βαλανεῖον
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
τό,
A bath, bathing-room, balineum, balneum, Ar.Nu.837,1054, etc.; β. δημόσιον BGU1130.9 (i B. C.): more freq. in plural, Ar.Nu.991, Eq.1401, etc.
2 bath taken, Aristo Stoic.1.88, Gal.11.46.—Prose word for poet. λουτρά.
Spanish (DGE)
(βᾰλᾰνεῖον) -ου, τό
• Grafía: graf. βαλανῖον POxy.43 ue.3.24 (III d.C.), βαλανῆον IAssos 16 (II d.C.)
I 1baños, casa de baños τὸ βαλανεῖον ὥρισαν IG 13.402.10 (V a.C.), εἰς βαλανεῖον ἦλθε λουσόμενος Ar.Nu.837, cf. 991, 1054, Pl.535, Com.Adesp. en CGFP 260.9, Pl.R.495e, Is.5.24, 6.33, λοῦσθαι ἐν βαλανείῳ D.50.35, 54.10, τὰ ἀλειπτήρια καὶ τὰ βαλανεῖα Thphr.Ign.13, cf. Plb.24.7.6, Diog.Oen.2.3.11, ἐν ... γυμνασίοις καὶ ἐν τοῖς βαλανείοις IEphesos 661.23 (II d.C.), ἐλούετο τοῖς δημοσίοις βαλανείοις Plb.26.1.12, cf. D.Chr.47.17, Alciphr.3.7.1, Philostr.VS 548, προήγαγε ... εἰς τὸ βαλανεῖον Charito 2.2.2
•en época romana termas εἶδεν ἐν οἰκίᾳ Δομετιανοῦ στοὰν ἢ βασιλικὴν ἢ β. Plu.Publ.15, cf. 2.61c, ὁ δὲ κόλαξ εἰς τὸ β. ἕλκει Plu.2.62a, εἰς τὸ ἐν [τῷ] γυμν[ασί] ῳ [βα] λανεῖον PLond.1166.6 (I d.C.), εἰς τὸ Χαριδήμου β. PLond.897.17 (I d.C.), cf. 1178.79 (II d.C.), SB 9699.24 (I d.C.), 9653.8, 11 (II d.C.), 9921.6 (III d.C.), εἴ τις ἐκ τοῦ βαλανείου τι κλέψι (sic) TAM 5.159 (Saitas II d.C.), IStratonikeia 701.12 (II d.C.), IEphesos 672.14 (II d.C.), 1104.5 (III d.C.), cf. Hierocl.Facet.23, Mart.Pol.13.1
•en casas particulares PSI 547.27 (III a.C.), PMich.Zen.38.33, 60 (I d.C.), ἰδίου βαλ(ανείου) PLond.1121b.5 (II d.C.)
•τὸ Βαλανεῖον tít. de una comedia de Anfis, Ath.123e
•de otra de Timocles, Poll.10.154
•de otra de Dífilo, Ath.446d.
2 baño que se toma οὔτε γὰρ βαλανείου ... οὔτε λόγου μὴ καθαίροντος ὄφελός ἐστιν Aristo Stoic.1.88, κενωτέον ... καταπλάσμασι καὶ βαλανείοις Gal.11.46, ὅθεν δὴ καὶ ἐπιμηχανῶνται αὐτοῖς καὶ σιτία πονηρὰ καὶ βαλανεῖα τούτων χάριν D.Chr.6.11, τὸ βαλανεῖον παντὶ τρόπῳ ποίησον ὑποκαυθῆναι PFlor.127.4 (III d.C.)
•fig. βαλανεῖον γάρ ἐστιν ἡ Ἐκκλησία πνευματικόν Chrys.M.61.510.
II 1tasa pagada por el clero al estado por la concesión para la explotación de los baños de los templos εἰς διαγρ(αφὴν) τ[ελ(εσμάτων)] βαλανείου BGU 362.6.20 (III d.C.), cf. Ostr.1 p.167-168.
2 impuesto para la construcción y mantenimiento de baños públicos PHib.108.7 (III a.C.), en plu. PHib.116.1 (III a.C.), PTeb.5.120 (II a.C.).
