ἀναπετάννυμι

Revision as of 10:57, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

or ἀναπεταννύω X.An.7.1.17 (cf. ἀναπίτνημι), poet. ἀμπ-; ἀναπετάω Luc.Cal.21: fut. -πετάσω, Att. A -πετῶ Men.Fr.3 D.:— spread out, unfold, ἀνά θ' ἱστία λευκὰ πέτασσαν Il.1.480, etc.; ἀ. βόστρυχον E.Hipp.202; τὰν ἐπ' ὄσσοις ὀμπέτασον χάριν unfold, display, Sapph.29; φάος ἀμπετάσας having shed light abroad, E.IA34; ἀναπετάσαι τὰς πύλας throw wide the gates, Hdt.3.146, cf. X.An. l. c.:—Pass., ἀναπεπταμέναι σανίδες, θύραι, Il.12.122, Pi.N.9.2; βλέφαρα ἀναπετάννυται X.Mem.1.4.6; ἀλώπηξ ἀναπιτναμένη a fox sprawling on its back to await the eagle's swoop, Pi.I.4(3).47: in pf. Pass., to be open, lie open, οἰκία πρὸς μεσημβρίαν -πέπταται lies open to the south, X.Oec.9.4; αὐλὼν ἀναπέπταται πρὸς τὴν θάλατταν Plu. Fab.6; freq. in pf. part., open, ἐν πελάγεϊ ἀ. ναυμαχήσεις Hdt.8.60. ά; ἀ. ὄμματα X.Mem.2.1.22; ἀ. πρὸς τὸ φῶς τὴν εἴσοδον ἔχουσα, of the cave, Pl.R.514a; δίαιτα ἀ. in the open air, Plu.Per.34: metaph., ἀ. παρρησία open, barefaced impudence, Pl.Phdr.240e; ὄμμα ἀ. impudent, brazen, Zeno Stoic.1.58; ἀ. τῇ ψυχῇ δέξασθαί τι Luc.Nigr.4.

German (Pape)

