πρόβλημα

Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

ατος, τό, (προβάλλω)

   A anything thrown forward or projecting, πόντου π. ἁλίκλυστον sea-washed promontory, S.Aj.1219 (lyr.).    2 hindrance, obstacle, Hp.Nat.Mul.67, Mul.1.20, Ael. NA2.13.    II anything put before one as a defence, bulwark, barrier, προβλήματα ἀντ' ἀσπίδων ἐποιεῦντο γεράνων δοράς Hdt.7.70, cf.4.175; τῶν . . π. τὰ μὲν πρὸς τὸν πόλεμον ὁπλίσματα, τὰ δὲ φράγματα Pl.Plt. 279d sq., cf. Sph.261a; σώματος π., of a shield, A.Th.540; νεῶν προβλήματα, of a wall, E.Rh.213; χαλκᾶ προβλήματα the brazen armour of horses, X.Cyr.6.1.51.    2 c.gen. objecti, defence against a thing, αἰχμῆς καὶ πέτρων A.Th.676; χείματος προβλήματα E.Supp. 208; π. χειμώνων Pl.Ti.74b; π. κακῶν Ar.V.615; κρύους π. ποιοῦνται τὴν ἐσθῆτα Plu.2.691d; but,    3 μηδὲν φόβου π. μηδ' αἰδοῦς ἔχειν to have neither fear nor reverence as a defence, S.Aj.1076; τὸν ποταμὸν π. λαβεῖν, ποιήσασθαι, Plb.2.66.1, 3.14.5.    III anything put forward as an excuse, π. τοῦ τρόπου D.45.69; λαβὼν π. σαυτοῦ παῖδα making a screen of him, S.Ph.1008.    IV task. business, E.El.985, Gal.11.250.    2 problem in Geometry, etc., Pl.R.530b, Tht.180csq., Plu. Marc.14, 19, etc.; φυσικὰ π. Epicur.Ep.2p.36U.; οἱ κατὰ πρόβλημα λόγοι (opp. τὰ ἐν τῷ βίῳ) theoretical, Phld.Lib.p.59 O.    3 in the Logic of Arist., question as to whether a statement is so or not, Arist. Top.101b28, cf. 104b1: τὰ π. title of work by Arist., cf. Mete.363a24, PA676a18, GA747b5, cf. προβληματικός; also of the extant work wrongly ascribed to Arist.    4 practical or theoretical problem, εἰς π. παμμέγεθες ἐνέπεσε Plb.28.13.9; εὕροντο λύσιν τοῦ π. Id.30.19.5; ἐν προβλήμασιν ἢ κρίνομεν ἢ βουλευόμεθα Hermog.Inv.1.1.    5 riddle, π. προβάλλειν LXX Jd.14.12.

German (Pape)

[Seite 711] τό, 1) das Vorgehende, Vorspringende, der Vorsprung (vgl. προβλής); ὑλᾶεν ἔπεστι πόντου πρόβλημα, Soph. Ai. 1198, der ins Meer hervorragt. – 2) gew. das zum Schutz Vorgehaltene; σάκει, κυκλωτῷ σώματος προβλήματι, Aesch. Spt. 522; u. so auch 658, φέρ' ὡς τάχος κνημῖδας, αἰχμὴν καὶ πέτρων προβλήματα, Steine, mit denen man sich schützt, indem man sie zum Wurfe braucht; λαβὼν πρόβλημα σαυτοῦ παῖδα, Soph. Phil. 996, zum Schutz; aber Ai. 1055 μηδὲν φόβου πρόβλημα μηδ' αἰδοῦς ἔχων scheint »Hinderniß« zu bedeuten; χειμῶνος προβλήματα, gegen, Eur. Suppl. 208; νεῶν προβλήμασι πελάζων, Rhes. 213; κακῶν, Schutz gegen das Unglück, Ar. Vesp. 515; Her. 4, 175. 7, 70; χειμώνων, Plat. Tim. 74 b; τῶν προβλημάτων τὰ μὲν πρὸς τὸν πόλεμον ὁπλίσματα, τὰ δὲ φράγματα, Polit. 279 d; προβλήματα ἵππων χαλκᾶ, der schützende Pferdepanzer von Erz, Xen. Cyr. 6, 1, 51; Folgde, wie Pol., πρόβλημα ποιεῖσθαι, λαβεῖν τὸν ποταμόν, 2, 66, 1. 3, 14, 5 u. öfter. Auch was man vorschützt, was zum Bemänteln dient, οὐδὲν οὖν ἄλλο ἢ πρόβλημα τοῦ τρόπου τὸ σχῆμα τοῦτ' ἐστί, Dem. 45, 69. – Ὄψεως, Hinderniß des Gesichts, was das Licht benimmt, Ael. H. A. 2, 13. – 3) das Vorgelegte, die Aufgabe, bes. Streitfrage; δεινοῦ ἄρχομαι προβλήματος, Eur. El. 985; παραλαβεῖν, Plat. Theaet. 180 c; Soph. 261 a u. öfter; Arist. u. Folgde; λύσιν τοῦ προβλήματος εὕροντο τοιαύτην, Pol. 30, 17, 5; auch Schwierigkeit, εἰς πρόβλημα παμμέγεθες ἐμπίπτειν, 28, 11, 9.

