λέχριος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον Call.Del.236: (v. λικριφίς):—slanting, crosswise, with a Verb, λ. ὀκλάσας S.OC195 (lyr.); λ. ἐκπεσεῖν, χωρεῖν, E.Hec.1026 (lyr.), Med.1168; τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας X.Cyn.4.3: metaph., πάντα γὰρ λ. τἀν χεροῖν all the business in hand is cross, S.Ant.1345 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 36] eigtl. hingelehnt, in die Quere, schräg, von der Seite, wie Soph. O. C. 196 sagt λέχριός γ' ἐπ' ἄκρου λᾶος βραχὺς ὀκλάσας, auf den Stein zur Seite setze dich; übertr., πάντα γὰρ λέχρια τἂν χεροῖν, Ant. 1325, wo der Schol. πλάγια καὶ πεπτωκότα erkl., Alles liegt darnieder; λεχρία πάλιν χωρεῖ τρέμουσα κῶλα, Eur. Med. 1168, vgl. Hec. 1025; sp. D., τυτθὸν ἀποκλίνασα καρήατα λέχριος εὕδει Callim. Del. 236; διαδὺς λέχριος ἐν θαλάμῳ Agath. 8 (V, 294); einzeln auch in Prosa, τιθεῖσαι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας Xen. Cyn. 4, 3; Sp.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
couché de côté, oblique, incliné.
Étymologie: R. Λεχ, être oblique ; cf. λοξός.
Greek Monolingual
λέχριος, -ία, -ον, θηλ. και -ος (Α)
1. εγκάρσιος, λοξός («τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας», Ξεν.)
2. μτφ. ανάποδος, στραβός («πάντα γὰρ λέχρια τὰν χεροῖν», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. λέχ-ρ-ιος < λεκ-σ-ρ-ιος (πρβλ. λάχνη < λακ-σνᾱ) συνδέεται με τη γλώσσα του Ησύχ. λέκρος και λικροί
οι όζοι τών ελαφείων κεράτων, πιθ. με λίγξ πλάγιος
καμπτήρ
πλάγιον
ή σχιστήρια (Ησύχ.) και με το λοξός. Η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα (e)leq- «κάμπτω»].
Greek Monotonic
λέχριος: -α, -ον, πλάγιος, εγκάρσιος, λοξός, Λατ. obliquus, σε Σοφ., Ευρ.· μεταφ., πάντα γὰρ λέχρια τἀν χεροῖν, όλα τα χειρωνακτικά έργα είναι «ανάποδα», «στραβά», σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
λέχριος: наклонный, косой: λ. ὀκλάσας Soph. склонившись набок, т. е. сбоку; λ. πεσών Eur. упав(ший) боком; πάντα λέχρια τἀν χεροῖν Soph. все валится из рук.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: slanting, crosswise (S., E., X.), adv. λέχρις id. (Antim., A. R.; after ἄχρις, μέχρις, Schwyzer 620); also λικριφίς cross-wise, sideways (λ. ἀΐξας Ξ 463, τ451), in spite of λεκροί, λικροί (s.below) from *λεχρι-φίς with breathdissimilation and vowelassimilation (Schwyzer 256 with Brugmann IF 27, 265; acc. to 351 vowelweakening; for vowelassimilation also Petersen Lang. 14, 56); on the oxytonesis Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 26f. (= Kl. Schr. 2, 1128f.); details in Bechtel Lex. s.v.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The basis of λέχριος may have been a ρ(ο)-stem *λεχρ(ο)- of unknown meaning; adducing λεκροί beside λικροί οἱ ὄζοι τῶν ἐλαφείων κεράτων, with further λί(γ)ξ πλάγιος H., and of λοξός slanting requires an orig. *λεκ-σ-ρ- (cf. Schwyzer 327); further s. λοξός. Cf. also on λεκάνη, λέκος. The forms λεκροί / λικροί and also λι(γ)ξ seem to point to Pre-Greek forms, to which we should add λικριφίς. Assuming IE forms with and without -σ- side by side is much more difficult than assumeing κ/χ (and ε/ι and prenasalisation) for Pre-Greek.
Middle Liddell
λέχριος, η, ον
slanting, slantwise, crosswise, Lat. obliquus, Soph., Eur.:—metaph., πάντα γὰρ λ. τἀν χεροῖν all the business in hand is cross, Soph. [from λέχρῐς]
Frisk Etymology German
λέχριος: {lékhrios}
Meaning: schräg, quer, schief (S., E., X. usw.),
Derivative: Adv. λέχρις ib. (Antim., A. R.; nach ἄχρις, μέχρις u. a., Schwyzer 620); auch λικριφίς quer, seitwärts, mit einem Seitensprung (λ. ἀΐξας Ξ 463, τ 451), wohl trotz λεκροί, λικροί (s.u.) aus *λεχριφίς mit Hauchdissimilation und Vokalassimilation (Schwyzer 256 mit Brugmann IF 27, 265; nach 351 Vokalschwächung; für Vokalassimilation auch Petersen Lang. 14, 56); zur Oxytonierung Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 26f. (= Kl. Schr. 2, 1128f.); Einzelheiten bei Bechtel Lex. s.v.
Etymology: Als nächste Grundlage von λέχριος dient ein ρ(ο) -Stamm *λεχρ(ο)- unbekannter Bedeutung; die Heranziehung von λεκροί und λικροί· οἱ ὄζοι τῶν ἐλαφείων κεράτων, wozu noch λί(γ)ξ πλάγιος H., und von λοξός schräg erheischt ein urspr. *λεκσ-ρ- (vgl. Schwyzer 327); weiteres s. λοξός, wo auch Lit. Vgl. noch zu λεκάνη, λέκος.
Page 2,112