προστρέπω
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
A turn towards, esp. towards a god as a suppliant, approach with prayer, supplicate, τοσαῦτά σ', ὦ Ζεῦ, προστρέπω S.Aj.831: c. acc. pers. et inf., entreat one to do, μή μ' ἀτιμάσῃς... ὧν(= τούτων ἃ) σε προστρέπω φράσαι Id.OC50: c. acc. rei et inf., pray that.., ὀλέσθαι πρόστρεπ' Ἀργείων χθόνα E.Supp.1195:—Med., with aor. προσετραπόμην Hom.Epigr.15.1; π. δῶμα, δόμους, Hom. l.c., A.Eu.205; τὴν Διὸς.. Ἐργάνην S.Fr.844: in late Prose, Plu.Cleom.39, Ael. NA15.21, etc.; reverence, celebrate, τινα Plu.2.1117a.
2 approach (as an enemy), Ἰαωλκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπών Pi.N.4.55codd.
II Med., make a matter of supplication, appeal to, τοῦ παθόντος προστρεπομένου τὴν πάθην Pl.Lg.866b.
German (Pape)
[Seite 783] (s. τρέπω), zuwenden, zukehren; ὑπὸ τῆς φύσεως προστραπὲν ἐφορμήσει, von der Natur darauf hingeführt, angetrieben, Opp. Ix. 3, 14. – Med. sich wohin wenden, c. accus., Hom. en 15; bes. sich mit Bitten u. Flehen, als ἱκέτης, an eine Gottheit wenden, anflehen, wie Hesych. σέβειν, τιμᾶν, προσκυνεῖν erkl., προστρέπεσθαι θεούς, S. Emp. adv. phys. 1, 62; καὶ προστραπέσθαι τούσδ' ἐπέστελλον δόμους, Aesch. Eum. 196; u. in Prosa, Ael. H. A. 15, 21. – So auch im act., Ἰαωλκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπών, Pind. N. 4, 55, nachdem er sich feindlich gegen Jolkos gewendet; u. bittend, τοσαῦτά σ', ὦ Ζεῦ, προστρέπω, Soph. Ai. 818, vgl. O. C. 50; κακῶς ὀλέσθαι πρόστρεπ' Ἀργείων χθόνα, Eur. Suppl. 1194.
French (Bailly abrégé)
s.e. ἑαυτόν;
se tourner vers en suppliant, supplier : τινά τι demander en priant qch à qqn ; προστρέπειν τινά avec l'inf. : supplier une divinité de, etc.
Moy. προστρέπομαι se tourner vers en suppliant, prier, supplier, acc..
Étymologie: πρός, τρέπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-τρέπω act. (smekend) richten tot, met dubb. acc.:; τοσαῦτά σ’, ὦ Ζεῦ, προστρέπω dit is de smeekbede die ik tot u richt, Zeus Soph. Ai. 831; bidden, met inf.: κακῶς ὀλέσθαι πρόστρεπ’ Ἀργείων χθόνα bid (nl. tot mij, Athena) dat het land van Argos vernietigd wordt Eur. Suppl. 1195. med. zich (smekend) richten tot: met acc.. προστραπέσθαι τούσδ’ ἐπέστελλον δόμους ik stuurde hem om zich als smekeling tot dit huis te wenden Aeschl. Eum. 205. (smekend) naar voren brengen: met acc.. τοῦ παθόντος προστρεπομένου τὴν πάθην aangezien het slachtoffer om aandacht smeekt voor wat hem is overkomen Plat. Lg. 866b.
Russian (Dvoretsky)
προστρέπω: преимущ. med.
