ὑπόγειος
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
also ὑπόγαιος, ον, (γῆ)
A underground, subterraneous, οἴκημα ὑπόγαιον Hdt.2.100,148 (vv.ll. ὑπόγεον, ὑπόγεα) ὀρύγματα ὑπόγαια = mines, Id.4.200 (v.l. ὑπόγεα) ; ὑπογαίου (v.l. ὑπογείου) βροντῆς A. Fr.57.10 (anap.); ὑπόγειον ὕδωρ Gp.2.6.33; ὑπόγειος οἶνος = stored in a cellar, Gal.19.95.
II ὑπόγειον or ὑπόγαιον, τό, an underground chamber, Plu.2.770e, Hdn.1.15.6.
III Astron., under the earth, Man.3.27, Gp.1.7.1; [ἄστρα] τὴν ὑ. φορὰν ἐνεχθέντα Placit.1.6.8: τὸ ὑπόγειον = the nadir, Vett.Val.75.24.—The form ὑπόγεως, ων, cited in Hdn.Epim.208 and Suid., occurs in codd. of Paus.2.2.1, 2.36.7; cf. ὑπογάιδιον.
German (Pape)
[Seite 1212] unter der Erde, unterirdisch; Aesch. frg. 51, wie Strab. 10, 3, 16, wo Cramer ὑπογαίου schreibt; Plat. Ax. 371 a; Luc. u. a. Sp. S. ὑπόγαιος und ὑπόγεως.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ὑπόγαιος ; τὸ ὑπόγειον PLUT chambre souterraine, hypogée.
Étymologie: ὑπό, γῆ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόγειος: атт. = ὑπόγαιος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόγειος: Ἰων. καὶ νεώτ. Ἀττ. ὑπόγαιος, ον, (γῆ) ὁ ὑπὸ τὴν γῆν, οἴκημα Ἡρόδ. 2. 100, 148· ὑπ. ὄρυγμα, μεταλλεῖον, ὁ αὐτ. 4. 200· ὑπ. βροντή Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55. ΙΙ. ὑπόγειον ἢ -γαιον, τό, ὑπόγειος θάλαμος, Ἡρῳδιαν. 1. 15, Πλούτ. 2. 770E. - Ὁ τύπος, ὑπόγεως, ων, μνημονευόμενος ἐν Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. σ. 208, καὶ Σουΐδ., ἀπαντᾷ ἐν Ἀντιγράφ. τοῦ Παυσ. 2. 2, 1., 36. 7· καὶ ἀμφίβολ. τύπος ὑπογαίδιος παρ’ Ἡσυχ.
Spanish
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑπόγειος, -ον, ΝΜΑ και ὑπόγαιος, και ὑπόγεως, -ων, Α
1. αυτός που βρίσκεται ή που γίνεται κάτω από το έδαφος, κάτω από την επιφάνεια της Γης (α. «υπόγεια έκρηξη» β. «υπόγεια κρύπτη» γ. «ὑπόγειος βροντή», Αισχύλ.
δ. «ὑπόγαιον οἴκημα», Ηρόδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το υπόγειο(ν)
τμήμα ή διαμέρισμα κατοικίας ή οίκημα του οποίου το δάπεδο βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του γύρω εδάφους
νεοελλ.
φρ. α) «υπόγεια όργανα»
βοτ. τα όργανα τών φυτών που αναπτύσσονται μέσα στο έδαφος
β) «υπόγειοι καρποί»
βοτ. οι καρποί διαφόρων φυτών που σχηματίζονται μέσα στο χώμα, όπως λ.χ. της αραχίδας
γ) «υπόγεια βλάστηση»
βοτ. τρόπος βλάστησης τών σπερμάτων ορισμένων φυτικών ειδών, όπως είναι λ.χ. τα μπιζέλια ή τα κουκιά, κατά τον οποίο το υποκοτύλιο επιμηκύνεται ελάχιστα παραμένοντας κοντό και οι κοτυληδόνες παραμένουν μέσα στο σπέρμα ή δεν βγαίνουν στην επιφάνεια του εδάφους·δ) «υπόγειο νερό»
γεωλ. νερό που απαντά κάτω από την επιφάνεια της Γης, όπου καταλαμβάνει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει τους κενούς χώρους στα εδάφη ή τα γεωλογικά στρώματα, αλλ. υποεπιφανειακό νερό
ε) «υπόγεια καλώδια»
(ηλεκτρολ.-τηλεπικ.) καλώδια κατασκευασμένα με τέτοιο τρόπο, ώστε να αντέχουν στις συνθήκες ταφής και ακαμψίας μέσα στο έδαφος για μεγάλο χρονικό διάστημα
αρχ.
