ἐκδιδάσκω
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
English (LSJ)
poet. aor.
A ἐκδιδάσκησα Pi.P.4.217:—teach thoroughly, τινά Sapph.71, Th.6.80, Pl.Prt. 328e, etc.; ἐ. πάνθ' ὁ γηράσκων χρόνος A.Pr.981; λέγ' ἐκδίδασκε ib.698, etc.; ἐ. τινά τι Pi.l.c., S.OC1539, Antipho 5.14, Theoc.6.40:—Med., have another taught, of the parents, Hdt.2.154, E.Med.295, Pl.Ep.360e:—Pass., c. inf., S.Tr. 1110, etc.; αἰσχροῖς γὰρ αἰσχρὰ πράγματ' ἐκδιδάσκεται Id.El.621; ὄψ' ἐκδιδαχθεὶς τῶν κατ' οἶκον.. having learnt too late from those at home, Id.Tr.934.
2 c. acc. pers. et inf., to teach one to be so and so, εἶναι κακήν Id.El.395, cf. Ant.298; ἐπιθυμεῖν (sc. αὐτοὺς) ἐξεδίδαξα Ar.Ra.1026: with inf. omitted, γενναίους ἐ. ib.1019.
3 explain, expound, ἐ. ὡς.. Hdt.4.118, S.OT1370: abs., ἐ. σαφῶς Com.Adesp. 14.9 D.
Spanish (DGE)
(ἐκδῐδάσκω)
• Grafía: graf. ἐγδ- BGU 1124.8 (I a.C.)
• Morfología: [aor. ind. ἐκδιδάσκησεν Pi.P.4.217; perf. part. sin red. ἐκδιδαγμένος Hsch.s.u. μελλέβιος, Tz.Comm.Ar.1.104.17]
I 1enseñar, instruir c. doble ac., de pers. y de abstr. λιτάς τ' ἐπαοιδὰς ἐκδιδάσκησεν σοφὸν Αἰσονίδαν enseñó al sabio Esónida preces de súplica Pi.l.c., τὰ μὴ καλῶς ἔχοντα ... τοὺς ἀνθρώπους Antipho 5.14, cf. S.OC 1539, Theoc.6.40, 24.105, LXX 4Ma.5.23, Ph.1.177, I.AI 9.2, Plu.Num.22, en contratos de aprendizaje τὸν Νῖλον ... τὴν ἡλοκοπικὴν τέχνην BGU l.c., τὸν μαθητὴν τὴν δηλουμένην τέχνην POxy.725.47 (II d.C.), c. ac. de pers. y giro prep. τὸν παῖδα κατὰ τὴν γερδιακὴν τέχνην SB 10236.17 (I d.C.), c. ac. de pers. e inf. μὴ μ' ἐκδίδασκε ... εἶναι κακήν S.El.395, cf. Ant.298, Ar.Ra.1026, Ph.1.313, X.Oec.12.16, c. ac. de pers. y un epít. en aposición Ἤρων ἐξεδίδαξε ... τὰν ἀνυόδρομον enseñó a Hero la veloz corredora, Inc.Lesb.11, c. ac. de cosa o abstr. τὰ πολλὰ ταῦτα Pl.Prt.328e, σωφροσύνην καὶ φρόνησιν LXX Sap.8.7, νόμους Luc.Anach.22, ἕκαστα Longus 1.8.2
•fig., c. suj. abstr. instruir sobre, dar conocimientos sobre ἐκδιδάσκει πάνθ' ὁ γηράσκων χρόνος el transcurso del tiempo lo enseña todo A.Pr.981, ἔθος καὶ μελέτη διαρρυεῖσα ἐκδιδάσκει τὰ ἔντερα Aret.SD 2.10.2
•en v. pas. αἰχροῖς γὰρ αἰσχρὰ πράγματ' ἐκδιδάσκεται S.El.621, (φασί) ... παρ' αὐτῶν τοὺς λοιποὺς πάντας ἐκδιδαχθῆναι D.P.Au.2.9
