νομεύω
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
A put to graze, drive afield, in Act., of the shepherd, καλλίτριχα μῆλα νομεύων Od.9.336; ἐνόμευε νομὸν κάτα πίονα μῆλα ib.217; ἀγέλην ν. Pl.Plt. 265d:—Pass., metaph., of ἀνθρώπων ἀγέλαι, ib.295e.
2 βουσὶ νομοὺς ν. eat down the pastures with oxen, Lat. depascere, h.Merc.492.
3 abs., to be a shepherd, tend flocks, Theoc.20.35.
II later, = νωμάω, direct, manage, Nonn. D. 7.110.
French (Bailly abrégé)
mettre en pâture.
Étymologie: νομή.
German (Pape)
ein Hirt sein, weiden; ἐνόμευε νομὸν κάτα πίονα μῆλα, Od. 9.217, 336, 10.85; βουσὶ νομοὺς νομεύειν, mit Rindern die Weiden beweiden, abweiden, H.h. Merc. 492; ἀγέλην νομεύω, Plat. Polit. 265d; pass., von den Herden selbst, 295e und Sp. einzeln, Luc. Amor. 5; absol., Theocr. 20.35.
Bei Christod. ecphr. 351 = νωμάω.
Russian (Dvoretsky)
νομεύω:
1 пасти (μῆλα Hom.; ἀγέλην Plat.): (ἀγέλαι), ὁπόσαι νομεύονται Plat. пасущиеся стада;
2 использовать в качестве пастбища, скармливать, стравливать (βουσὶ νομούς HH);
3 пасти стада, быть пастухом Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
νομεύω: (νομεὺς) ὁδηγῶ εἰς τὴν νομήν, βόσκω, ἐν τῷ ἐνεργ. ἐπὶ τοῦ ποιμένος, καλλίτριχα μῆλα νομεύων Ὀδ. Ο. 336· νομὸν κατὰ πίονα μῆλα νομεύειν Ι. 217· οὕτως, ἀγέλην ν. Πλάτ. Πολιτικ. 265D - παθ., ἐπὶ τῶν ποιμνίων, αὐτόθι 295Ε. 2) βουσὶ νομούς, Ἑκάεργε, νομεύσομεν, παρασκευάσομεν, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 492. Λατ. depascere. 3) ἀπολ. εἶμαι ποιμήν, νέμω ποίμνια, Θεόκρ. 20. 35. ΙΙ. Παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, = νωμάω, διευθύνω, κυβερνῶ, Χριστοδ. Ἔκφρασ. 350, Νόνν. Δ. 7. 110.
English (Autenrieth)
ipf. ἐνόμευε: pasture, μῆλα. (Od.)
English (Slater)
νομεύω put to graze νόμευε δ fr. 15 Schr. = fr. 6a d. Snell.
Greek Monolingual
νομεύω (ΑΜ, Μ και [ἀ]νομεύ[γ]ω) νομεύς
διευθύνω, κυβερνώ, διοικώ, έχω υπό τον έλεγχό μου, εξουσιάζω («ὅσα χωρία... νὰ τὰ ἔχῃ καὶ νομεύεται τῆς Βενετίας ὁ δούκας», Χρον. Μoρ.)
μσν.
1. μεταβιβάζω σε κάποιον την κυριότητα ενός πράγματος ή παρέχω σε κάποιον το δικαίωμα κατοχής και επικαρπίας ενός πράγματος
2. κρατώ κάτι στα χέρια μου
3. οικειοποιούμαι κάτι
4. ενεργώ, διαπράττω
5. (ενεργ. και μέσ.) α) έχω κάτι στην κυριότητά μου
β) (για δικαστική αρχή) κάνω κατάσχεση
6. μέσ. νομεύομαι
(για ζώα) βόσκω
αρχ.
1. (για ποιμένα) οδηγώ ποίμνιο στη βοσκή
2. είμαι βοσκός, βόσκω κοπάδι
3. (σχετικά με όχημα) οδηγώ, διευθύνω
4. φρ. «νομοὺς νομεύω» — παρασκευάζω ή βρίσκω βοσκοτόπια.
Greek Monotonic
νομεύω: μέλ. -σω,
1. οδηγώ στη βοσκή, βόσκω (Ενεργ., λέγεται για ποιμένα), οδηγώ στους αγρούς, σε Ομήρ. Οδ. — στην Παθ., λέγεται για κοπάδια, οδηγούμαι στη βοσκή, σε Πλάτ.
2. βουσὶ νομοὺς νομεύσομεν, κατατρώμε τα χόρτα της βοσκής μαζί με τα βόδια, Λατ. depascere, σε Ομηρ. Ύμν.
3. απόλ., είμαι βοσκός, φροντίζω κοπάδια, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
νομεύω, fut. -σω [from νομεύς
1. to put to graze, drive afield, of the shepherd, Od.:—in Pass. of the flocks, to go to pasture, Plat.
2. βουσὶ νομοὺς ν. to eat down the pastures with oxen, Lat. depascere, Hhymn.
3. absol. to be a shepherd, tend flocks, Theocr.
Mantoulidis Etymological
(=ὁδηγῶ στή βοσκή). Ἀπό τό νομεύς τοῦ νέμω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.