[Seite 201] p. ἀμπ. (s. πετάννυμι), fut. ἀναπετῶ, Men. bei Suid., auseinander breiten, ἱστία, die Segel ausspannen, Il. 1, 480 Od. 4, 783. 8, 54. 10, 506 ἀνά θ' ἱστία λευκὰ πέτασσαν (πετάσσας); τὰς πύλας, die Thore öffnen, Her. 3, 147. 158; θύρας Plat. Phil. 62 c; vgl. Xen. Cyr. 8, 3, 11; σανίδες ἀναπεπταμέναι, geöffnete Thorflügel, Il. 12, 122; θύραι Pind. N. 9, 2; πέλαγος ἀναπεπταμένον, die offene See, Her. 8, 60. Häufig ἀναπεπταμένος, offen, τόπος Plat. Phaed. 111 c; Xen. Hell. 4, 1, 8; Pol. 1, 51; δίαιτα καθαρὰ καὶ ἀναπ., das Leben in reiner, freier Luft, Plut. Pericl. 34; παῤῥησία κατακορὴς καὶ ἀναπ., freche, Plat. Phaedr. 240 e, wie ὀμματα Xen. Mem. 2, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπετάννῡμι: ἢ -ύω, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 17. (πρβλ. ἀναπίτνημιἀναπετάω Λουκ. π. Διαβ. 21: μέλλ. -πετάσω, Ἀττ. -πετῶ: ποιητ. ἀμπ-. Ἀναπτύσσω, ἀνοίγω, ἁπλώνω, ἀνά θ’ ἱστία λευκὰ πέτασσαν (ἐν τμήσει) Ἰλ. Α. 480, κτλ.· ἀν. βόστρυχον Εὐρ. Ἱππ. 202· στᾶθι κἄντα φίλος... καὶ τὰν ἐπ’ ὄσσοις ἀμπέτασον χάριν, κατασκέδασον τὴν ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν χάριν, Σαπφ. 62· φάος ἀμπετάσας, κατασκεδάσας, διαχύσας, φῶς, Εὐρ. Ι. Α. 34· ἀναπετάσαι τὰς πύλας, ἀνοῖξαι, Ἡρόδ. 3. 146: - Παθ., ἀναπεπταμέναι σανίδες, θύραι Ἰλ. Μ. 122, Πινδ. Ν. 9. 4, πρβλ. τὴν λέξ. κλισιάδες· ὡσαύτως, βλέφαρα ἀναπετάννυται Ξεν. Ἀπομ. 1. 4, 6· ἀλώπηξ... ἀναπιτναμένα, πλαγιασμένη εὐρέως ἐπὶ τῶν νώτων της καὶ ἀναμένουσα τὴν ἔφοδον τοῦ ἀετοῦ, Πινδ. Ι. 4. 80 (3. 79): - ἡ μετοχ. τοῦ παθητ. πρκμ. ἀναπεπταμένος, -η, -ον, συχνάκις εἶναι ἁπλοῦν ἐπίθ., ἀνοικτός, ἐν πελάγεϊ ἀναπεπταμένῳ ναυμαχήσεις Ἡρόδ. 8. 60, 1· ἀν. ὄμματα Ξεν. Ἀπομ. 2. 1. 22· οἰκία πρὸς μεσημβρίαν ἀν., ἀνοικτὴ πρὸς νότον, ὁ αὐτ. Οἰκ. 9, 4· ἀν. πρὸς τὸ φῶς τὴν εἴσοδον ἔχουσα, περὶ οἰκίας, Πλάτ. Πολ. 514Α· δίαιτα ἀν., ἐν ὑπαίθρῳ, Πλουτ. Περ. 34· μεταφ., ἀν. παρρησία, ἀναίσχυντος, ἀναιδὴς παρρησία, «ξετσιπωσιά», Πλάτ. Φαῖδρ. 240Ε.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναπετάσω, att. ἀναπετῶ ; ao. ἀνεπέτασα, etc.
1 déployer largement : βόστρυχον EUR laisser se répandre les boucles de la chevelure sur les épaules ; λαμπτῆρος φάος EUR déployer la lumière de la lampe, càd allumer la lampe;
2 ouvrir ; τὰς πύλας les portes ; θύραι ἀναπεπταμέναι IL portes ouvertes ; ἀναπεπταμένα ὄμματα XÉN yeux hardis, impudents ; ἐν πελάγεϊ ἀναπεπταμένῳ HDT sur la mer libre, en pleine mer ; οἰκία πρὸς μεσημβρίαν ἀναπεπταμένη XÉN maison exposée au midi ; δίαιτα ἀναπεπταμένη PLUT vie en plein air.
Étymologie: ἀνά, πετάννυμι.

Spanish (DGE)

(ἀναπετάννῡμι) • Alolema(s): poét. ἀμπ- E.IA 34; lesb. ὀμπ- Sapph.138
• Morfología: fut. ind. -πετάσω Hymn.Is.148, -πετῶ Men.Th.Fr.7; aor. ind. -πέτασαν Il.1.148, imperat. -πέτασον Sapph.l.c., part. ἀμπετάσας E.IA 34; perf. med. -πέπταται X.Oec.9.4; cf. tb. ἀναπεταννύω, ἀναπετάω, ἀναπίτνημι
I 1desplegar, extender ἱστία λευκά Il.12.122, βόστρυχον E.Hipp.202
fig. expandir τὰν ἐπ' ὄσσοισ' ὀμπέτασον χάριν Sapph.l.c., φάος E.IA 34.
2 abrir de par en par τὰς πύλας Hdt.3.146, E.Ph.297, δόμον E.Alc.597, τὴν αὔλειον Plu.2.710c
fig. ἀμπετάσω Τηθὺν γλαυκώλενον Hymn.Is.148
en v. med. abrirse σανίδες Il.12.122, cf. Parm.B 1.18, τὰ ὄμματα X.Mem.2.1.22, cf. 1.4.6, Licymn.4.
II usos esp. del perf. med.-pas.
1 de lugares ser, estar abierto τόπον ... ἀναπεπταμένον Arist.Mete.363a16, cf. Plb.6.40.10, δίαιτα ἀναπεπταμένη régimen de vida al aire libre Plu.Per.34
esp. del mar abierto ἐν πελάγεϊ ἀναπεπταμένῳ en mar abierto Hdt.8.60, cf. Sch.Arat.980M.
2 estar orientado, mirar πρὸς μεσημβρίαν X.Oec.9.4, πρὸς τὴν θάλατταν Plu.Fab.6, πρὸς τὸ φῶς Pl.R.514a.
3 fig. ser desvergonzado παρρησίᾳ ... ἀναπεπταμένῃ Pl.Phdr.240e, cf. Plu.2.139e, ὄμμα Zeno Stoic.1.58, ψυχή Luc.Nigr.4.