•c. ac. de rel., frec. equiv. aprender τήν τε πολιτικὴν τέχνην ... ἐκδιδάσκεσθαι hay que instruirse, e.e., hay que aprender el arte de la política Democr.B 157, παῖδας παρέβαλε αὐτοῖσι Αἰγυπτίους τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν ἐκδιδάσκεσθαι Hdt.2.154, ταῦθ' ὑφ' ἡμῶν οὐδὲν ἐξειδὼς πλέον οὐδ' ἐκδιδαχθείς S.OT 38, γράμματα καὶ μουσικὴν ... ἐκδιδασκόμενοι D.H.1.84, οὕτω γὰρ ἂν θᾶττον τῆς πατρῴας θήρας τὸν τρόπον ἐκδιδαχθεῖεν de halcones, D.P.Au.2.3, ἐγὼ ... ὑπ' αὐτοῦ Δεξίππου ταῦτα ἔχων ἐκδιδάσκεσθαι Eun.Hist.1.31, ἰατρικὴν ἐκ Χείρωνος οὗτος ἐκδιδαγμένος ref. a Asclepio Tz.Comm.l.c., como part. pred. c. οἶδα: τὴν λέξιν οἶδα ἐκδιδαχθείς lo sé por haber aprendido el significado de las palabras Hld.3.12.3, εἰδώς, ἅτε ... τὴν ἱερὰν παίδευσιν ἐκδιδαχθείς Hld.3.13.3, c. inf. ἵν' ἐκδιδαχθῇ πᾶσιν ἀγγέλλειν ... para que aprenda a anunciar a todos S.Tr.1110, ἵνα ... ἐκδιδάσκωνται μηδὲν ἡγεῖσθαι παρ' αὐτῷ παλαιόν Ph.1.178.
2 c. doble ac. de pers. y pred. enseñar a ser, educar como αὐτοὺς γενναίους ἐξεδίδαξας Ar.Ra.1019
•tb. en uso de v. med. παῖδας περισσῶς ἐκδιδάσκεσθαι σοφούς enseñar a los hijos de uno a ser excesivamente sabios E.Med.295.
3 explicar, contar en cont. narrativos, c. ac. de pers. y ac. de cosa λόγῳ δέ σ' ἐν βραχεῖ τοῦτ' ἐκδιδάξω en pocas palabras te lo contaré S.Ph.436, c. περί y gen. ἐκδιδάσκειν ... ὑμᾶς ... περὶ ὧν ... γιγνώσκετε explicaros cosas que conocéis Th.6.80, c. or. complet. ὡς μὲν τάδ' ... μή μ' ἐκδίδασκε S.OT 1370, οἱ ἄγγελοι ἔλεγον ἐκδιδάσκοντες ὡς ὁ Πέρσης ... Hdt.4.118, cf. Hld.8.14.4, 7.1.4, sólo c. el ac. de pers. κλύειν σέθεν θέλω καὶ σ' ἐκδιδάσκειν E.Fr.Hyps.105, abs. λέγ', ἐκδίδασκε habla, explica A.Pr.698, c. adv. ἐκδιδάσκοντας σαφῶς Com.Adesp.1008.9
•informar de, contar acerca de c. gen. ἡ δὲ πρώτη τῶν Βασιλειῶν ἐκδιδάσκει μὲν τῆς στείρας Ἅννης Anon.Hier.Luc.2.27, en v. pas. ὄψ' ἐκδιδαχθεὶς τῶν κατ' οἶκον informado demasiado tarde de lo (sucedido) en la casa S.Tr.934, c. ac. ἅπαντα τὰ περὶ τὴν θυγατέρα ἐκδιδαχθείς informado de todo lo concerniente a mi hija Hld.10.36.4.
II en v. med. fact. hacer aprender, hacer instruirse ἐκδίδαξαί τινα, ἵνα κατὰ σχολὴν μανθάνων βελτίων γίγνῃ haz que alguien se instruya, para que, cuando tú tengas tiempo libre, aprendiendo te hagas mejor Pl.Ep.360e.
