ὠδίς

Revision as of 22:11, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

(A.Ch.211, Pl.Ep.313a), ῖνος, ἡ: Ep. dat. pl. A ὠδίνεσσι h.Ap. 92, Theoc.17.61, etc.: later nom. ὠδίν LXXIs.37.3, 1 Ep.Thess.5.3:— mostly in plural, ὠδῖνες = pangs or throes of childbirth, πικρὰς ὠδῖνας ἔχουσαι Il. 11.271; τέκε . . ἐν μόναις ὠδῖσιν . . διδύμων σθένος υἱῶν at a single birth, Pi.P.9.85; πόνους ἐνεγκοῦσ' ἐν ὠδῖσι E.Supp.920 (lyr.); ἐν ὠδίνων λοχίαις ἀνάγκαισι Id.Ba.89 (lyr.), cf. Ion452 (lyr.); αἱ δἰ ὠδίνων γοναί Id.Ph.355: also in sg., Pi.O.6.43, N.1.36, S.OC533 (lyr.); γυνὴ φεύγει πικρὰν ὠδῖνα παίδων Id.Fr.932. 2 in sg. also, that which is born amid throes, child, παῖδα, φιλτάτην ἐμοὶ ὠδῖνα A.Ag. 1418, cf. Pi.O.6.31, E.Ion45; θαλλὸν ἱερὸν ἐλαίας, Λατοῦς ὠδῖνα (fort. ὠδῖνι) φίλαν Id.IT1102 (lyr.); ἄπτερον ὠδῖνα τέκνων, of young birds, Id.HF1040: pl., children, AP7.549 (Leon.Alex.); ὀρταλίχων ἁπαλὴ ὠδίς, of eggs, Nic.Al.165; τοῦ ᾠοῦ ἐν ὠδῖνι ὄντος Arist.HA560b22; ὠδίς θαλάσσας, of Aphrodite, AP9.386; ὠδὶς μελίσσης, of honey, Nonn.D.5.228, al. II metaph., travail, anguish, A.Ch.211, Supp.770 (both sg.): also in plural, of love, ἐμοὶ πικρὰς ὠδῖνας αὑτοῦ προσβαλὼν ἀποίχεται S.Tr.42, cf. Pl.R.574a, Phdr.251e: freq. in LXX, Ex.15.14, al., Ev.Matt.24.8. 2 fruit of the mind's travail, τῆς ἐμῆς ὠ. Luc.Dem.Enc.25; λόγων ὠδῖνες Him. Or.18.3; ἐπέων Tryph.117. 3 ὠδῖνες θανάτου, ὠδῖνες ᾅδου, the bonds of death, LXX 2 Ki.22.6, Ps.17(18).5, 6 (due to confusion of Heb. ḥēbel 'pang' with ḥèbel 'cord'), cf. Act.Ap.2.24.

French (Bailly abrégé)

ῖνος (ἡ) :
I. douleur de l'enfantement ; enfantement :
1 au propre;
2 p. ext. toute douleur violente, souffrance cruelle (physique ou morale);
II. fruit de l'enfantement, enfant, rejeton.
Étymologie: DELG forme isolée en grec, étym. incertaine, pê rac. *ed- « manger ».

Russian (Dvoretsky)

ὠδίς: ῖνος ἡ (dat. pl. ὠδῖσι - Theocr. ὠδίνεσσιν)
1) преимущ. pl. родовые боли Hom., Pind.: ὠ. παίδων Soph. и αἱ δι᾽ ὠδίνων γοναί Eur. мучительные роды;
2) плод родовых мук, т. е. отпрыск, дитя Aesch., Pind., Arst.: Λατοῦς ὠ. Eur. дитя Лето, т. е. Артемида; ἄπτερος ὠ. τέκνων Eur. выводок неоперившихся птенцов; Νιόβη ἑπτὰ δὶς ὠδίνων μυρομένη θάνατον Anth. Ниоба, оплакивающая смерть (своих) четырнадцати детей;
3) тж. pl. боль, мука, мучение, терзание Aesch., Soph.: μεγάλαις ὠδῖσί τε καὶ ὀδύναις ξυνέχεσθαι Plat. быть жертвой страшных мук и страданий.