Greek (Liddell-Scott)

πρόβλημα: τό· (προβάλλω)· πᾶν τὸ προεξέχον, πρ. ἁλίκλυστον, ἀκρωτήριον ὑπὸ τῆς θαλάσσης κατακλυζόμενον, Σοφ. Αἴ. 1219. 2) κώλυμα, ἐμπόδιον, Ἱππ. 582. 10., 599. 5, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 2. 13. ΙΙ. ὅ,τι προβάλλεταί τις πρὸς ἰδίαν ἄμυναν (πρβλ. προβολὴ ΙΙΙ, πρόβολος 1. 2), ἀμυντήριον, προβλήματα ἀντ’ ἀσπίδων ἐποιεῦντο γεράνων δορὰς Ἡρόδ. 7. 70, πρβλ. 2. 175· τῶν... προβλημάτων τὰ μὲν πρὸς τὸν πόλεμον ὁπλίσματα, τὰ δὲ φράγματα Πλάτ. Πολιτικ. 279D, κἑξ., πρβλ. Σοφιστ. 261Α· πρ. σώματος, ἐπὶ ἀσπίδος, Αἰσχύλ. Θήβ. 540· πρ. νεῶν, ἐπὶ τείχους, Εὐρ. Ρῆσ. 213· προβλήματα ἵππων χαλκᾶ, ὁ χαλκοῦς ὁπλισμὸς τῶν ἵππων, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 51. 2) μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, ἀμυντήριον ἐναντίον πράγματός τινος, κνημῖδας, αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα Αἰσχύλ. Θήβ. 676· χείματος προβλήματα Εὐρ. Ἱκέτ. 207· πρ. χειμόνων Πλάτ. Τίμ. 74Β· πρ. κακῶν Ἀριστοφ. Σφ. 615· κρύους πρ. ἡ ἐσθὴς Πλούτ. 2. 691D· ἀλλά, 3) μηδὲν φόβου πρόβλημα μηδ’ αἰδοῦς ἔχων, μηδεμίαν ἀμυντικὴν δύναμιν ἔχων φόβου μηδ’ αἰδοῦς, Σοφ. Αἴ. 1076· ― τὸν ποταμὸν πρ. ποιεῖσθαι, λαβεῖν Πολύβ. 2. 66, 1., 3. 14, 5. ΙΙΙ. τὸ προβαλλόμενον ὡς πρόφασιςπρόσχημα, πρ. τοῦ τρόπου Δημ. 1122. 21· οὕτω, πρ. λαμβάνω τινά, μεταχειρίζομαί τινα ὡς προφυλακτήριον ὅπως κρυβῶ ὀπίσω αὐτοῦ, Σοφ. Φιλ. 1008. IV. ἐπικίνδυνος ἐπιχείρησις, δεινοῦ δ’ ἄρχομαι προβλήματος Εὐρ. Ἠλ. 985, ἔνθα ἴδε Seidl. 2) πρόβλημα γεωμετρικόν, Πλάτ. Πολ. 530Β, Θεαίτ. 180C κἑξ., Πλουτ. Μάρκελλ. 14, 19, κτλ. 3) ἐν τῇ Λογικῇ τοῦ Ἀριστ., ζήτημα τοῦ εἰ λεγόμενόν τι ἔχει οὕτωςοὐχί, Ἀριστ. Τοπ. 1. 4, 3, πρβλ. 1. 11, 1, κ. ἀλλ.· ― τὰ προβλήματα εἶναι τὸ ὄνομα ἔργου τινὸς τοῦ Ἀριστ., ἴδε Μετεωρ. 2. 6, 1, π. Ζ. Μορ. 3. 15, 2, π. Ζ. Γεν. 2. 8, 3, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως καλοῦνται τὰ προβληματικά, ὁ αὐτ. περὶ Ὕπν. 2, 19· ἀλλὰ τὸ σύγγραμμα τὸ νῦν ὑπάρχον δὲν εἶναι γνήσιον, ἴδε Bonitz Ind. σ. 103. 24. 4) ἀπορία, ἀμηχανία, εἰς πρόβλημα παμμέγεθες ἐνέπεσε Πολύβ. 28. 11, 9.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
I. saillie (cap, promontoire, etc.);
II. ce qu’on a devant soi, d’où
1 obstacle;
2 abri, particul. vêtement ou armure dont on se couvre ; avec le gén. de l’objet protégé : πρόβλημα ἵππων XÉN armure (d’airain) dont on couvre le corps d’un cheval ; πρόβλημα σώματος ESCHL bouclier qui protège le corps ; fig. respect ; avec le gén. de l’objet contre lequel on se défend : κρύους PLUT abri contre le froid ; en parl. d’une pers. qui sert de couverture, qui endosse la responsabilité;
III. question proposée, sujet de controverse ; problème t. de géom.
Étymologie: προβάλλω.