1 обращать(ся): π. τινὰ πολεμίᾳ χερί Pind. совершать вооруженное нападение на кого-л.; τοῦ παθόντος προστρεπομένου τὴν πάθην Plat. когда пострадавший обращает свое страдание (на виновника);
2 обращаться с мольбой, молить (προστρέπεσθαι θεούς Sext.): τοσαῦτά σ᾽, ὦ Ζεῦ, προστρέπω Soph. об этом я молю тебя, Зевс; ὀλέσθαι π. Ἀργείων χθόνα Eur. молиться о гибели аргосской земли; προστραπέσθαι τούσδε δόμους Aesch. обратиться с мольбой (об убежище) к этому дому.
English (Slater)
προστρέπω dub., turn over to c. acc. & dat. λατρίαν Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστρᾰπὼν Πηλεὺς παρέδωκεν Αἱμόνεσσιν (προτραπὼν coni. Heyne: προστραχὼν Postgate) (N. 4.55)
Greek Monolingual
Α τρέπω
1. στρέφομαι προς το μέρος κάποιου
2. (κατ' επέκτ.) (ιδίως σχετικά με θεό) παρακαλώ, ικετεύω, εκλιπαρώ (α. «τοσαῡτά σ', ὦ Ζεῡ, προστρέπω», Σοφ.
β. «ὀλέσθαι πρόστρεπ' Ἀργείων χθόνα», Ευρ.)
3. πλησιάζω κάποιον ως εχθρός, με εχθρική διάθεση («Ἰαωλκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπών», Πίνδ.)
4. μτφ. τιμώ, σέβομαι
5. μέσ. προστρέπομαι
α) επισύρω κάτι εναντίον του ίδιου του εαυτού μου («τοῦ παθόντος προστρεπομένου τὴν σπάθην», Πλάτ.)
β) κάνω κάτι υπόθεση ικεσίας.
Greek Monotonic
προστρέπω: μέλ. -ψω,
1. στρέφομαι προς τον θεό, πλησιάζω με προσευχή, ικετεύω, σε Σοφ.· με αιτ. προσ. και απαρ., ικετεύω, παρακαλώ κάποιον να κάνει κάτι, στον ίδ.· με αιτ. πράγμ. και απαρ., προσεύχομαι να, σε Ευρ.· ομοίως στη Μέσ., σε Αισχύλ.
2. πλησιάζω, προσεγγίζω (όπως ένας εχθρός), σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
προστρέπω: ἱκετεύω, τοσαῦτά σ’, ὦ Ζεῦ, προστρέπω Σοφ. Αἴ. 831· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἱκετεύω τινὰ νὰ πράξῃ τι, μὴ μ’ ἀτιμάσῃς…, ὧν (= τούτων ἃ) σε προστρέπω φράσαι Σοφ. Ο. Κ. 50· μετ’ αἰτ. πράγμ. καὶ ἀπαρ., δέομαι ἵνα... ὀλέσθαι πρόστρεπ’ Ἀργείων χθόνα Εὐρ. Ἱκέτ. 1195· - οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πρ. δῶμα, δόμους Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 15, Αἰσχύλ. 205· τὴν Διὸς… Ἐργάνην Σοφ. Ἀποσπ. 724· καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζοῖς, οἷον Αἰλ. π. Ζ. 15. 21, Πλουτ. Κλεομ. 39, κτλ. - Παθ., ἁπλῶς, τρέπομαι, εἰς ἀναισχυντίαν Πλάτ. Νόμ. 919C. 2) προσεγγίζω, πλησιάζω (ὡς ἐχθρός), Ἰαωλκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πινδ. Ν. 4. 90. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὡσαύτως, ἐπιφέρω, ἐπισύρω κατὰ τῆς ἰδίας μου κεφαλῆς ἢ κάμνω τι ὑπόθεσιν προστροπῆς, τὴν πάθην Πλάτ. Νόμ. 866Β.
Middle Liddell
fut. ψω
1. to turn towards a god, to approach with prayer, supplicate, Soph.; c. acc. pers. et inf. to entreat one to do, Soph.; c. acc. rei et inf. to pray that, Eur.:—so in Mid., Aesch.
2. to approach (as an enemy), Pind.