τελώνης
Ζεὺς οἶδε μοῖράν τ' ἀμμορίην τ' ἀνθρώπων → Zeus knows what is man's fate and what is not, Zeus knows man's good and bad fortune
English (LSJ)
τελώνου, ὁ, (τέλος 1.8, ὠνέομαι) farmer or collector of tolls, customs, or taxes, Ar.Eq.248 (troch.), Aeschin.1.119, Herod.6.64, PCair.Zen.31.20 (iii B.C.), UPZ 113.8 (ii B.C.), Aristocl. ap. Eus.PE15.2, etc.: freq. with a sense of reproach, πάντες τελῶναι, πάντες εἰσὶν ἅρπαγες, of the Oropians, Xeno 1; ἐφ' οἷς ἂν καὶ τελώνης σεμνυνθείη βάναυσος Plb.12.13.9, cf. Gal. 8.587, 9.804; = Lat. publicanus, Ev.Matt.5.46, al.; πορνοβοσκοὶ καὶ τελῶναι Asp.in EN102.21.
German (Pape)
[Seite 1089] ὁ, der die Abgaben u. Zölle vom Staate gepachtet hat, publicanus, u. der Zöllner od. Zolleinnehmer, portitor, Ar. Equ. 248; oft bei Sp. im verächtlichen Sinne, ἐπὶ τούτοις σεμνύνεσθαι, ἐφ' οἷς ἂν καὶ τελώνης σεμνυνθείη ἢ βάναυσος, Pol. 12, 13, 9; Plut. Alc. 5; bes. N.T.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
fermier public, percepteur d'impôts, publicain.
Étymologie: τέλος, ὠνέομαι.
Russian (Dvoretsky)
τελώνης: ου ὁ
1 откупщик налогов Arph., Arst., Aeschin., Polyb., Plut.;
2 сборщик налогов, мытарь NT.
Greek (Liddell-Scott)
τελώνης: -ου, ὁ, (τέλος V) ὁ τὸ τέλος ὠνούμενος, ὁ ἀγοράζων τοὺς δημοσίους φόρους, ἢ ὁ εἰσπράκτωρ τῶν δημοσίων φόρων, δασμῶν κλπ. πολιτείας τινός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 248, Αἰσχίν. 17. 3· ἴδε Böckh P. E. 2. 52 κἑξ.· - παρὰ μεταγεν. πολλάκις λέγεται ὡς ὀνειδιστικὴ ἐπίκλησις, πάντες τελῶναι, πάντες εἰσὶν ἅρπαγες, ἐπὶ τῶν κατοίκων Ὠρωποῦ, Ξένων ἐν Κωμικ. Ἀποσπ. 4. 596· ἐφ’ οἷς ἂν καὶ τελώνης σεμνυνθείη ἢ βάναυσος Πολύβ. 12. 13, 9, πρβλ. τελωνέω· - οὕτως ἐν τῇ Καινῇ Διαθ. ὡς ἴσον τῷ Λατιν. publicanus. - Κατὰ Σουΐδ. (α) «τελώνης, ὁ τῶν τελῶν ἐταστής. διεβέβλητο παρὰ τοῖς παλαιοῖς τὸ τοῦ τελώνου ὄνομα καὶ τοῦ Κλέωνος ὄντος τελώνου καὶ ὑπὲρ τὸ τέλος τελωνοῦντος ὥς φησιν Ἀριστοφάνης (Ἱππ. 248)»· (β) «τελώνης, ἀλλοτρίων πραγμάτων μεριστής», κλπ.
English (Strong)
from τέλος and ὠνέομαι; a tax-farmer, i.e. collector of public revenue: publican.
English (Thayer)
τελωνου, ὁ (from τέλος (which see 2)) tax, and ὠνέομαι to buy; cf. δημοσιώνης, ὀψώνης, δεκατωνης), from Aristophanes, Aeschines, Aristotle, Polybius down;
1. a renter or farmer of taxes (Latin publicanus); among the Romans usually a man of equestrian rank.
