ἐπιτηδειότης

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτηδειότης Medium diacritics: ἐπιτηδειότης Low diacritics: επιτηδειότης Capitals: ΕΠΙΤΗΔΕΙΟΤΗΣ
Transliteration A: epitēdeiótēs Transliteration B: epitēdeiotēs Transliteration C: epitideiotis Beta Code: e)pithdeio/ths

English (LSJ)

ἐπιτηδειότητος, ἡ,
A fitness, suitability, suitableness, convenience for a purpose, Hp.Fract.27; πρός τι Pl.Lg.778a, cf. Epicur.Ep.1p.9U.(pl.): tendency, liability, Theon Gymn. ap. Gal.6.208.
2 ἐπιτηδειότης πρὸς πόλεμον all material, etc., for carrying on war, Plb.2.23.11.
3 requirement, ἵνα πρὸς ἑκάστην ἐπιτηδειότητα τὸ προσῆκον γένηται Ael.Tact.35.1.
II friendliness, kindness, πρὸς ἅπαντας Aristid.1.112J.

German (Pape)

[Seite 991] ᾷτος, ἡ, die Tauglichkeit, Brauchbarkeit wozu, πρός τι, Plat. Legg. VI, 778 a; τῶν καιομένων ξύλων S. Emp. adv. phys. 1, 243, die Tauglichkeit zum Brennen. – Die erforderlichen Dinge, der Bedarf, σίτου καὶ βελῶν καὶ τῆς ἄλλης ἐπιτηδειότητος πρὸς πόλεμον ἐποιήσαντο παρασκετήν Pol. 2, 23, 11. – Bei Aristid. Freundlichkeit.

French (Bailly abrégé)

ἐπιτηδειότητος (ἡ) :
1 qualité d'être propre à ; p. ext. appareil propre à;
2 liaison d'amitié.
Étymologie: ἐπιτήδειος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτηδειότης: ἐπιτηδειότητος ἡ
1 пригодность, приспособленность (πρός τι Plat.): ἐ. πρὸς πόλεμον Polyb. военное снаряжение;
2 склонность, способность (κατά τι Diog. L.).

Greek Monolingual

η (AM ἐπιτηδειότης, Μ και ἐπιτηδειότητα) επιτήδειος
ικανότητα, επιδεξιότητα, χρησιμότητα («είς δύναμιν εἴη πλήθει καὶ ἐπιτηδειότητι πρὸς ἑκάστας τὰς τῶν ἔργων παραβοηθείας», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. καταλληλότητα, αρμοδιότητα
2. εξυπνάδα, καπατσοσύνη
αρχ.
1. τάση, ροπή, κλίση
2. απαίτηση, ανάγκη
3. φιλική διάθεση, αγαθότητα, καλοσύνη, φιλία
4. ποιότητα, ιδιότητα
5. φρ. «ἐπιτηδειότης πρὸς πόλεμον» — προετοιμασία όλων τών απαιτουμένων για διεξαγωγή πολέμου.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτηδειότης: ἐπιτηδειότητος, ἡ, ἁρμοδιότης, καταλληλότης, εὐκολία πρός τι, Ἱππ. π. Ἀγμ. 769· πρός τι, Πλάτ. Νόμ. 778Α. 2) ἐπ. πρὸς πόλεμον, προετοιμασία πάντων τῶν ἀπαιτουμένων πρὸς διεξαγωγὴν τοῦ πολέμου, Πολύβ. 2. 23, 11. ΙΙ. φιλικὴ διάθεσις, ἀγαθότης, καλωσύνη, πρὸς ἅπαντας Ἀριστείδ. 1. 112· ἀντίθετον τῷ ἀπόστασις, Διογ. Λ. 10. 46.

Greek Monotonic

ἐπιτηδειότης: ἐπιτηδειότητος, ἡ, αρμοδιότητα, καταλληλότητα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἐπιτηδειότης, ἐπιτηδειότητος, [from ἐπιτήδειος
fitness, suitableness, Plat.

English (Woodhouse)

convenience, suitability

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

friendliness

Chinese Mandarin: 友好, 親切/亲切; Danish: venlighed; Dutch: vriendelijkheid; Finnish: ystävällisyys; French: gentillesse, cordialité; German: Freundlichkeit; Greek: φιλικότητα; Ancient Greek: ἐνηείη, ἐπιτηδειότης, εὐπροσηγορία, εὐσυναλλαξία, οἰκειότης, οἰκηιότης, οἰκηϊότης, τὸ φιλόφρον, προσφίλεια, προσφιλία, φιλημοσύνη, φιλία, φιλοφροσύνη; Hungarian: barátságosság; Icelandic: vingjarnleiki; Irish: cairdiúlacht; Japanese: 友好, 親切; Korean: 우호, 우정; Low German: Fründlichkeit; Norwegian Bokmål: vennlighet; Nynorsk: venlegheit, vennlegheit, vennligheit; Portuguese: cordialidade, amizade; Romanian: amabilitate, prietenie, atitudine prietenoasă; Russian: дружелюбие; Scottish Gaelic: càirdeas; Spanish: amigabilidad; Volapük: flenöf; Welsh: cyfeillgarwch