χαρά
English (LSJ)
ἡ: (χαίρω):—
A joy, delight, first in Sapph.Supp.1.6, then in Trag. and (less freq.) in Com. and Prose: c. gen., στόματος ἐν πρώτῃ χ., of a hungry man, A.Fr.258; c. gen. objecti, joy in or at a thing, μελέων E.Alc.579 (lyr.); πρὸς χαρὰν λόγων in accordance with joyous tidings, S.Tr.179 (v.l. χάριν) ; κέρτομος θεοῦ χ. a joy sent by some mocking god, E.Alc.1125; ἅμα χαρᾷ δακρυούσας X. HG7.2.9; χ. ἐπί τινι Pl.Def.413e; ἔδωκας ἡμῖν χ. S.Tr.201; ἐλάβομεν χ. E.Ion1449 (lyr.); ἐμπλῆσαί τινα χαρᾶς Id.Ph.170; χαρά μ' ὑφέρπει A.Ag.270; λέγεις μοι χαράν wishest me joy, Ar.Pl.637 (lyr.); χ. ἐνεργάσασθαι Gorg.Hel.8; χαίρειν ἀνδραπόδων τινὰ χαράν Plu.2.1091e, cf. Ev.Matt.2.10; ἡδονὴ καὶ τέρψις καὶ χ. Pl.Phlb.19; ἀπορέουσι . . χαρᾶς Democr.293, cf. Epicur.Fr.2; ζήλου καὶ χαρᾶς καὶ ἐπαίνων ἡ πόλις ἦν μεστή D.18.217; εἴσελθε εἰς τήν χ. τοῦ Κυρίου σου Ev.Matt.25.21: χαρᾷ with joy, A.Ag.1630, Ch.233, etc.; μετὰ χαρᾶς Com.Adesp.771, X.Hier.1.25, LXX 1 Ch.29.22, al.; μετὰ μεγάλης χ. Plb.21.34.12 (s.v.l.); μετὰ πολλῆς χ. BGU1141.3 (i B. C.), cf. 1768.7 (i B. C.); χαρᾶς ὕπο A.Ag.541; ὑπὸ χ. X.Cyn.6.15; σὺν χαρᾷ S.El.934, etc.; opp. λύπη, Sor.1.46, al. II in concrete sense, a joy, of persons, χ. μου Ep.Phil.4.1, cf. 1 Ep.Thess.2.20.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰρά: ἡ· (√ΧΑΡ, χαίρω)· - ὡς καὶ νῦν, χαρά, εὐφροσύνη, τέρψις, πρῶτον παρ’ Ἀττικ. πεζογράφοις τε καὶ ποιηταῖς· μετὰ γεν., στόματος ἐν πρώτῃ χαρᾷ, ἐπὶ ἀνθρώπου πεινῶντος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 251· - ἀλλὰ μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, χαρὰ ἢ εὐαρέστησις ἔν τινι, μελέων Εὐρ. Ἄλκ. 579· πρὸς χαρὰν λόγων, συμφώνως πρὸς τὰς χαροποιοὺς ἀγγελίας, Σοφ. Τρ. 178· ἢ κέρτομός με θεοῦ τις ἐκπλήσσει χαρά; ἢ ἀπατηλή τις ἐκ θεοῦ σταλεῖσα χαρὰ ἐκπλήσσει με; Εὐρ. Ἄλκ. 1125· ὡσαύτως, χ. ἐπί τινι Πλάτ. Ὅροι 413Ε· - χ. διδόναι τινὶ Σοφ. Τραχ. 201· χ. λαβεῖν Εὐρ. Ἴων 1449· ἐμπλῆσαί τινα χαρᾶς ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 170· χαρά μ’ ὑφέρπει Αἰσχύλ. Ἀγ. 270· χαρὰν λέγειν τινί, εὔχεσθαί τινι χαράν, Ἀριστοφ. Πλ. 637· χαρὰν χαίρειν Πλούτ. 2. 1091Ε, Εὐαγγ. κ. Ματθ. β΄, 10 - χαρᾷ, μετὰ χαρᾶς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1630, Χο. 233, κλπ.· οὕτω, μετὰ χαρᾶς Κωμικ. Ἀνώνυμ. 362· χαρᾶς ὕπο Αἰσχύλ. Ἀγ. 540· ὑπὸ χ. Ξεν. Κυνηγ. 6, 15· σὺν χαρᾷ Σοφ. Ἠλ. 934, κτλ. ΙΙΙ. ἐν συγκεκριμένῃ ἐννοίᾳ, ἐπὶ προσώπων, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί.., χαρὰ καὶ στέφανός μου Ἐπιστ. πρὸς Φιλιππ. δ΄, 1, πρβλ. Α΄ πρὸς Θεσσ. β΄, 20.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
joie, plaisir.
Étymologie: R. Χαρ, briller, d’où réjouir ; v. χαίρω.
English (Strong)
from χαίρω; cheerfulness, i.e. calm delight: gladness, X greatly, (X be exceeding) joy(-ful, -fully, -fulness, -ous).