German (Pape)
[Seite 428] τό, Bad, Badstube, Ar. Plut. 535 u. öfter; Plat. Rep. VI, 495 e u. Folgende; Sp. = Badewasser.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 bain, salle de bain;
2 bain, eau de bain.
Étymologie: cf. lat. balineum, balneum.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαλανεῖον -ου, τό βαλανεύς bad(huis).
Russian (Dvoretsky)
βᾰλᾰνεῖον: τό
1 тж. pl. баня, купальня Arph., Arst., Dem.;
2 купанье, омовение Plut.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: warm bath, -room (Ar.).
Derivatives: βαλανεύς m. bath-man (Ar.) basis of deriv. (cf. κναφεῖον: κναφεύς etc..)? Also βαλανίτης (-είτης, s. Redard, Noms grecs en -της 12, 38) bather (Plb.). βαλανάριον n. (pap., inscr.) with the Lat. Suffix -ārium.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: An attempt to derive the word from βάλανος acorn as stopper in DELG; improbable. For bathing with warm water, which is prob. an Aegaean custom, we expect a Pre-Gr. word, like ἀσάμινθος. The structure of the word is typically Pre-Gr.: βαλ-αν- (with β-, -α-, -αν-). - From βαλανεῖον Lat. bal(i)neum.
Middle Liddell
[from βαλανεύς
Lat. balineum, balneum, a bath or bathing-room, Ar.; in plural, Ar.
Greek Monolingual
βαλανεῖον, το (AM) και βαλάνειον και -νιόν, το (Μ)
λουτρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα βαλανεύς, βαλανείον είναι λέξεις της αττικής κυρίως διαλέκτου που δεν απαντούν στον Όμηρο και δεν εμφανίζονται πριν από τον Αριστοφάνη και τον Πλάτωνα. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για δάνεια αιγαιακής προελεύσεως (πρβλ. ασάμινθος), όπου ήταν γνωστή η συνήθεια του μπάνιου με ζεστό νερό. Κατ' άλλους όμως οι λέξεις αυτές είναι δημιουργήματα της Ελληνικής και προέρχονται από βάλανος «πώμα μπανιέρας» ή «βρέξιμο». Με τη δεύτερη σημασία η λ. βάλανος σχετίζεται με το βάλλω «ρίχνω, καλύπτω κάτι ρίχνοντας νερό», καθώς και με το αρχ. ινδ. galana-»αυτός που στάζει», υπόθεση όχι και τόσο πειστική. Εξάλλου η μορφολογική σχέση με το βάλανος δεν δικαιολογείται σημασιολογικά. Μία τελευταία ερμηνεία ανάγεται σε υποθετικό τ. βάλανα «φιάλη με νερό για τους λουομένους»].
Greek Monotonic
βᾰλᾰνεῖον: τό, Λατ. balineum, balneum, λουτρό (ο χώρος συνολικά ή ο συγκεκριμένος λουτήρας), σε Αριστοφ.· συχνότερα απαντά στον πληθ., στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰλᾰνεῖον: τό, Λατ. balineum, balneum, λουτὴρ ἢ λουτρών, συχνάκις παρὰ κωμ. ὡς ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 837, 1054· συχνότερον κατὰ πληθ., αὐτόθι 991, Ἱππ. 1401, κτλ. 2) λουτρὸν ὅπερ ἔκαμέ τις, Ἀρίστων παρὰ Πλουτ. 2. 42Β, Γαλην. - Ἡ ποιητ. λέξις εἶναι λοετρά, λουτρά, τά.
Frisk Etymology German
βαλανεῖον: {balaneĩon}
Grammar: n.
Meaning: Badstube, warmes Bad (Ar., Thphr. usw.).
