νύχιος

From LSJ
Revision as of 12:55, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νύχιος Medium diacritics: νύχιος Low diacritics: νύχιος Capitals: ΝΥΧΙΟΣ
Transliteration A: nýchios Transliteration B: nychios Transliteration C: nychios Beta Code: nu/xios

English (LSJ)

[ῠ], α, ον, also ος, ον E.IT1273 (lyr.), Tim.Fr.II, parodied by Macho ap.Ath.8.341d :—A nightly, i.e. 1 of persons, doing a thing by night, ν. καταλέξεται Hes.Op.523 (v.l.), cf.Th.991, A.Ag. 588, etc.; ἀνὴρ δ' ἐκτέταται ν. as in nightly sleep, S.Ph.857 (lyr.). 2 belonging to night, ν. φθέγματα Id.Ant.1147 (lyr.); ἐνοπαί, γόοι, E.IT 1277, El.141 (both lyr.) : in late Prose, ν. θεός Dam.Pr.273. 3 of places, dark as night, gloomy, νυχίαν πλάκα A.Pers.953 (lyr.); δι' ἅλα ν. E.Med.211 (lyr.); ἄντρα Id.Andr.1224 (lyr.); ὑπὸ μέλαθρα νύχια, i.e. into the nether world, Id.Hel.177 (lyr.); χάος Ar.Av. 698 : in later Prose, τὸ τῶν ἄντρων ν. Porph.Antr.9.

German (Pape)

[Seite 272] att. auch 2 Endgn, näch il i ch, bei nacht geschehend od. thuend; Hes. O. 521 Theog. 991; ὁ πρῶτος νύχιος ἄγγελος πυρός, Aesch. Ag. 574, der auch den Hermes χθόνιος καὶ νύχιος nennt, Ch. 717; νυχίων ἐπιφθεγμάτων ἐπίσκοπε heißt Bacchus als Aufseher der nächtlichen Feier, Soph. Ant. 1133; ἀνὴρ δ' ἀνόμματος ἐκτέταται νύχιος, in der Nacht, im Schlafe, Phil. 846; oft bei Eur., wie νύχιοι ὄνειροι, I. T. 1277; auch γόοι, El. 142; sp. D., νύχια θύεα, Ap. Rh. 4, 664; auch übertr., μοῖρα νύχιος, das finstere Todesgeschick, Machon bei Ath. VIII, 341.

Greek (Liddell-Scott)

νύχιος: [ῠ], -α, -ον, καὶ -ος, -ον, Εὐρ. Ι. Τ. 1272, Μάχων παρ’ Ἀθην. 341D· - νυκτερινός, δηλ., 1) ἐπὶ προσώπων, πράττων τι κατὰ τὴν νύκτα, ν. καταλέξεται Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 521, πρβλ. Θεογ. 991, Αἰσχύλ. Ἀγ. 588, κτλ.· νύχιος ἢ καθ’ ἡμέραν Εὐρ. Ἠλ. 141· ἀνὴρ δ’ ἐκτέταται ν., ὡς ἐν νυκτερινῷ ὕπνῳ, Σοφ. Φιλ. 857. 2) οὕτως ἐπὶ πραγμάτων, ν. φθέγματα ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1147· ἐνοπαί, ὄνειροι, γόοι Εὐρ. Ι. Τ. 1273, 1277, κτλ. 3) ἐπὶ τόπων, σκοτεινὸς ὡς ἡ νύξ, ζοφερός, νυχίαν πλάκα Αἰσχύλ. Πέρσ. 952 (Ἕρμανν. μυχίαν)· δι’ ἅλα ν. Εὐρ. Μήδ. 211, πρβλ. Ἀνδρ. 1224· ὑπὸ μέλαθρα νύχια, δηλ. εἰς τὸν κάτω κόσμον, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 11· χάος Ἀριστοφ. Ὄρν. 698· πρβλ. ῥιπή.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui vit, agit ou se fait pendant la nuit;
2 plongé dans une obscurité semblable à celle de la nuit;
3 sombre, obscur.
Étymologie: νύξ.

Spanish

nocturno

Greek Monolingual

νύχιος, -ία, -ον, θηλ. και νύχιος και, κατά δ. γρφ., νύχειος, -εία, -ον (Α)
1. αυτός που γίνεται, που συμβαίνει κατά τη διάρκεια της νύχτας, νυχτερινός («ἰὼ πῡρ πνεόντων χοράγ' ἄστρων, νυχίων φθεγμάτων ἐπίσκοπε», Σοφ.)
2. αυτός που κάνει κάτι κατά τη νύχτα («ὅτ' ἧλθ' ὁ πρῶτος νύχιος ἄγγελος πυρός», Αισχύλ.)
3. μτφ. σκοτεινός σαν τη νύχτα («νύχια ἄντρα», Ευρ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ νύχιον
το σκοτάδι
5. φρ. «νύχια μέλαθρα» — ο Κάτω Κόσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυχ- του νύξ, νυκτός με δασύ σύμφωνο (βλ. λ. νύχτα) + κατάλ. -(ε)ιος].

Greek Monotonic

νύχιος: [ῠ], -α, -ον και -ος, -ον, νυχτερινός,
1. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει ενασχόληση τη νύχτα, σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ.
2. λέγεται για πράγματα, αυτός που συμβαίνει νύχτα, σε Σοφ., Ευρ.
3. λέγεται για τόπους, σκοτεινός όπως η νύχτα, ζοφερός, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

νύχιος: (ῠ)
1) ночной (ὄνειροι Eur.; φθέγματα Soph.; ν. ἢ καθ᾽ ἡμέραν Eur.): ν. ἦλθε Aesch. он явился в ночное время; ἐκτέταται ν. Soph. он вытянулся (словно) объятый ночным сном;
2) мрачный, темный (ἅλς Eur.; χάος Arph.): ὑπὸ μέλαθρα νύχια Eur. под мрачные своды (подземного царства).

Middle Liddell

νῠ́χιος, η, ον
nightly, i. e.
1. of persons, doing a thing by night, Hes., Aesch., etc.
2. of things, happening by night, Soph., Eur.
3. of places, dark as night, gloomy, Aesch., Eur.