ῥαθυμία

From LSJ
Revision as of 09:22, 12 May 2024 by Spiros (talk | contribs)

τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾱθῡμῐ́ᾱ Medium diacritics: ῥαθυμία Low diacritics: ραθυμία Capitals: ΡΑΘΥΜΙΑ
Transliteration A: rhathymía Transliteration B: rhathymia Transliteration C: rathymia Beta Code: r(aqumi/a

English (LSJ)

ἡ, (often written ῥᾴθῡμῐ́ᾱ)
A easiness of temper, taking things easily, Th.2.39.
2 recreation, relaxation, amusement, E. Cyc.203, Ael.VH9.9: in plural, αἱ ῥ. καὶ αἱ ἀπονίαι καὶ αἱ ἀμέλειαι Arist. Rh.1370a14, cf. Isoc.9.42, 45, Plb.10.19.5.
II mostly in bad sense, indifference, sluggishness, laziness, Lys.10.11, X.Mem.3.5.5, al., cf. D.9.5; ἐκτήσαντο ῥᾳθυμίαν get a name for laziness, E.Med.218.
2 heedlessness, rashness, τοῦ λόγου Pl.Phd. 99b. [Written ῥαθ- correctly in Phld.Rh.2.31 S., Ir.p.60 W., Hom.p.28 O., IG5(1).1208.33 (Gythium, i A.D.); Ion. ῥᾳθυμίη is dub. in Hp.Acut.47 (cf. i p. lxxviii K.); this group of words is not found in Hdt. or other Ionic texts.]

German (Pape)

[Seite 832] ἡ, Leichtsinn, Nachlässigkeit, Sorglosigkeit; Eur. Med. 218 Cycl. 202; πολλὴ λόγου ῥᾳθ., Plat. Phaed. 99 b; ἐκ ῥᾳθυμίας, Legg. VI, 779 a; auch Vergnügungssucht, Zerstreuung; Thuc. setzt ῥᾳθυμία μᾶλλον ἢ πόνων μελέτη gegenüber, 2, 39; καὶ τρυφή, καὶ ἀργία, Plat. Legg. X, 901 ce; Xen. Mem. 3, 5, 5; ὑπὸ ῥᾳθυμίας καὶ μαλακίας, Lys. 10, 11; ὁ πλοῦτος ἐξουσίαν παρασκευάζει τῇ ῥᾳθυμίᾳ, Isocr. 1, 6; κατὰ τὰς ἀναπαύσεις καὶ ῥᾳθυμίας ἐν τῷ ζῆν, Pol. 10, 19, 5; Luc. Hermot. 4 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 facilité d'humeur, disposition à prendre les choses facilement ; en mauv. part insouciance, indifférence;
2 récréation, distraction, amusement.
Étymologie: ῥᾴθυμος.

Russian (Dvoretsky)

ῥᾳθῡμία:
1 беспечность, беззаботность, нерадивость, равнодушие, Thuc., Xen., Lys., Eur.: μακρὰ ἂν ῥ. εἴη τοῦ λόγου Plat. сказать так было бы крайне необдуманно;
2 отдохновение, развлечение, увеселение, Eur., Arst., Polyb.

English (Woodhouse)

carelessness, heedlessness, idleness, indifference, indolence, laziness, remissness, thoughtlessness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾳθῡμία: ἡ, τὸ ἀνειμένως διαιτᾶσθαι, Θουκ. 2. 39. 2) εὐθυμία, διασκέδασις, τί τάδε; τίς ἡ ῥᾳθυμία; τί βακχιάζετ’; Εὐρ. Κύκλ. 203· ἐν τῷ πληθ., αἱ ῥ. καὶ αἱ ἀπονίαι καὶ ἀμέλειαι Ἀριστ. Ρητορ. 1. 11, 4, πρβλ. Πολύβ. 10. 19, 5. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀδιαφορία, ἀφροντισία, ὀκνηρία, Λυσ. 117, 10, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 5, κ. ἀλλ.· ῥ. καὶ ἀμέλεια Δημ. 112. 4· ῥ. κτήσασθαι, κτήσασθαι φήμην ἐπὶ ὀκνηρίᾳ, Εὐρ. Μήδ. 218. 2) ἀπερισκεψία, τὸ ἀλόγιστον, τοῦ λόγου Πλάτ. Φαίδων 99Β.

Greek Monolingual

η / ῥαθυμία, ΝΜΑ, και ραθυμία Ν, και ῥαθυμία Α ράθυμος
η ιδιότητα ή η κατάσταση του ράθυμου, απροθυμία για εργασία, οκνηρία, νωθρότητα, αμέλεια
νεοελλ.
1. κακή διάθεση, στενοχώρια, θλίψη
2. (στον τ. ραθυμιά) σφοδρή επιθυμία, αραθυμιά
αρχ.
1. η έλλειψη σοβαρότητας, επιπολαιότητα
2. ευθυμία, τέρψη, διασκέδαση
3. απερισκεψίαῥαθυμία... τοῦ λόγου», Πλάτ.).

Greek Monotonic

ῥᾷθῡμία: ἡ,
I. 1. ευκολία στη διάθεση, ιδιοσυγκρασία με χαρακτηριστικό γνώρισμα να παίρνει κάποιος τα πράγματα με ευκολία, σε Θουκ.
2. ψυχαγωγία, ξεκούραση, αναψυχή, διασκέδαση, σε Ευρ.
II. 1. με αρνητική σημασία, αδιαφορία, νωθρότητα, τεμπελιά, οκνηρία, σε Ξεν. κ.λπ.· ῥᾳθυμίαν κτήσασθαι, αποκτώ όνομα, φημίζομαι για την τεμπελιά μου, σε Ευρ.
2. αμυαλιά, απερισκεψία, αποκοτιά, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾳθῡμία: ἡ, τὸ ἀνειμένως διαιτᾶσθαι, Θουκ. 2. 39. 2) εὐθυμία, διασκέδασις, τί τάδε; τίς ἡ ῥᾳθυμία; τί βακχιάζετ’; Εὐρ. Κύκλ. 203· ἐν τῷ πληθ., αἱ ῥ. καὶ αἱ ἀπονίαι καὶ ἀμέλειαι Ἀριστ. Ρητορ. 1. 11, 4, πρβλ. Πολύβ. 10. 19, 5. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀδιαφορία, ἀφροντισία, ὀκνηρία, Λυσ. 117, 10, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 5, κ. ἀλλ.· ῥ. καὶ ἀμέλεια Δημ. 112. 4· ῥ. κτήσασθαι, κτήσασθαι φήμην ἐπὶ ὀκνηρίᾳ, Εὐρ. Μήδ. 218. 2) ἀπερισκεψία, τὸ ἀλόγιστον, τοῦ λόγου Πλάτ. Φαίδων 99Β.