German (Pape)
[Seite 757] (s. διδάσκω, aor. ἐξεδιδάσκησα Pind. P. 4, 217), gründlich lehren; ἐκδιδάσκει πάνθ' ὁ γηράσκων χρόνος Aesch. Prom. 983; ὡς – Soph. O. R. 1370; seq. inf., El. 387; τινά τι, Phil. 600, wie Theocr. 24, 103; Antipho 5, 14; pass., ὄψ' ἐκδιδαχθεὶς τῶν κατ' οἶκον Soph. Trach. 930; mit folgdm ὡς, O. C. 1370, wie Her. 4, 118; καὶ σὺ τί δράσας οὕτως αὐτοὺς γενναίους ἐξεδίδαξας, hast sie zu edlen Menschen herangebildet, gemacht, Ar. Ran. 1019; ἀδολεσχεῖν αὐτὸν ἐκδίδαξον Eupol. inc. 11. – Med., unterrichten, heranbilden lassen, παῖδας σοφούς Eur. Med. 295; Her. 2, 154; Plat. Epist. XIII, 360 e.
French (Bailly abrégé)
f. ἐκδιδάξω, ao. ἐξεδίδαξα;
enseigner à fond : τινά τι qch à qqn ; Pass. être instruit ou s'instruire de, gén. ; avec un suj. de chose, être enseigné;
Moy. ἐκδιδάσκομαι faire instruire, acc..
Étymologie: ἐκ, διδάσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκδῐδάσκω:
1 обучать, выучивать (τινά τι Soph., Theocr. и τινὰ ποιεῖν τι Soph.): ἐκδιδάσκει πάνθ᾽ ὁ γηράσκων χρόνος погов. Aesch. долгое (досл. стареющее) время учит всему; ἐ. τινά τινα Arph., med. Eur. воспитать кого-л. каким-л.; αἰσχροῖς αἰσχρὰ πράγματα ἐκδιδάσκεται Soph. на дурных примерах учишься (лишь) дурному;
2 сообщать: ἐκδιδαχθείς τινος Soph. узнав от кого-л.; οἱ ἄγγελοι ἔλεγον ἐκδιδάσκοντες, ὡς … Her. вестники передали сообщение, что …; μὴ μ᾽ ἐκδίδασκε Soph. не убеждай меня.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδιδάσκω: μέλλ. -ξω, ποιητ. -διδασκήσω, Πινδ. Π. 4. 386· ― διδάσκω ἀκριβῶς, Λατ. edocere, ἐκδ. πάνθ’ ὁ γηράσκων χρόνος Αἰσχύλ. Πρ. 981, πρβλ. 698, κτλ.· ἐκδ. τινά τι Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σοφ. Ο. Κ. 1539, Ἀντιφῶν 131. 8: ― Μέσ. βάλλω τινὰ νὰ διδαχθῇ, Ἡρόδ. 2. 154, Εὐρ. Μήδ. 296: ― Παθ., μετ’ ἀπαρ., Σοφ. Τρ. 1110, κτλ.· αἰσχροῖς γὰρ αἰσχρὰ ἐκδιδάσκεται ὁ αὐτ. Ἠλ. 621· ὀψ’ ἐκδιδαχθεὶς τῶν κατ’ οἶκον..., ἀργὰ ἐκμαθών, πυθόμενος ἐκ τῶν κατ’ οἶκον ὑπηρετῶν, ὁ αὐτ. Τρ. 934. 2) μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., διδάσκω τινὰ νὰ εἶναι τοιοῦτος ἢ τοιοῦτος, εἶναι κακὴν ὁ αὐτ. Ἠλ. 395, πρβλ. Ἀντ. 298: ὡσαύτως παραλειπομένου τοῦ ἀπαρεμφάτου, γενναῖόν τινα ἐκδ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1019· μετὰ μόνου ἀπαρεμφ., ἐπιθυμεῖν ἐξεδίδαξα αὐτόθι 1026· ἐκδ. ὡς... Ἡρόδ. 4. 118, Σοφ. Ο. Τ. 1370. ― Πρβλ. διδάσκω.
English (Slater)
ἐκδῐδάσκω (on the aor. -ησα, v. West on Hes., Theog. p. 88.) teach c. dupl. acc. λιτάς τ' ἐπαοιδὰς ἐκδιδάσκησεν (sc. Ἀφροδίτα) σοφὸν Αἰσονίδαν (P. 4.217)
Greek Monolingual
ἐκδιδάσκω (Α)
1. διδάσκω λεπτομερώς
2. διδάσκω, καθοδηγώ κάποιον να συμπεριφέρεται έτσι ή αλλιώς.
