αιώνας

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

ο (Α αἰών, ο και η)
1. μεγάλο, απεριόριστο χρονικό διάστημα, στο παρελθόν ή στο μέλλον, μακριά σειρά ετών, χρόνια και χρόνια (στα νεοελλ. και μτφ. ή και για δήλωση υπερβολής)
2. φρ. «απ' αιώνος», από ακαθόριστο χρόνο στο παρελθόν, από πολύ παλιά
εις (τον)αιώνα [(του) αιώνος] ή εις (τους) αιώνας [(τών) αιώνων], συνήθης κατάληξη ύμνων ή δεήσεων εκκλησιαστικών ακολουθιών), για πάντα
νεοελλ.
1. το χρονικό διάστημα στο οποίο περιέχεται η ζωή ενός ανθρώπου και τών συγχρόνων του ανθρώπων, εποχή, καιρός
2. χρονική περίοδος εκατό ετών, εκατονταετία
3. ορισμένη χρονική ή ιστορική περίοδος που χαρακτηρίζεται από μία ιστορική προσωπικότητα ή ένα σπουδαίο γεγονός, παγκόσμιας, συνήθως, σημασίας (π.χ. «αιών του Περικλέους»)-
4. (επιρρ. φρ.) «στον αιώνα τον άπαντα» (συνήθως για άρνηση) ποτέ, ουδέποτε
μσν.-αρχ.
ο χωρίς αρχή και τέλος χρόνος, άπειρος χρόνος, αιωνιότητα
μσν.
1. διάστημα χιλίων ετών, χιλιετία
2. διάστημα χρόνου με σαφώς καθορισμένα όρια, κυρίως η παρούσα ζωή, ο τωρινός κόσμος, σε αντίθεση με τον ακαθόριστο μελλοντικό
αρχ.
1. η διάρκεια, η περίοδος της ζωής ενός ανθρώπου και συνεκδ. η ίδια η ζωή, η ύπαρξη
2. γενιά
«αἰῶνα ἐς τρίτον» (Αισχύλος)
3. πεπρωμένο, προορισμός, μοίρα
4. πληθ. οι αιώνες, η αιωνιότητα
5. (για τους Πυθαγορείους)
ο αριθμός 10
6. (ως κύριο όνομα) ο Αιών
γιος του Χρόνου (προσωποποιημένη έκφρ. του χρόνου)
7. (ως επίθ. του ουσ. χρόνος) ατέλειωτος, αιώνιος
8. Αιώνες
όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονταν διάφορα θεϊκά όντα ή πνεύματα που εξουσίαζαν τους ανθρώπους
9. ο νωτιαίος μυελός (ως έδρα της ζωής)
10. φρ. «αἰὼν Αἰακιδάν», περίφρ. αντί Αἰακίδες
«δι' αἰῶνος», αιωνίως
«εἰς πάντας τοὺς αἰώνας» και «τὸν δι' αἰῶνος χρόνον», για πάντα
«εἰς τὸν αἰῶνα», ποτέ πια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. αἰών εμφανίζει ιδιαίτερο γλωσσικό ενδιαφέρον λόγω της ετυμολογικής προελεύσεως και τών ομορρίζων της στην Ελληνική και σε άλλες ΙΕ γλώσσες καθώς και λόγω της σημασιολογικής της εξελίξεως. Η λ. προήλθε από αρχ. τ. aἰF-ών, έρρινο θεματ. τ. από την ΙΕ ρίζα aiw-. Αρχ. σημ. της ρίζας ήταν «η ζωτική δύναμη» που διατηρήθηκε στο αρχ. ινδ. āyu- και στη λ. αἰών, όπως φαίνεται από τη συνεκφορά της με τη λ. ψυχὴ στον Όμηρο (Π 453 «αὐτάρ ἐπεὶ δὴ τον γε λίπῃ ψυχή τε καὶ αἰών», αφού του λείψουν η ψυχή και της ζωής η δύναμη), λέξη που πιθ. επέδρασε αναλογικά στη λ. αἰὼν προσδίδοντας της και θηλ. γένοςαἰών). Εν συνεχεία η λ. σήμανε «τη ζωή» γενικότερα και την έδρα της ζωής, όπως πίστευαν, «τον νωτιαίο μυελό». Αργότερα δήλωσε «τη διάρκεια της ζωής» και «τη διάρκεια» γενικότερα, για να σημάνει τελικά στη φιλοσοφική κυρίως γλώσσα «την αιωνιότητα». Με ειδικότερο προσδιορισμό του μήκους της διαρκείας, η λ. σήμανε στην αρχαία «τη γενεά», στον μεσαίωνα τη χιλιετία (διάρκεια χιλίων ετών) και στους μετέπειτα χρόνους «τον αιώνα» (διάρκεια εκατό ετών). Η ίδια ρίζα (aiw-) έδωσε λαβή στη δημιουργία πλήθους λεξιλογικών στοιχείων και σε άλλες ΙΕ γλώσσες, από τα οποία αναφέρουμε ενδεικτικά τα λατ. aevum (ό,τι το ελλην. αἰών), aetas (< aevitas) «ηλικία» και aeternus (< aeviternus) «αιώνιος», απ' όπου τα γαλλ. age «ηλικία» (από το λατ. aetaticum < λατ. aetas), medi-eval «μεσαιωνικός» (< λατ. medium aevum), longevite «μακροβιότητα» (μεταγ. λατ. longaevitas aevum), eternel «αιώνιος» (< χριστ. λατ. aeternalis < λατ. aeternus)
τα αρχ. γερμ. aiw «πάντοτε» και nie... aiw «ποτέ», απ' όπου τα αγγλ. ever «πάντοτε», γερμ. ewig «παντοτινός, αιώνιος», γερμ. nie «ποτέ» κ.ά. Από έρρινη επίσης μορφή θέματος προήλθε το επίρρ. αἰὲν, πρβλ. και ἀεί), ενώ από ένσιγμη μορφή θέματος παράγεται ο τ. αἰῶ (< aiFόσa >. Πιθ. ακόμη από μεταπτωτική βαθμίδα της ρίζας aiw- (<2 ei-w-), από ρίζα y-uw- (<2y-eu-) να προέρχονται τα αρχ. περσ. yavāi «για πάντα, παντοτινά», ινδ.-ιραν. guvan- και λατ. iuvenis «νέος, νεαράς ηλικίας», που θα σήμαιναν αρχικά «τη ζωτική δύναμη της νεότητας». Βλ. και ετυμολ. του ἀεί.
ΠΑΡ. αιώνιος
αρχ.
αἰωνιαῖος
μσν.
αἰωνίζω.
ΣΥΝΘ. αιωνόβιος, μακραίων
αρχ.
δυσαίων, εὐταίων, αἰωνοχαρής
μσν.
αἰωνοθαλής, αἰωνοτόκος.