βαιός

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαιός Medium diacritics: βαιός Low diacritics: βαιός Capitals: ΒΑΙΟΣ
Transliteration A: baiós Transliteration B: baios Transliteration C: vaios Beta Code: baio/s

English (LSJ)

ά, όν, little, small, βαιὰ ποικίλλειν ἐν μακροῖσιν κτεάνων Pi.P. 9.77; β. νῆσος A.Pers.448; μέρος β. ἔχειν Id.Ag.1574 (lyr.); ὄλβος prob. in E.Fr.825; γλῶττα Ar.Nu.1013; μαλλὸς εἰρίων Herod.8.12; scanty, and of number, few, σῦκα βαιά Anan.3, cf. Hp.Lex1; βαιά γ' ὡς ἀπὸ πολλῶν A.Pers.1023 (lyr.); β. κύλιξ a scanty cup, i.e. one only, S.Fr.42, Lyc.Fr.3; ῥάκη β. a few, paltry, S.Ph.274; εἶπε πρός με βαιά few words, Id.Aj.292; but βαιὰν… λόγων φάμαν low-spoken, Id.Ph.845 (lyr.); ἥσθην δὲ βαιά, πάνυ δὲ βαιά, τέτταρα Ar. Ach.2; ἐχώρει βαιός he was going with scanty escort, i.e. alone, S. OT750; of condition, mean, humble, βαιοί, opp. οἱ μεγάλοι, Id.Aj. 160 (anap.); ἐκ κάρτα βαιῶν γνωτὸς ἂν γένοιτ' ἀνήρ from a low condition, Id.Fr.282; οὐχὶ βαιὰ τἀνθυμήματα Id.OC1199; βαιᾷ τῇδ' ὑπὸ στέγῃ Id.Ph.286; of time, short, Sol.10, S.Tr.44; βαιῆς ἄπο from infancy (of a girl), IG14.1892: neut. βαιόν as adverb, a little, S.Aj. 90, Ph.20: of time, Id.OC1653, Tr.335: pl., βαιά, φρονήσει τύχη μάχεται Democr.119; κατὰ βαιόν = by little and little, D.P.622: Comp. βαιότερος, opp. μείζων, Parm.8.45, cf. Opp.C.3.86: Sup. βαιότατος AP9.438 (Phil.).—Poet., Ion., and later Prose, as Phld.Rh.1.195, 244S., Id.Ir.p.95 W.

Spanish (DGE)

-ά, -όν
1 pequeño νῆσος A.Pers.448, μέρος A.A.1574, Phld.Rh.1.244, Nonn.Par.Eu.Io.6.7, ὄλβος E.Fr.825, μα[λ] λὸς εἰρίων Herod.8.12, οὔτε τι μεῖζον οὔτε τι βαιότερον Parm.B 8.45, βαιοτέροισί τ' ἐφωπλίσσαντο λαγωοῖς Opp.C.3.86
sup., de pers. diminuto, AP 9.438 (Phil.)
corto γλῶττα Ar.Nu.1013.
2 poco c. idea de número σῦκα Anan.2.2, en plu. op. πολλοί Hp.Lex 1, βαιά γ' ὡς ἀπὸ πολλῶν A.Pers.1023, εἶπε πρός με βαί' me respondió con pocas palabras S.Ai.292, ἥσθην δὲ βαιά, πάνυ δὲ βαιά, τέτταρα pocos gustos tuve, muy pocos, cuatro a lo más Ar.Ach.2
escaso, raro, único πότερον ἐχώρει βαιός, ἢ πολλοὺς ἔχων ἄνδρας λοχίτας; ¿iba solo o con muchos guardias? S.OT 750, βαιόν τι μῆχαρ una escasa ayuda Lyc.568, βαιὰς εἶναι τὰς θεματικὰς [π] αρατηρήσεις Phld.R.1.195, τὰς ὠφελίας ἡγεῖται τὰς ἔξωθεν βαιάς Phld.Ir.48.20, βαιὰ κύλιξ copa única S.Fr.42, Lyc.Fr.3
neutr. sg. como adv. un poco βαιὸν δ' ἔνερθεν un poco más abajo S.Ph.20, τί βαιὸν οὕτως ἐντρέπῃ τῆς συμμάχου; ¿por qué haces tan poco caso de tu aliada? S.Ai.90, βαιὸν ... ἔρχεται ἡμάτιος remonta ... durante poco tiempo por el día ref. al lucero Sirio, Hes.Op.418, τὸ βαιὸν ἔχον ... νοῦν lo que escasamente tiene raciocinio Phld.D.1.11.26, en plu. βαιά pocas veces Democr.B 119, κατὰ βαιόν poco a poco Ael.Fr.123, D.P.622, Nonn.D.4.435.
3 corto, exiguo, breve c. idea de tiempo χρόνος Sol.10.1, S.Tr.44, Lyc.311, Nonn.Par.Eu.Io.16.16, βαιῆς ἄπο desde pequeña, IUrb.Rom.1250.11 (I d.C.)
neutr. como adv. un poco de tiempo ἔπειτα ... βαιόν un poco después S.OC 1653, βαιὸν ἀμμείνασ' esperando un poco S.Tr.335, cf. Lyc.744, Q.S.1.80, 3.783, πρὸς βαιὸν ... εὐνομίην ἄγομεν por poco tiempo tenemos paz, AP 16.212 (Alph.), en plu. βαιὰ ποικίλλειν bordar breves relatos Pi.P.9.77.
4 fig. débil φάμα S.Ph.845
humilde, modesto μετὰ γὰρ μεγάλων βαιὸς ἄριστ' ἂν ... ὀρθοῖθ' con los grandes el modesto puede acoplarse perfectamente S.Ai.160, στέγη S.Ph.286, τἀνθυμήματα S.OC 1199, ἐκ κάρτα βαιῶν γνωτὸς ἂν γένοιτ' ἀνήρ de orígenes muy humildes podría resultar un hombre célebre S.Fr.282, ῥάκη βαιά andrajos miserables S.Ph.274.