2. a tax-gatherer, collector of taxes or tolls (Vulg. publicanus incorrectly: (so A. V. publican)), one employed by a publican or farmer-general in collecting the taxes. The tax-collectors were, as a class, detested not only by the Jews but by other nations also, both on account of their employment and of the harshness, greed, and deception, with which they prosecuted it; (hence, they are classed by Artemidorus Daldianus, oneir. 1,23; 4,57, with καπηλοις καί τοῖς μετά ἀναιδειας ζῶσι καί λῃσταῖς καί ζυγοκρουσταις καί παραλογισταις ἀνθρώποις; Lucian, necyom. c. 11puts together μοιχοί, πορνοβοσκοι καί τελῶναι καί κολακες καί συκοφανται (Theophrastus, charact. 6 (περί ἀπονοίας) πανδοχευσαι, καί πορνοβοσκησαι, καί τελωνησαι)): ἁμαρτωλοί, πόρναι, ὁ ἐθνικός καί ὁ τελώνης, Winer s RWB, under the words, Zoll, Zöllner; (BB. DD., under the word Publican>; Wetstein on Matthew 5:46; Edersheim, Jesus the Messiah, i. 515ff).
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
1. (στην ΚΔ) άνθρωπος αμαρτωλός, άδικος και εκβιαστής («οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι τὸ αυτὸ ποιοῦσι;», ΚΔ)
2. φρ. «η Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου»
εκκλ. η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου, κατά την οποία αναγιγνώσκεται στους ναούς η ευαγγελική περικοπή που αναφέρεται στην παραβολή του Χριστού περί του Τελώνη και του Φαρισαίου
νεοελλ.
προϊστάμενος τελωνείου
αρχ.
1. ο ενοικιαστής τών δημόσιων φόρων, που αγόραζε από το δημόσιο τους φόρους και τους εισέπραττε μετά από τους οφειλέτες (α. «παῖε... καὶ τελώνην καὶ φάραγγα καὶ χάρυβδιν ἁρπαγής», Αριστοφ.
β. «μαρτυρίαν τελώνου τοῦ παρὰ Τιμάρχου τοῦτο ἐκλέξαντος τὸ τέλος», Αισχίν.)
2. ονειδιστική επίκληση τών κατοίκων του Ωρωπού («πάντες τελῶναι, πάντες εἰσὶν ἄρπαγες», Ξένων).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλος «φόρος» + -ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. θεατρώνης].
Greek Monotonic
τελώνης: -ου, ὁ (τέλος V), αγοραστής ή εισπράκτορας δημόσιων φόρων, σε Αριστοφ., Αισχίν., Κ.Δ.· Λατ. publicanus.
Middle Liddell
τελ-ώνης, ου, ὁ, τέλος V]
a farmer or collector of the taxes, Ar., Aeschin.: in NTest. = Lat. publicanus.
Chinese
原文音譯:telènhj 帖羅尼士
詞類次數:名詞(22)
原文字根:完成(者)
字義溯源:稅吏,稅務員;由(τέλος)=界限,結局)與(ὠνέομαι)=購買)組成,其中 (τέλος)出自(τελέω)X*=有目標的計劃),而 (ὠνέομαι)出自(ὠνέομαι)X*=總計)。猶太人對稅吏的印象不好( 路3:12,13; 太18:17),尤其比較急進的猶太人,如奮銳黨的猶太人,對稅吏更是輕視;可是,主耶穌的十二個門徒中,既有稅吏馬太,又有奮銳黨的西門( 太10:3,4)
出現次數:總共(22);太(9);可(3);路(10)
譯字彙編:
1) 稅吏(20) 太5:46; 太5:47; 太9:10; 太9:11; 太10:3; 太11:19; 太18:17; 太21:31; 太21:32; 可2:15; 可2:16; 可2:16; 路5:29; 路5:30; 路7:29; 路7:34; 路15:1; 路18:10; 路18:11; 路18:13;
2) 一個稅吏(1) 路5:27;
3) 稅吏們(1) 路3:12
English (Woodhouse)
tax-collector, collector of customs, farmer of revenues, tax-gatherer
Mantoulidis Etymological
(=εἰσπράκτορας τῶν δημόσιων φόρων). Ἀπό τό τέλος (=φόρος) + ὠνοῦμαι (=ἀγοράζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη τέλος.