1. αυτός που κινείται ή βρίσκεται κάτω από τη Γη («ἄστρα τὴν ὑπόγειον φορὰν ἐνεχθέντα» — άστρα που κατά την περιφορά τους βρίσκονται κάτω από τη Γη, Πλακίδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το ναδίρ
3. φρ. α) «ὀρύγματα υπόγαια» — τα ορυχεία
β) «ὑπόγειος οἶνος» — κρασί από το κελάρι.
επίρρ...
υπογείως και υπόγεια Ν
1. κάτω από το έδαφος
2. μτφ. δόλια, κρυφά («δρα υπογείως»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -γειος / -γαιος (< γη βλ. λ.), πρβλ. μεσό-γειος].
Greek Monotonic
ὑπόγειος: Ιων. και μεταγεν. Αττ. -γαιος, -ον (γῆ), αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, υπόγειος, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Middle Liddell
ὑπό-γειος, Ionic ανδ λατε αττιξ -γαιος, ον, [γῆ]
under the earth, subterraneous, Hdt., etc.
Léxico de magia
-ον subterráneo de un dios Ἄνουβι, θεὲ ἐπίγειε καὶ ὑπόγειε καὶ οὐράνιε Anubis, dios terrestre, subterráneo y celestial P XVIIa 3 gener. de espíritus y démones φύλαξόν με ἀπὸ παντὸς δαίμονος ἀερίου καὶ ἐπιγείου καὶ ὑπογείου guárdame de todo demon aéreo, terreno y subterráneo P IV 2700 σὺ λάλησον, ὁποῖον ἐὰν ᾖς, ἐπουράνιον ἢ ἀέριον, εἴτε ἐπίγειον εἴτε ὑπόγειον tú habla, de la clase que seas, celeste o aéreo, terreno o subterráneo P IV 3043 P V 167 ἐξορκίζω σε τοῖς μεγάλοις ὀνόμασίν σου, ἅ οὐ δύναται σοι παρακοῦσαι οὔτε ἀέριος οὔτε ὑ. te conjuro con tus grandes nombres, que no puede desoir ningún ser aéreo ni subterráneo P VII 893 ὑπόταξόν μοι πᾶν πν(εῦμ)α δαιμονίων φθειροποιούντων ἀκαθάρτων, ἐπίγαια, ὑπόγαια somete a mí todo espíritu de demonios destructivos e impuros, terrestres, subterráneos C 13a 4
Translations
subterranean
Belarusian: падземны; Bulgarian: подземен; Catalan: subterrani; Chinese Mandarin: 地底, 地下; Czech: podzemní; Dutch: onderaards; Finnish: maanalainen; French: souterrain; German: unterirdisch; Greek: υπόγειος; Ancient Greek: ὑπόγειος, χθόνιος, κατάγειος, κατάγαιος; Hebrew: תַּת קַרְקָעִי; Hungarian: föld alatti; Italian: sotterraneo; Japanese: 地下の; Kazakh: жерасты; Latin: subterraneus; Old English: eorþen; Polish: podziemny; Portuguese: subterrâneo; Russian: подземный; Slovak: podzemný; Spanish: subterráneo; Swedish: underjordisk; Ukrainian: підземний; Yiddish: אונטערערדיש
underground
Belarusian: падземны; Catalan: subterrani; Chinese Mandarin: 地下; Czech: podzemní; Dutch: ondergronds; Esperanto: subtera; Finnish: maanalainen; French: souterrain; Georgian: მიწისქვეშა; German: unterirdisch, Untegrund-; Greek: υπόγειος; Ancient Greek: ὑπόγειος, ὑπόνομος, χθόνιος; Hungarian: föld alatti; Icelandic: neðanjarðar; Ido: subtera; Italian: sotterraneo; Japanese: 地下; Korean 땅속, 땅굴, 땅밑, 땅아래, 지하(地下); Latin: subterraneus; Macedonian: подземен; Maori: rarowhenua; Norwegian Bokmål: underjordisk; Polish: podziemny; Portuguese: subterrâneo; Romanian: subteran; Russian: подземный; Serbo-Croatian Cyrillic: подземан; Roman: podzeman; Spanish: subterráneo; Swedish: underjordisk; Ukrainian: підземний; Yiddish: אונטערגרונט, אונטערערדיש