German (Pape)

[Seite 426] ά, όν, klein, gering, βαιὰ ποικίλλειν ἐν μακροῖσιν Pind. P. 9, 77; μέρος Aesch. Ag. 1556; νῆσος Pers. 440; στέγη Soph. Phil. 286; χρόνος, Gegensatz οὐχὶμυρίος, Tr. 44; vgl. Phani. 1 (XII, 31) u. öfter; Gegensatz der μεγάλοι, vom niedrigen Stande, Ai. 160; τράπεζα Antiphan. Ath. XII, 544 f; oft in Anth., βαιῆς ἄπο, sc. ἡλικίας, von klein auf, Ep. ad 732 (App. 210); βαιότερον, Gegensatz von μεῖζον, Parmenid. 106. – Adv. βαιόν, ein wenig, Soph. Ai. 90 u. sp. D.; βαιά Ar. Ach. 2; κατὰ βαιόν, nach und nach, D. Per. 622. In Prosa Hippocr. p. 2, 4 F. im Gegensatz von πολλοί.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
I. 1 petit ; adv. • βαιόν, un peu;
2 faible : βαιὰ φάμα dor. SOPH voix faible, voix basse;
3 humble, modeste : βαιὰ στέγη SOPH humble toit ; οἱ βαιοί SOPH les petits;
II. avec idée de temps de peu de durée, court;
III. avec idée de nombre peu nombreux : εἰπὲ βαιά SOPH dis quelques mots ; rare ; isolé, unique ; ἐχώρει βαιός SOPH il allait en modeste équipage, càd sans escorte, seul.
Étymologie: DELG ?

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαιός -ά -όν, poët., klein, gering:; β. νῆσος een klein eiland Aeschl. Pers. 448; van aantal; εἶπε πρός με βαιά hij sprak een paar woorden tegen mij Soph. Ai. 292; ἐχώρει βαιός hij liep alleen Soph. OT 750; van status; βαιᾷ τῇδ’ ὑπὸ στέγῃ onder dit nederige dak Soph. Ph. 286; subst..; οἱ βαιοί de sociaal lageren Soph. Ai. 160; van hoeveelheid; χρόνον... βαιόν gedurende weinig tijd Soph. Tr. 44; adv. βαιόν een beetje.

