα Capitals: ΣΤΗΡΙΓΜΑ
Transliteration A: stḗrigma Transliteration B: stērigma Transliteration C: stirigma Beta Code: sth/rigma

English (LSJ)

ατος, τό,
A support, foundation, χερὸς . . στηρίγματα the support of one's hand, E.IA617; στηρίγματ' οἴκου = pillar of the house, of children, Trag.Adesp.427; θνητῶν σ. κραταιόν Orph.H.18.7; περιπλοκῆς δεῖται καὶ στηρίγματος = it needs a base around which it can be woven Plu.2.649c, cf. Ph.1.644: in plural, of a tower, J.BJ2.17.8.
2 = στῆριγξ 2, Nicostr.Com.39 (στήριγγα cj. Kock), Plu.Cor. 24.
3 = στεῖρα (A), στερέωμα 3, Nonn.D.40.451.
4 = στερέωμα 4, PMag.Lond.121.509.
5 τὸ λοιπὸν τοῦ στηρίγματος = the rest of the multitude, LXX 4 Ki.25.11.
6 pl., στηρίγματα = surgical supports = ἀποστηρίγματα, distinguished from ἑρμάσματα, Gal.18(2).917.

German (Pape)

[Seite 942] τό, das Gestützte, die Stütze; χερὸς στηρίγματα, Eur. I. A. 617; Plut. Symp. 3, 2, 2.

Greek (Liddell-Scott)

στήριγμα: τό, ὑποστήριγμα, θεμέλιον, χερὸς στ., ἔρεισμα, ὑποστήριξις, Εὐρ. Ι. Α. 617· θνητῶν στ. κραταιὸν Ὀρφ. Ὕμν. 17. 7· στηρίγματος δεῖσθαι Πλούτ. 2. 649Β. 2) = στῆριγξ 2, Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 11, Πλουτ. Κοριολ. 24. 3) = στεῖρα (Α), στερέωμα, Νόνν. Δ. 40. 451.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 soutien, appui;
2 c. στῆριγξ.
Étymologie: στηρίζω.

Spanish

firmamento

Greek Monolingual

-ίγματος, το, ΝΜΑ στηρίζω
1. καθετί πάνω στο οποίο στηρίζεται κάτι, μέσο στήριξης, έρεισμα (α. «στήριγμα της καρέκλας» β. «καί μοι χερός τις ἐνδότω στηρίγματα, θάκους ἀπήνης ὡς ἂν ἐκλίπω καλῶς», Ευρ.)
2. μτφ. πρόσωπο στο οποίο μπορεί να βασιστεί κανείς για υλική ἡ ηθική βοήθεια, προστάτης, βοηθός (α. «ο γιος της ήταν το μόνο στήριγμά της» β. «ὡς στήριγμα πιστῶν δεδομένη, Παρθένε», Μηναί.
γ. «στηρίγματ' οἴκου, Τραγ. Αδέσπ.)
νεοελλ.
1. στρ. μικρό τμήμα ειδικά διατεθειμένο για την υπεράσπιση μιας μονάδας πυροβολικού που εκτελεί βολή εναντίον του εχθρού
2. μτφ. α) ηθική προστασία, βοήθεια
β) βάση, αρχή
3. (μυκητ.) καθεμιά από τις τέσσερεις, συνήθως, προεκβολές στην κορυφή ενός βασιδίου οι οποίες φέρουν στην κορυφή από ένα βασιδιοσπόριο
4. φρ. «στήριγμα διανύσματος»
μαθ. η απεριόριστη ευθεία πάνω στην οποία φέρεται ένα διάνυσμα
αρχ.
1. παρακερκίς
2. η στείρα του πλοίου
3. ουρανός, στερέωμα
4. (με περιληπτ. σημ.) ομάδα φρουρών, φυλάκων ή υπηρετών που διατελούν σε υπηρεσία άρχοντα ή δημόσιου ιδρύματος («τὸ λοιπὸν τοῦ στηρίγματος μετῇρε Ναβουζαρδάν», ΠΔ.)
5. στον πληθ. τὰ στηρίγματα
χειρουργικά υποστηρίγματα.

Greek Monotonic

στήριγμα: τό,
1. υποστήριγμα, έρεισμα, βάση, έδρα, σε Ευρ.
2. = στῆριγξ 2, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στήριγμα -ατος, τό [στηρίζω] steun, ondersteuning; Eur. IA 617; van een vork (om de disselboom van een wagen op te leggen). Plut. Cor. 24.10.

Russian (Dvoretsky)

στήριγμα: ατος τό
1) подпора, поддержка (ὁ κιττὸς δεῖται στηρίγματος Plut.): χερὸς στηρίγματα ἐνδοῦναί τινι Eur. дать кому-л. опереться на свою руку;
2) Plut. v. l. = στῆριγξ 2.

Middle Liddell

στήριγμα, ατος, τό,
1. a support, Eur.
2. = στῆριγξ 2, Plut.