Greek Monolingual

και -ύω (Α ἀναπετάννυμι και ποιητ. ἀμπετάννυμι και -ύω και ἀναπετῶ) πετάννυμι
1. ανοίγω διάπλατα, απλώνω, ξεδιπλώνω
2. (μτχ. παθ. πρκμ.) ο αναπεπταμένος αυτός που εκτείνεται σε ανοιχτό ή μεγάλο χώρο
αρχ.
1. φανερώνω, εκθέτω
2. διαχέω, διασκορπίζω
3. μέσ. ξαπλώνομαι φαρδύς πλατύς.

Greek Monotonic

ἀναπετάννῡμι: ή -ύω, έπειτα ἀνα-πετάω, μέλ. -πετάσω [ᾰ], Αττ. -πετῶ· ποιητ. ἀμπ-· πρβλ. ἀναπίτνημι· αναπτύσσω, ανοίγω, απλώνω πανιά, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀν.βόστρυχον, αφήνω τα μαλλιά να πέφτουν χαλαρά, σε Ευρ.· φάοςἀμπετάσας, έχοντας διαχύσει φως τριγύρω, στον ίδ.· ἀν.τὰς πύλας, ανοίγω διάπλατα τις πόρτες, σε Ηρόδ. — Παθ., ἀναπεπταμένος, ανοικτός, διάπλατος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀλώπηξ ἀναπιτναμένη, αλεπού ξαπλωμένη ανάσκελα, σε Πίνδ.· η μτχ. Παθ. παρακ. ἀναπεπταμένος, , -ον, είναι συχνά απλό επίθ., ανοιχτός, λέγεται για τη θάλασσα, σε Ηρόδ.· λέγεται για τα μάτια, σε Ξεν.· δίαιτα ἀν., ζωή στο ύπαιρθο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπετάννῡμι: и ἀναπίτνημι Pind., редко ἀναπεταννύω Xen. и ἀναπετάω Luc.
1) распускать, развертывать (ἱστία Hom.; βόστρυχον ὤμοις Eur.);
2) раскрывать, растворять (πύλας Her., Xen.; θύρας Plat.; κλεισιάδας Plut.; перен. τὰ ὦτα τοῖς λόγοις καὶ ὑπονοίαις Plut.);
3) вызывать, зажигать (λαμπτῆρος φάος Eur.; перен. χάριν ἐν ὄσσοις Sappho). - см. тж. ἀναπεπταμένος.

Middle Liddell


to spread out, unfold, unfurl sails, Il.; ἀν. βόστρυχον to let the hair flow loose, Eur.; φάος ἀμπετάσας having shed light abroad, Eur.; ἀν. τὰς πύλας to throw wide the gates, Hdt.:— Pass., ἀναπεπταμένος thrown open, Il.; ἀλώπηξ ἀναπιτναμένη a fox lying on its back, Pind.:—the part. perf. pass. ἀναπεπταμένος, η, ον, is often a mere adj. open, of the sea, Hdt.; of eyes, Xen.; δίαιτα ἀν. life in the open air, Plut.