Derivative: Dem. βαλανίδιον (Pap.). — Daneben entweder als Grundwort oder wohl eher durch retrograde Ableitung (κναφεῖον: κναφεύς usw.) βαλανεύς m. Bader (Ar., Pl. usw.) mit βαλανεύω ein Bad aufwärmen, Bader sein (Kom.) und βαλανευτής Bader (Pap.), βαλανεύτρια (Poll., Lib.), βαλανευτικός (Pl., Pap.); außerdem βαλανίτης (-είτης, vgl. Redard Les noms grecs en -της 12, 38) Bader (Plb.), βαλάνισσα (AP) und βαλανίς (Suid.) Bäderin, βαλανικός zum Bad gehörig (Sch.). Für sich steht βαλανάριον n. Badelaken od. ähnl. (Pap., Inschr.) mit dem lat. Suffix -ārium.
Etymology: Unerklärt. Der auf Froehde bei Fick 1, 404 zurückgehende Vergleich mit aind. galana- träufelnd, das Träufeln (Lex., Gramm.; von galati herabträufeln), der zunächst ein Nomen *βάλανος, -ον Begießen, Guß (von βάλλω ‘(be)werfen’, okkas. ‘mit Wasser, Blut usw. bewerfen, bespritzen’) voraussetzt, ist aus verschiedenen Gründen sehr unwahrscheinlich. Erstens ist die Zusammenstellung von βάλλω mit galati sehr zweifelhaft (s. βάλλω); zweitens heißt βάλλω nur okkasionell und sekundär bespritzen; drittens erwartet man für die aus dem ägäischen Kulturkreis eingeführte Sitte des Badens in warmem Wasser keine auf vorgr. idg. Sprachgebrauch zurückgehende Benennung. Entweder ist also βαλανεῖον (und βαλανεύς) ägäisch wie ἀσάμινθος (s. d.), oder es ist im Griechischen selbst geschaffen. Die formal sich aufdrängende Anknüpfung an βάλανος Eichel (mit allerhand technischen Nebenbedeutungen) bleibt aber semantisch zu begründen; ob von βάλανος = ‘Verschluß-Zapfen’, woraus βαλανεῖον eig. *verschlossener Raum?? — Aus βαλανεῖον stammt lat. bal(i)neum.
Page 1,212-213
Wikipedia EN
Balneum or balineum, derived from the Greek βαλανεῖον signifies, in its primary sense, a bath or bathing-vessel, such as most persons of any consequence among the Romans possessed in their own houses, and hence the chamber which contained the bath, which is also the proper translation of the word balnearium. The diminutive balneolum is adopted by Seneca to designate the bathroom of Scipio in the villa at Liternum, and is expressly used to characterize the modesty of republican manners as compared with the luxury of his own times. But when the baths of private individuals became more sumptuous and comprised many rooms, instead of the one small chamber described by Seneca, the plural balnea or balinea was adopted, which still, in correct language, had reference only to the baths of private persons. Thus, Cicero terms the baths at the villa of his brother Quintus balnearia.
Léxico de magia
τό 1 baño como acción prohibida συναγνευέτω σοι <ζʹ> ἡμέρας καὶ ἀποσχέσθω ἐμψύχων καὶ βαλανείου que permanezca puro contigo durante siete días y que se abstenga de alimentos animales y del baño P IV 735 2 baño público lugar donde depositar algo ἐνειλήσας τῷ αὐτῷ ῥάκει τὸ ζῴδιον βάλε εἰς ὑποκαύστραν βαλανείου envuelve la figurilla con el mismo trozo de ropa y échala al hipocausto de un baño P II 51 ὅπου ῥοῦς ἐστιν ἢ παραρέον βαλανείου ... βάλε (τὴν πλάκαν) φέρεσθαι εἰς τὸν ῥοῦν ἢ εἰς θάλασσαν donde haya una corriente o un desagüe de un baño público echa la lámina a la corriente o al mar para que se la lleve P VII 436 βάλε (τὸ ὄστρακον) εἰς ὑποκαυστήριον βαλανείου echa la concha al hipocausto de un baño P VII 469 κόλλα (τὸ πιττάκιον) εἰς τὸν ξηρὸν θόλον τοῦ βαλανίου fija la tablilla en la habitación seca de vapor de un baño P XXXVI 75 P XXXVIII 3 (fr. lac.) λέγε τὸν λόγον καὶ βάλε ἐπὶ τὴν πλάκαν τοῦ βαλανίου pronuncia la fórmula y échala en la losa de un baño P XXXVI 334 P XXXVI 340