English (Thayer)
χαρᾶς, ἡ (χαίρω), from Aeschylus and Sophocles down, the Sept. for שִׂמְחָה and שָׂשׂון, joy, gladness; a: κατήφεια, λύπη, ὑμῶν, i. e. the joy received from you, χαρά τῆς πίστεως, springing from faith, χαίρειν χαράν μέγαν Winer s Grammar, § 32,2; Buttmann, 131,5); ἀγαλλίασθαι χαρά, χαράν ( st χάριν) πολλήν ἐήξειν ἐπί with a dative of the thing, πληροῦν τινα χαρᾶς, πληροῦσθαι χαρᾶς, ποιεῖν τίνι χαράν μεγάλην, ἀπό τῆς χαρᾶς, for joy, ἐν χαρά (ἔρχεσθαι), μετά χαρᾶς, with joy, Polybius 11,33, 7; 22,17, 12; Xenophon, Hiero 1,25); with πνεύματος ἁγίου added, joy wrought by the Holy Spirit, χαρά ἐν πνεύματι ἁγίῳ, joyousness caused by (cf. ἐν, I:6 (p. 211{b} bottom) and Buttmann, § 133,23) the Holy Spirit, χαρά ἐπί τίνι, χαίρειν χαρά διά τί, χαίρω, a.); also διά τινα (a relative pronoun intervening), ἡ χαρά ὅτι, χαρά ἵνα (see ἵνα, II:2d.), the cause or occasion of joy: Song of Solomon 2Corinthians 1:15 WH text Tr marginal reading (others, χάρις, which see 3b.)); of persons who are one's 'joy': ἀντί ... χαρᾶς, to attain to blessedness at the right hand of God in heaven, ἡ χαρά τοῦ κυρίου, the blessedness which the Lord enjoys, Matthew 25:21,23.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
1. συναισθηματική κατάσταση έντονης ευαρέσκειας, η οποία συνήθως εκδηλώνεται με γέλιο
2. συναίσθημα ικανοποίησης που οφείλεται στην κατοχή ενός αγαθού ή στη βίωση ενός γεγονότος (α. «τα δώρα σας μάς έφεραν μεγάλη χαρά στο σπίτι» β. «οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον», ΚΔ)
3. φρ. «μετά χαράς» — πολύ ευχαρίστως
νεοελλ.
1. βοτ. γένος χλωροφυκών
2. φρ. α) «είναι μια χαρά»
(για πρόσ. και για πράγμ.) είναι σε άριστη κατάσταση
β) «χαρά στο πράγμα»
(ειρωνικά) είναι ασήμαντο, δεν αξίζει τίποτε
γ) «χαρά σ' εκείνον που...» — είναι αξιοζήλευτος ή ευτυχισμένος εκείνος που...
δ) «χαρά σ' εσάς»
i) είσαστε ευτυχισμένοι, σάς ζηλεύω
ii) (ειρωνικά) είσαστε δυστυχισμένοι, σάς λυπάμαι
ε) «με γειά σου, με χαρά σου!» — χαλάλι σου, να το απολαύσεις!
στ) «γεια σας και χαρά σας!» ή «γεια χαρά!» — τρόπος χαιρετισμού
ζ) «χαρά Θεού» — πολύ ωραία μέρα, πολύ καλός καιρός
η) «στις χαρές σου [ή σας]» ή «στη χαρά σου [ή σας]» — ευχή σε ανύπαντρους ή αρραβωνιασμένους να παντρευτούν σε σύντομο χρονικό διάστημα
νεοελλ.-μσν.
ο γάμος
αρχ.
1. πρόσωπο που επιφέρει ευχαρίστηση, που προκαλεί ευάρεοτα συναισθήματα
2. εκκλ. ο Ιησούς Χριστός
3. (κατά τον Ησύχ.) «χαρά
ὀργή, ὀργίλον»
4. (η δοτ. ως επίρρ.) χαρᾷ
(με τροπ. σημ.) με ευφροσύνη, με ευχαρίστηση
5. φρ. α) «σὺν χαρᾷ» και «χαρᾶς ὕπο»
(με επιρρμ. σημ.) με ευάρεστα συναισθήματα
β) «χαρὰ λόγων» — χαρμόσυνες ειδήσεις (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χαρά είναι παρ. του ρ. χαίρω σχηματισμένο από τη συνεσταλμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας gher- «χαίρομαι» (βλ. λ. χαίρω) με την αρχαϊκή κατάλ. -ᾶ / -η (πρβλ. ἄρχω: ἀρχή, γράφω: γραφή)].
Greek Monotonic
χᾰρά: ἡ (χαίρω)
I. χαρά, ευφροσύνη, σε Τραγ. κ.λπ.· αλλά με γεν. πράγμ., χαίρομαι με κάτι ή για κάτι, σε Ευρ.· κέρτομος θεοῦ χᾰρά, κάποια χαρά στάλθηκε από έναν θεό για να εξαπατήσει την καρδιά μου, σε Αισχύλ.· ομοίως, χαρᾶς ὕπο, στον ίδ.· σὺν χαρᾷ, σε Σοφ.
II. χαρά, λέγεται για ανθρώπους, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
χᾰρά: ἡ радость, восторг: χαρᾷ Aesch., Soph., ὑπὸ χαρᾶς Aesch., Xen. и διὰ τὴν χαράν Xen., Polyb. от радости, на радостях; πρὸς χαρὰν λόγων Soph. от радостной вести; χαρᾷ μελέων Eur. в восторге от песен; χαρὰν χαίρειν Plut., NT испытывать радость, быть в восторге, ликовать; σὺν и ἅμα χαρᾷ Soph., Xen. и μετὰ χαρᾶς Xen. с радостью.