Russian (Dvoretsky)

βαιός: 3
1 маленький, небольшой (νῆσος, μέρος Aesch.; στέγη Soph.);
2 незнатный, незаметный, скромный (ἀνήρ Soph.);
3 короткий, непродолжительный (χρόνος οὐχὶ β. Soph.);
4 немногочисленный (εἰπεῖν βαιά Soph.): βαιά γ᾽ ὡς ἀπὸ πολλῶν Aesch. ничтожное из многого, т. е. жалкие остатки;
5 один, единственный (κύλιξ Soph.): πότερον ἐχώρει β.; Soph. он ехал без провожатых?;
6 ранний, юный: ἀπὸ βαιῆς (sc. ἡλικίας) Anth. с детства.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: small, slight (Parm.);
Other forms: Cf. ἠβαιός (Il.).
Derivatives: βαιών, -όνος m. a small worthless fish = βλέννος (Epich.), cf. Strömberg Fischnamen 32, Chantraine Étrennes Benveniste 10. On the meaning μέτρον παρὰ Ἀλεξανδρεῦσι (H.) s. βαΐς.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The word has been compared with ἠβαιός. Fur. 378 takes the ἠ- as prothesis and as sign of Pre-Gr. origin; uncertain.

Middle Liddell

little, small, scanty, and of number, few, Pind., Aesch., Soph.; ἐχώρει βαιός he was going with scanty escort, i. e. alone, Soph.: of condition, low, mean, humble, Soph.: of time, short, Solon, Soph.:— neut. βαιόν, as adv. a little, Soph.; so pl. βαιά, Ar. Cf. ἠβαιός.

English (Slater)

βαιός
1 few, scanty βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν (Pae. 2.74) n. pl. pro subs., βαιὰ δ' ἐν μακροῖσι ποικίλλειν ἀκοὰ σοφοῖς i. e. brief (P. 9.77)

Greek Monolingual

βαιός, -ά, -όν (Α)

Greek Monotonic

βαιός: -ά, -όν, μικρός, λίγος, ανεπαρκής, πενιχρός και, όταν λέγεται για νούμερα, ελάχιστος, σε Πίνδ., Αισχύλ., Σοφ.· ἐχώρει βαιός, πήγαινε με ανεπαρκή συνοδεία, δηλ. μόνος, στον ίδ.· λέγεται για κατάσταση, χαμηλός, χαμερπής, πρόστυχος, άθλιος, ταπεινός, στον ίδ.· χρησιμοποιείται για χρόνο, βραχύς, σύντομος, σε Σόλ., Σοφ.· το ουδ. βαιόν ως επίρρ., ελάχιστα, στον ίδ.· με την ίδια σημασία το ουδ. στον πληθ. βαιά, σε Αριστοφ.· πρβλ. το Ιων. ἠβαιός.

Greek (Liddell-Scott)

βαιός: -ά, -όν, μικρός, ὀλίγος, Πίνδ. Π. 9. 134· β. νῆσος Αἰσχ. Πέρσ. 448· μέρος β. ἔχειν ὁ αὐτ. Ἀγ. 1574· μικρός, καὶ ἐπὶ ἀριθμ. ὀλίγος, μόνος, σῦκα βαιὰ Ἀναν. Ἀποσπ. 3 Bgk.· βαιὰ γ’ ὡς ἀπὸ πολλῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 1023· βαιὰ κύλιξ, Σοφ. Ἀποσπ. 49· ῥάκη β., ὀλίγα, ἀσήμαντα, ὁ αὐτ. Φ. 274· εἰπὲ πρός με βαιά, ὀλίγους λόγους, ὁ αὐτ. Αἴ. 292, πρβλ. Ἀποσπ. 255. 2 (ἀλλά, βαιὰν ... λόγων φάμαν, χαμηλῇ τῇ φωνῇ λαλουμένην, ὁ αὐτ. Φ. 845)· ἐχώρει βαιός, μὲ ὀλίγην συνοδίαν, δηλ. μόνος, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 750· ἐπὶ καταστάσεως, χαμηλός, χαμερπής, πρόστυχος, ταπεινός, βαιοί, ἀντίθ. τῷ οἱ μεγάλοι, ὁ αὐτ. Αἴ. 160· ἐκ ... βαιῶν γνωτός ἂν γένοιτ’, ἐκ ποταπῆς καταστάσεως, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 255· οὐχὶ βαιὰ τἀνθυμήματα ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1199· βαιᾷ τῇδ’ ὑπὸ στέγῃ ὁ αὐτ. Φ. 286· ἐπὶ χρόνου, βραχύς, Σόλων 17, Σοφ. Τρ. 44· ἀπὸ βαιῆς [ἐνν. ἡλικίας], ἐκ νηπιότητος, Ἀνθ. Π. παράρτ. 210· ― οὐδ. βαιόν, ὡς ἐπίρρ., ὀλίγον, Σοφ. Αἴ. 90, Φ. 20· ἐπὶ χρόνου, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1653, Τρ. 335· οὕτω πληθ., βαιά· Ἀριστοφ. Ἀχ. 2· κατὰ βαιόν, ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, Διον. Π. 622· συγκρ., βαιότερος Ὀππ. Κυν. 3. 86. ― Ποιητ. λέξις ἐν χρήσει παρ’ Ἱππ. ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ ὀλίγος. ― Πρβλ. τὸν Ἰων. τύπον ἠβαιός.