Greek Monolingual

-ήματος, το, ΝΜΑ προβάλλω
1. πρόταση με την οποία παρέχονται ορισμένες γνωστές έννοιες και ζητείται η εύρεση άλλων, άγνωστων, με την εφαρμογή μαθηματικών ή άλλων επιστημονικών διεργασιών (α. «γεωμετρικό πρόβλημα» β. «προβλήμασιν ἄρα, ἦν δ' ἐγώ, χρώμενοι ὥσπερ γεωμετρίαν οὕτω καὶ ἀστρονομίαν μέτειμεν», Πλάτ.)
2. αίνιγμα, γρίφος
3. δύσκολη κατάσταση που χρειάζεται διευθέτηση, δυσχέρεια
νεοελλ.
1. το θέμα που συζητείται, για το οποίο γίνεται λόγος, το προκείμενο
2. κάθε ζήτημα ή ερώτημα για το οποίο απαιτείται λύση
3. συνεκδ. α) κάθε ζήτημα του οποίου η λύση δεν είναι προφανής ή εύκολη («το οξύ πρόβλημα του πληθωρισμού»)
β) κάθε ζήτημα για τη λύση του οποίου παρουσιάζονται δυσχέρειες («το πρόβλημα του νέφους»)
4. φρ. «θεωρητικό πρόβλημα» — πρόβλημα που ανάγεται στη θεωρία, στην αφηρημένη σκέψη
μσν.-αρχ.
μτφ. οτιδήποτε προβάλλεται ως πρόφαση, πρόσχημα ή δικαιολογία
αρχ.
1. καθετί που τοποθετείται μπροστά και προεξέχει
2. καθετί που θέτει κανείς μπροστά του για άμυνα ή για προστασία, μέσο άμυνας ή προστασίας, όπως είναι λ.χ. η ασπίδα ή τα οχυρωματικά έργα («τῶν... προβλημάτων τὰ μὲν πρὸς τὸν πόλεμον ὁπλίσματα, τὰ δὲ φράγματα», Πλάτ.
β. «κρύους πρόβλημα ποιοῡνται τὴν ἐσθῆτα», Ευρ.)
3. καθετί που τοποθετείται για να συγκαλύψει ή να αποκρύψει κάτι ή κάποιον, προπέτασμα («οἷ' αὖ μ' ὑπῆλθες... λαβὼν πρόβλημα σαυτοῡ παῑδα τόνδ' ἀγνῶτ' ἐμοί», Σοφ.)
4. ζήτημα ιδίως διαφιλονικούμενο
5. κώλυμα, εμπόδιο
6. (στη λογ. του Αριστοτέλους) ερώτηση για το αν κάτι που λέγεται είναι έτσι ή αλλιώς
6. στον πληθ. Προβλήματα
τίτλος έργου του Αριστοτέλους
7. φρ. α) «πρόβλημα ἁλίκλυστον» — ακρωτήριο κατακλυζόμενο από κύματα
β) «σώματος πρόβλημα» — χαρακτηρισμός της ασπίδας
γ) «νεών πρόβλημα» — τείχος, περίφραγμα σε λιμάνι
δ) «χαλκᾱ προβλήματα» — ο χάλκινος θώρακας τών αλόγων
ε) «πρόβλημα φόβου [ή αἰδοῡς]»
(στον Σοφ.) φόβοςαιδώς]
στ) «πρόβλημα λαμβάνω τι» ή «πρόβλημα ποιοῡμαι τι» — χρησιμοποιώ κάτι ως μέσο άμυνας
ζ) «oἱ κατὰ πρόβλημα λόγοι» — οι θεωρητικοί λόγοι.