συνιστώ

Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

συνιστῶ, -άω, ΝΜΑ, και συστήνω Ν, και συνίστημι ΜΑ, και συνιστάνω Α ἵστημι / ἱστῶ]
1. ιδρύω, καταρτίζω, συγκροτώ, οργανώνω (α. «συνιστώ επιτροπή» β. «η επιτροπή συνεστήθη με προεδρικό διάταγμα» γ. «συνίστατο τοὺς πρώτους ἀγώνας», Πλούτ.)
2. παρουσιάζω κάποιον σε άλλον ή σε άλλους (α. «έλα να σού συστήσω έναν καλό φίλο» β. «συστήθηκα μόνος μου» γ. «εἰπὼν ὅτι βούλομαι αὐτὸν ἰατρῷ συστῆσαι περὶ τῆς ἀσθενείας», Πλάτ.
δ. «ἵνα τῷ τῶν σοφιστῶν συστήσω τοῡτον»)
3. (το μέσ. και παθ.) συνίσταμαι
αποτελούμαι, απαρτίζομαι
νεοελλ.
1. εφιστώ την προσοχή σε κάτι, συμβουλεύω («σού συνιστώ να μη βιαστείς να αποφασίσεις»)
2. υποδεικνύω ως κατάλληλο («ο γιατρός μού συνέστησε αντιβιοτικά»)
3. (το θηλ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) η συνιστώσα
α) (μαθ.-φυσ.) δύναμη που έχει προέλθει από ανάλυση μιας άλλης δεδομένης δύναμης, της συνισταμένης
β) συστατικό μέρος, συστατικό στοιχείο
γ) μτφ. παράγοντας
4. (το θηλ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.)
η συνισταμένη
α) (μαθ.-φυσ.) δύναμη που προκύπτει από τη σύνθεση δύο ή περισσότερων δυνάμεων
β) μτφ. το αποτέλεσμα της σύνθεσης πολλών ενεργειών («η βελτίωση της οικονομικής κατάστασης θα είναι συνισταμένη πολλών προσπαθειών»)
5. φρ. «συνισταμένη διανυσμάτων»
μαθ. διάνυσμα που προκύπτει απο τη σύνθεση δύο ή περισσότερων διανυσμάτων
6. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συστημένος, -η, -ο
αυτός που αποστέλλεται επί συστάσει και παραδίδεται στον παραλήπτη αυτοπροσώπως (α. «συστημένο δέμα» β. «συστημένη επιστολή»)
μσν.-αρχ.
1. συνάπτω, συνδυάζω («τον τὰς χορδὰς ἀλλήλαις ξυνιστάντα», Πλάτ.)
2. συνδέω, ενώνω («συνίστασαν καὶ τὰς μεγίστας πόλεις πρὸς ἀλλήλας», Ξεν.)
3. τοποθετώ μαζί, συνενώνω ώστε να συναποτελεστεί σύνολο («οἱ ξυνιστάντες τὴν ὀλιγαρχίαν», Θουκ.)
4. θέτω κάποιον υπό την επίβλεψη ή τη φροντίδα κάποιου («συνέστησεν ὁ ἀρχιδεσμώτης τῷ Ἰωσὴφ αὐτούς», ΠΔ)
αρχ.
1. γίνομαι κάτοχος («ἐγώ φημι Μελάμποδα μαντικὴν ἑαυτῷ συστῆσαι», Ηρόδ.)
2. αποκτώ («ἑξαπέλεκυν αὑτοῑς ἡγεμόνα συστήσαντες», Πολ.)
3. μηχανεύομαι («ἡκω σπουδῇ ὡς συστήσων ἐπὶ τῷ μάγῳ θάνατον», Ηρόδ.)
4. (για συγγραφέα) συνθέτω («δεῑ δὲ τοὺς μύθους συνιστάναι», Αριστοτ.)
5. ορίζω, καθορίζω («συνέστησεν αὐτὸν καθάπερ συνέταξε Κύριος τῷ Μωϋσεῑ», ΠΔ)
6. διορίζω κάποιον ως αντιπρόσωπο («συνίστημι ἀντ' ἐμαυτῆς», πάπ.)
7. (για οφειλέτη) παρουσιάζω εγγυητή («Πασίων' αὐτῷ συνέστησα», Ισοκρ.)
8. δανείζω («ἅς παρὰ Ἱέρωνος συνεστήσαμεν δραχμάς», πάπ.)
9. στερεοποιώ κάτισυνίστημι τὸ σῶμα», Ιπποκρ.)
10. συμπυκνώνω
11. (σχετικά με το πρόσωπο) συσπώ
12. δείχνω, εκδηλώνω
13. δοκιμάζω, εξετάζω
14. (το μέσ.) α) συνδέομαι με φιλικές ή συμμαχικές σχέσεις («καὶ εἰ ξυστῶσιν αἱ πόλεις φοβηθεῑσαι», Θουκ.)
β) συνάπτω συμμαχία, συμφωνώ να συμπράξω («τὸ ἄλλο Ἑλληνικὸν ὁρῶν ξυνιστάμενον πρὸς ἑκατέρους», Θουκ.)
γ) γίνομαι, συμβαίνω («τὸ συνιστάμενον κακόν», Θεόφρ.)
δ) εξακολουθώ να κρατώ («τοῡτο δὲ συνεστήκεε μέχρι οὗ οἱ σὺν Ἐπιάλτη παρεγένοντο», Ηρόδ.)
15. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ συνιστάμενον
η συνωμοσία.