Frisk Etymology German

βαιός: {baiós}
Forms: Hom. dafür ἠβαιός; s. d.
Meaning: klein, gering (ion. poet.);
Derivative: Davon βαιών, -όνος m. N. eines kleinen Fisches = βλέννος (Epich.), vgl. Strömberg Fischnamen 32, Chantraine Étrennes Benveniste 10; im Sinn von μέτρον παρὰ Ἀλεξανδρεῦσι]] (H.) falsch für βάϊον, s. βάϊς.
Etymology: Unerklärt.
Page 1,210

English (Woodhouse)

few, humble, insignificant, little, mean, obscure, slender, slight, small

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

small

Afrikaans: klein; Ainu: ノカン; Albanian: i vogël; Amharic: ትንሽ; Arabic: صَغِير; Egyptian Arabic: صغير; Hijazi Arabic: صغير; Moroccan Arabic: صغير; South Levantine Arabic: زغير; Aragonese: chiquet; Aramaic Hebrew: זעורא, קטנה, קטנים, קטנות; Syriac: ܙܥܘܪܐ; Armenian: փոքր, մանր, պուճուր; Aromanian: njic; Assamese: সৰু; Asturian: pequeñu; Aymara: jisk'a; Azerbaijani: kiçik, balaca, xırda, ufaq; Bashkir: бәләкәй, бәләкәс, кесе, кескәй; Basque: txiki; Belarusian: маленькі, малы; Bengali: ছোট; Breton: bihan; Brunei Malay: damit; Bulgarian: малък; Burmese: သေး, နုပ်; Buryat: бишыхан; Carpathian Rusyn: малый; Catalan: petit; Cebuano: gamay; Central Atlas Tamazight: ⴰⵎⵥⵢⴰⵏ; Chamicuro: na'yejchoma; Chavacano: chico; Chechen: жима, кегий; Cherokee: ᎤᏍᏗ; Chichewa: -ng'ono; Chickasaw: ishkanno'si'; Chinese Cantonese: , ; Dungan: щё; Eastern Min: 細, 细; Hakka: 細, 细; Hokkien: 細, 细; Mandarin: ; Wu: 小; Chuvash: пӗчӗк; Cornish: bian; Crimean Tatar: kiçik, kiçkene; Czech: malý; Dalmatian: pedlo; Danish: lille, liden; Dutch: klein, nietig, minuscuul; Eastern Arrernte: akweke; Erzya: вишка, вишкине; Eshtehardi: خوردیک; Esperanto: malgranda; Estonian: väike; Ewe: sue; Faroese: lítil; Finnish: pieni; French: petit, minuscule; Galician: pequeno; Georgian: პატარა, მცირე; German: klein, gering; Alemannic German: chlii; Gothic: 𐌻𐌴𐌹𐍄𐌹𐌻𐍃; Greek: μικρός; Ancient Greek: μικρός, μικός, σμικρός, τυτθός, μικκός; Gujarati: નાનું; Hausa: ƙure; Hawaiian: liʻiliʻi; Hebrew: קָטָן; Hindi: छोटा, क्षुद्र, छोट, नन्हा, सगीर; Hungarian: kicsi, kis; Icelandic: smár, lítill; Ido: mikra; Igbo: ńta; Ilocano: bassit; Indonesian: kecil; Ingush: зӏамига; Interlingua: parve; Irish: beag; Old Irish: bec; Istriot: peîcio; Italian: piccolo, ristretto; Japanese: 小さい,狭い; Javanese: cilik, alit; Kalmyk: бичкн; Karachay-Balkar: гитче; Kashubian: môłi; Kazakh: кіші, кішкене, ұсақ; Khakas: кічіг, кічиӌек; Khmer: តូច; Korean: 작다, 작은; Koryak: тэгʼыйчыгʼын, ныппулюӄин; Kumyk: гиччи; Kurdish Central Kurdish: بچووک; Northern