Greek Monotonic
ἐκδιδάσκω: μέλ. -ξω·
1. διδάσκω πλήρως, Λατ. edocere, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἐκδ. τινά τι, σε Σοφ. — Μέσ., βάζω κάποιον άλλο να διδαχθεί, λέγεται για τους γονείς, σε Ηρόδ., Ευρ. — Παθ., αἰσχρὰ ἐκδιδάσκεται, διδάσκεται επαίσχυντα, αδιάντροπα, άτιμα πράγματα, σε Σοφ.· ἐκδιδαχθεὶς τῶν κατ' οἶκον, αυτός που έχει μάθει πράγματα από το σπίτι του, στον ίδ.
2. με αιτ. προσ. και απαρ., διδάσκω κάποιον στο να είναι έτσι ή αλλιώς, στον ίδ.· με το απαρ., παραλείπεται, γενναῖόν τινα ἐκδ., σε Αριστοφ.
Middle Liddell
fut. ξω
1. to teach thoroughly, Lat. edocere, Aesch., etc.; ἐκδ. τινά τι Soph.:—Mid. to have another taught, of the parents, Hdt., Eur.:—Pass., αἰσχρὰ ἐκδιδάσκεται is taught disgraceful things, Soph.; ἐκδιδαχθεὶς τῶν κατ' οἶκον having learnt of things at home, Soph.
2. c. acc. pers. et inf. to teach one to be so and so, Soph.; inf. omitted, γενναῖόν τινα ἐκδ. Ar.
Lexicon Thucydideum
edocere, to inform fully, 6.80.3.
Translations
teach
Abkhaz: арҵара; Afrikaans: leer, onderrig; Alabama: aabachi; Albanian: mësoj; Arabic: عَلَّمَ; Egyptian Arabic: درس; Moroccan Arabic: قرا, علم; Armenian: սովորեցնել, ուսուցանել, դաս տալ, վարժեցնել; Aromanian: nvetsu, anvetsu; Assamese: শিকোৱা, পঢ়োৱা; Asturian: enseñar; Avar: малъизе; Azerbaijani: öyrətmək; Basque: irakatsi; Belarusian: вучыць, выкладаць; Bengali: শেখান; Bikol Central: tukdo; Bulgarian: уча, уча, обучавам; Burmese: သင်, ပညာပေး; Buryat: һургаха; Catalan: ensenyar; Chechen: хьеха; Cherokee: ᏕᎨᏲᎲᏍᎦ; Chichewa: -phunzitsa; Chinese Cantonese: 教; Dungan: җё; Mandarin: 教, 教授; Min Dong: 教; Min Nan: 教; Wu: 教; Cornish: dyski, deski; Czech: učit; Danish: undervise, lære; Dutch: aanleren, leren, onderwijzen, lesgeven; Elfdalian: lära; Esperanto: instrui, lernigi; Estonian: õpetama; Evenki: алагу-; Faroese: læra, undirvísa; Finnish: opettaa; French: apprendre, enseigner; Friulian: insegnâ; Galician: ensinar, aprender, deprender; Georgian: სწავლა, სწავლება; German: lehren, beibringen; Gothic: 𐍄𐌰𐌻𐌶𐌾𐌰𐌽, 𐌻𐌰𐌹𐍃𐌾𐌰𐌽, 𐌲𐌰𐌻𐌰𐌹𐍃𐌾𐌰𐌽; Greek: διδάσκω; Ancient Greek: ἀναγεννάω, ἀναδιδάσκω, ἀναπηγάζω, ἀναστέλλω, ἀποπαιδαγωγέω, δαῆναι, δαίσκω, δάσκω, δείκνυμι, δεικνύω, δέκνυμι, διαδιδάσκω, διαπαιδαγωγέω, διδασκαλεῖν, διδασκαλεύω, διδασκαλέω, διδασκαλῶ, διδάσκω, δίδωμι, εἰσάγω, ἐκδείκνυμι, ἐκδιδάσκω, ἐκμελετάω, ἐκμουσόω, ἐκπαιδαγωγέω, ἐκπαιδεύω, ἐκφέρω, ἐνδιδάσκω, ἐξάρχω, ἐσσάρχω, καθηγέομαι, καθηγοῦμαι, μαθητεύω, μυέω, παιδεύω, παραδίδωμι, προβιβάζω, σπουδάζω, ὑποδείκνυμι, φρενόω, φρενῶ; Greenlandic: