στρώννυμι

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρώννυμι Medium diacritics: στρώννυμι Low diacritics: στρώννυμι Capitals: ΣΤΡΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: strṓnnymi Transliteration B: strōnnymi Transliteration C: stronnymi Beta Code: strw/nnumi

English (LSJ)

and στρωννύω, v. στόρνυμι.

German (Pape)

[Seite 957] und στρωννύω, fut. στρώσω, durch Buchstabenumstellung von στόρνυμι, στορέννυμι gebildet, w. m. s., – breiten, ausbreiten; ἔστρωτο, Il. 10, 155; ἐστρωμένον, H. h. Ven. 159; πέδον κελεύθου στρωννύναι πετάσμασιν, bedecken, Aesch. Ag. 883; μηδ' εἵμασι στρώσασ' ἐπίφθονον πόρον τίθει, 895; ἔστρωσε εὐνάς, Eur. Suppl. 766; ἵν' ἔστρωται λέχος, Med. 41 und 380; κλίνην ἔστρωσαν, Her. 4, 139; τὸ κῦμα ἔστρωτο, 7, 193. (s. στορέννυμι); ἐστρωμένων σμίλακι καὶ μυῤῥίναις, Plat. Rep. II, 372 b; κλίνην στρώννυσι, τράπεζαν κοσμεῖ, Xen. Cyr. 8, 2, 6; στρώννυτε κοίτας, Anaxandrid. bei Ath. II, 48 a.

English (Autenrieth)

aor. (ἐ)στόρεσα, pass. perf. ἔστρωμαι, plup. ἔστρωτο: spread, lay (sternere), a bed, couch, carpet; ‘lay,’ ‘calm,’ the waves, Od. 3.158.
see στορέννυμι.

French (Bailly abrégé)

f. στρώσω, ao. ἔστρωσα, pf. ἔστρωκα, pqp. ἐστρώκειν;
Pass. f. στρωθήσομαι, ao. ἐστρώθην, pf. ἔστρωμαι, pqp. ἐστρώμην;
étendre (un tapis, etc.).
Étymologie: R. Στρω étendre ; cf. Στορ, > στόρνυμι, στορέννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρώννυμι en στρωννύω zie στόρνυμι.

Russian (Dvoretsky)

στρώννῡμι: и στρωννύω = στορέννυμι.

Spanish

extender, cubrir, preparar, arreglar

English (Strong)

or simpler stronnuo, prolongation from a still simpler stroo, (used only as an alternate in certain tenses) (probably akin to στερεός through the idea of positing); to "strew," i.e. spread (as a carpet or couch): make bed, furnish, spread, strew.

Greek Monolingual

και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α
βλ. στρώνω.

Greek Monotonic

στρώννῡμι: και -ύω· βλ. στορέννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

στρώννῡμι: καὶ -ύω, ἴδε στορέννυμι.

Frisk Etymological English

See also: s. στόρνυμι.

Frisk Etymology German

στρώννυμι: {strṓnnumi}
See also: s. στόρνυμι.
Page 2,812

Chinese

原文音譯:strènnumi 士特朗匿米
詞類次數:動詞(7)
原文字根:撒佈 相當於: (יָצוּעַ‎ / יָצִיעַ‎) (רָבַד‎)
字義溯源:散佈*,鋪,散播,擺設,擺設整齊,收拾,收拾褥子;或源自(στερεός)=堅硬的)
同源字:1) (καταστρώννυμι)覆沒 2) (λιθόστρωτος)鋪設石頭 3) (στρώννυμι / στρωννύω)散佈 4) (ὑποστρωννύω)鋪設於下面
出現次數:總共(7);太(2);可(3);路(1);徒(1)
譯字彙編
1) 鋪(3) 太21:8; 可11:8; 可11:8;
2) 把⋯鋪(1) 太21:8;
3) 收拾褥子罷(1) 徒9:34;
4) 擺設整齊的(1) 路22:12;
5) 擺設(1) 可14:15

Mantoulidis Etymological

(στρωννύω = στρώνω τό κρεββάτι, ξαπλώνω, καταβάλλω). Ἀπό ἀρχική ρίζα στρακαί μέ μετάθεση σταρ-. Θέματα: α) στορ + πρόσφυμα νυ + μι → στόρνυμι. β) στορ + πρόσφ. ε + σ + νυ +μι → στορέσνυμι → στορέννυμι. γ) στρω + σ + νυ + μι → στρώσνυμι → στρώννυμι. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: στρατός, στρατεύω, στρατιά, στρατιώτης, στρατιωτικός, στρατηγός, στρατηλάτης, στρατόπεδον, στρῶμα, στρωματεύς, στρωματόδεσμον (=δερμάτινος σάκος ὅπου οἱ δοῦλοι τύλιγαν τά στρώματα), κατάστρωμα, στρωματεῖς (=ἔργο συναρμολογημένο ἀπό πολλούς), στρῶσις, στρωτήρ, στρώτης, κατάστρωσις, στρωτός, ἄστρωτος, λιθόστρωτος, στρωμνή.

Léxico de magia

1 extender ἐπὶ δώματος ὑψηλοτάτου ἀνελθὼν στρῶσον ἐπὶ τῆς γῆς σινδόνιον καθαρόν sube al terrado y extiende en el suelo un lienzo limpio P IV 171 στρώσας καθαρείως ἄμμον ἱεράν extiende con pureza arena sagrada (en una práctica de inmortalidad) P IV 760 2 cubrir στρῶσον δὲ θρόνον καὶ κλιντήριον διὰ βυσσίνων cubre un trono y un sillón con telas de lino P I 332 3 preparar, arreglar un sentido genérico πρῶτον δὲ τὸν οἶκον στρώσας, καθὼς πρέπει primero prepara la habitación, como es debido P I 84

Translations

Azerbaijani: yaymaq; Bulgarian: простирам се; Catalan: estendre; Chechen: даржа; Danish: fordele; Dutch: verspreiden, spreiden, uitbreiden, verbreiden, uitstrekken; Finnish: levittää, tasoittaa; French: étaler; Friulian: stierni; Galician: estender; Georgian: ავრცელებს; German: verteilen; Ancient Greek: στρώννυμι; Hebrew: פָּרַשׂ‎; Ingush: даржа; Irish: scaoil; Italian: spartire; Japanese: 開く, 裂く; Latin: sterno, pando; Macedonian: поделува; Malay: hampar; Maori: tahora, māroha, māroharoha; Middle English: spreden, breden; Polish: podzielić; Portuguese: estender; Romanian: așterne, întinde; Russian: распространять, распространить; Sanskrit: तनोति; Spanish: extender; Swahili: enea; Swedish: sprida, vidga; Tagalog: kumalat; Turkish: yaymak; Ukrainian: розповсюджувати, поширювати