Kurdish: çûçik, çûk, piçûk, qicik; Kyrgyz: кичине, кичинекей; Laboya: maraha; Ladin: pitl; Lao: ນ້ອຽ, ນ້ອຍ; Latgalian: mozs; Latin: parvus, paulus; Latvian: mazs; Lithuanian: mažas; Lü: ᦓᦾᧉ; Luganda: -tono; Luxembourgish: kleng; Macedonian: мал; Malay: kecil; Malayalam: ചെറിയ; Maltese: żgħir; Manchu: ᠠᠵᡳᡤᡝ; Manx: beg; Maori: iti; Mapudungun: pichi, pici; Marathi: छोटा, छोटी, छोटे, लहान; Mari Eastern Mari: изи; Marshallese: dik; Minangkabau: kaciak, ketek, kenek; Mingrelian: ჭიჭე; Mirandese: pequeinho; Miskito: sirpi; Mòcheno: khloa'n; Moksha: ёмла; Mongolian: жижиг; Nanai: нучи; Neapolitan: piccere; Ngazidja Comorian: -fupvi; Norman: p'tit; Northern Mansi: ма̄нь; Northern Ohlone: kutsú̆̄wis; Northern Sami: unni, uhcci; Northern Norwegian: liten; Occitan: pichon, pichòt, petit; Odia: ଛୋଟ, କ୍ଷୁଦ୍ର; Old Church Slavonic: малъ; Old East Slavic: малъ; Old English: lȳtel; Oromo: yartuu; Ottoman Turkish: كوچوك; Pangasinan: muelag; Pashto: وړوکی, کوچنی; Persian: کوچک, خرد, که, سوتام, ریز; Polish: mały; Portuguese: pequeno; Punjabi: ਛੋੱਟਾ; Quechua: juch'uy; Rapa Nui: iti; Romagnol: znén; Romani: tikno; Romanian: mic; Romansch: pitschen; Russian: маленький, малый; Rwanda-Rundi: -toya; Samoan: sogi; Sanskrit: अर्भ, अल्प, स्वल्प; Santali: ᱯᱤᱞᱪᱩ; Scots: wee, peedie, peerie; Scottish Gaelic: beag; Serbo-Croatian Cyrillic: ма̑л; Roman: mȃl; Shor: кичиг; Sicilian: nicu; Sidamo: shiima; Sindhi: نَنڍو; Sinhalese: කුඩා; Slovak: malý; Slovene: majhen; Somali: kis, yar; Sorbian Lower Sorbian: mały; Upper Sorbian: mały; Southern Altai: кичинек; Spanish: pequeño, chico; Sundanese: alit; Svan: კოტო̄ლ, მო̄ლე; Swahili: -dogo; Swedish: liten; Sylheti: ꠢꠥꠞꠥ; Tabasaran: бицӏи; Tagalog: maliit; Tahitian: iti; Tajik: хурд; Tamil: சிறிய், சிறிய, சிறிய, சின்ன; Tarantino: piccele; Tarifit: ameẓẓyan; Tashelhit: ⴰⵎⵥⵉ; Tatar: кече, кечек, бәләкәй; Telugu: చిన్న; Ternate: ici; Tetum: ki'ik; Thai: เล็ก; Tibetan: ཆུང་ཆུང; Tocharian B: yekte, totka; Tok Pisin: liklik; Tongan: si'i; Turkish: küçük, ufak; Turkmen: kiçi; Tuvan: биче; Udi: пӏатӏар; Udmurt: пичи; Ugaritic: 𐎕𐎙𐎗; Ukrainian: маленький, малий; Urdu: چھوٹا; Uyghur: كىچىك; Uzbek: kichik; Venda: ṱuku; Venetian: picenìn; Vietnamese: nhỏ, bé; Volapük: smalik; Walloon: pitit; Waray-Waray: gu-ti-ay, di-to; Welsh: bach, bychan, mân; West Frisian: lyts; White Hmong: me; Wolof: tooty; Wutunhua: ga; Xhosa: -nci; Yakut: кыра, аччыгый; Yámana: yaxa; Yiddish: קליין; Yup'ik: -cuar; Zealandic: klein, kleên, smal; Zhuang: iq; Zulu: -ncane; Zuni: ts'ana; ǃKung: tse-ma