ilinniartitsivoq; Guaraní: mbo'e; Hawaiian: aʻo; Hebrew: לימד \ לִמֵּד; Hindi: सिखाना, शिक्षा देना, पढ़ाना; Hinukh: молъа; Hittite: 𒀭𒈾𒉡𒍣; Hungarian: tanít, megtanít, oktat; Icelandic: kenna; Ido: instruktar; Indonesian: ajar, mengajar, mengajari; Interlingua: inseniar; Irish: múin, teagasc; Old Irish: for·cain, do·inchoisc; Istriot: insignà; Italian: insegnare; Japanese: 教える; Javanese: mulang muruk; Kabuverdianu: iduka; Kannada: ಕಲಿಸು; Kazakh: оқыту, сабақ беру; Khmer: បង្រៀន; Korean: 가르치다; Kurdish Central Kurdish: وتنەوە; Northern Kurdish: fêr kirin; Kyrgyz: окут-, үйрөтүү, сабак берүү; Lao: ສອນ; Latin: doceo, instruo, addoceo; Latvian: mācīt; Lithuanian: mokyti; Lü: ᦉᦸᧃ; Lushootseed: ʔugʷus, ʔugʷusəd, ʔugʷucid; Luxembourgish: léieren; Macedonian: учи; Malay: mengajar; Malayalam: പഠിപ്പിക്കുക, അഭ്യസിപ്പിക്കുക, ശിക്ഷണം നൽകുക; Maltese: għallem; Manx: ynsee; Mongolian Cyrillic: заах, сургах; Mongolian: ᠵᠢᠭᠠᠬᠤ, ᠰᠤᠷᠭᠠᠬᠤ; Nanai: алоси-; Neapolitan: 'mparà; Nepali: सिकाउनु; Norman: apprendre, ensîngni; Northern Sami: oahpahit; Norwegian: undervise, lære; Occitan: ensenhar; Odia: ଶିକ୍ଷା ଦେବା; Old Church Slavonic Cyrillic: оучити; Old East Slavic: учити, ꙋчити; Old English: lǣran, tǣċan; Old Norse: kenna; Oromo: barsiisuu; Ossetian: ахуыр кӕнын, амонын; Persian: یاد دادن درس دادن, آموزاندن; Polish: uczyć, nauczyć; Portuguese: ensinar; Quechua: yachachiy; Rapa Nui: haka'ite; Romanian: învăța; Romansch: instruir, docir, mussar; Russian: преподавать, учить, научить, обучать, обучить; Sanskrit: उपदिशति, शास्ति; Scottish Gaelic: teagaisg, foghlaim; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀чити; Roman: ùčiti; Sicilian: nzignari, nsignari; Slovak: učiť; Slovene: učiti; Sorbian Lower Sorbian: wucyś; Upper Sorbian: wučić; Spanish: enseñar; Swahili: kufundisha; Swedish: lära, lära ut; Sylheti: ꠢꠤꠇꠣꠘꠤ, ꠙꠠꠣꠘꠤ; Tajik: ёд додан, омӯзонидан, омӯхтан, таълим додан; Tamil: கற்பி; Telugu: బోధించు, నేర్పు; Thai: สอน; Tibetan: སློབ་པ, སློབ་ཁྲིད་བྱེད་པ; Tocharian B: ākl-; Turkish: öğretmek, ders vermek; Turkmen: okatmak, öwretmek; Tuvan: өөредир, өөредип каар; Ugaritic: 𐎍𐎎𐎄; Ukrainian: вчити, навчити, викладати; Urdu: سکھانا, پڑھانا; Uyghur: ئوقۇتماق; Uzbek: oʻrgatmoq, oʻqitmoq, saboq bermoq, dars bermoq; Venetian: insegnar; Vietnamese: dạy, dạy học, dạy bảo, dạy dỗ; Volapük: tidön; Walloon: acsegnî, scoler; Welsh: athrawiaethu; White Yakut: үөрэт; Yiddish: לערנען; Yucatec Maya: kaʼans; Zazaki: cı musnaene, musnayen, mısnayen; Zhuang: son