Greek (Liddell-Scott)

ὠδίς: -ῖνος, ἡ· Ἐπικ. δοτικ. πληθ. ὠδίνεσσι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 92, Θεόκρ., κλπ.· ἡ ὀνομ. ὠδὶν μόνον παρὰ τοῖς Ἑβδομ. καὶ ἐν τῇ Καιν. Διαθ.· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., οἱ πόνοι τοῦ τοκετοῦ, κοιλοπόνημα, πικρὰς ὠδίνας ἔχουσαι Ἰλ. Λ. 271· τέκε … ἐν μόναις ὠδῖσιν… διδύμων σθένος υἱῶν, μὲ ἓν κοιλοπόνημα, Πινδ. Π. 9. 149· πόνους ἐνεγκοῦσ᾿ ἐν ὠδῖσιν Εὐρ. Ἱκέτ. 920· ἐν ὠδίνων λοχίαις ἀνάγκαις ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 89, πρβλ. Ἴωνα 452· αἱ δι᾿ ὠδίνων γοναὶ ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 355· ἐν τῷ ἑνικῷ, ἦλθεν δ᾿ ὑπὸ σπλάγχνων ὑπ᾿ ὠδῖνός τ᾿ ἐρατᾶς Ἴαμος ἐς φάος αὐτίκα, ἐγεννήθη εὐθέως ἐκ τῆς γαστρὸς ἐξ ἐπεράστου ὠδῖνος ὁ Ἴαμος καὶ ἦλθεν εἰς τὸ φῶς, Πινδ. Ο. 6. 74, Ν. 1. 55, Σοφ. Ο. Κ. 533· γυνὴ φεύγει πικρὰν ὠδῖνα παίδων ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 670. 2) ἐν τῷ ἑνικῷ ὡσαύτως, τὸ ἐν πόνοις γεννώμενον, τέκνον, γόνος, παῖδα, φιλτάτην ἐμοὶ ὠδῖνα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1417, πρβλ. Πινδ. Ο. 6. 51, Εὐρ. Ἴωνα 45· Λατοῦς ὠδῖνα φίλαν ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1102· ἄπτερον ὠδῖνα τέκνων, ἐπὶ νεοσσῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 1040· ἐν τῷ πληθ., παιδία, τέκνα, Ἀνθ. Π. 7. 549· οὕτως, ὀρταλίχων ἁπαλὴ ὠδίς, ἐπὶ ᾠῶν, τοῦ ᾠοῦ ἐν ὠδῖνι ὄντος Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 23, πρβλ. Νικ. Ἀλεξιφ. 165· ὠδ. θαλάσσης, ἡ Ἀφροδίτη, Ἀνθ. Π. 9. 386· ὠδὶς μελίσσης, ἐπὶ τοῦ μέλιτος, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Νόννου· πρβλ. πόνος ΙΙΙ. ΙΙ. μεταφορ., πᾶσα ὀδύνη, ὀξὺ ἄλγος, ἀγωνία, Αἰσχύλ. Χο. 211, Ἱκέτ. 770 (παρ᾿ ἀμφοτέροις ἐν τῷ ἑνικ.)· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ πόθος, ἐπὶ ἔρωτος, ἐμοὶ πικρὰς ὠδῖνας αὐτοῦ προσβαλὼν ἀποίχεται Σοφ. Τρ. 42, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 493Β, 574Β, Φαῖδρ. 251Ε· συχνάκις παρὰ τοῖς Ἑβδ., ἐν τῇ Καιν. Διαθ., καὶ παρὰ τοῖς Ἐκκλ. 2) ἐπίπονον ἔργον τοῦ πνεύματος, λόγων ὠδῖνες Ἱμέρ. 18. 3· ἐπέων Τρυφιόδ. (ὀρθότ. Τριφ-) 117· ὠδῖνες μηχανικαί, ἐπίνοιαι μηχανικαί, ἐφευρέσεις, Ἄννα Κομν. 2. 172. 3) παρὰ τοῖς Ἑβδ., ὠδῖνες θανάτου καλοῦνται τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου, ἴδε Schleusher, καὶ πρβλ. Πράξ. Ἀποστ. β´, 24.

English (Autenrieth)

ῖνος: pl., pains of labor, travail, Il. 11.271†.

English (Slater)

ὠδῑς (-ῖνος, -ῖνα, -ίνεσσι, -ῖσιν.)
   a labour, childbirth ἦλθεν δ' ὑπὸ σπλάγχνων ὑπ ὠδῖνός τ ἐρατᾶς Ἴαμος ἐς φάος (ὑπ' ὠδίνεσσ ἐραταῖς coni. Wil.) (O. 6.43) τέκε οἱ καὶ Ζηνὶ μιγεῖσα δαίφρων ἐν μόναις ὠδῖσιν Ἀλκμήνα διδύμων κρατησίμαχον σθένος υἱῶν (P. 9.85) ἐπεὶ σπλάγχνων ὕπο ματέρος αὐτίκα θαητὰν ἐς αἴγλαν παῖς Διὸς ὠδῖνα φεύγων διδύμῳ σὺν κασιγνήτῳ μόλεν (N. 1.36) ἀλλ' ἁ Κοιογενὴς ὁπότ ὠδίνεσσι θυίοισ ἀγχιτόκοις ἐπέβα νιν fr. 33d. 3. ἁνίκ' ἀγανόφρων Κοίου θυγάτηρ λύετο τερπνᾶς ὠδῖνος (Pae. 12.14)
   b pregnancy κρύψε δὲ παρθενίαν ὠδῖνα κόλποις (O. 6.31)

Greek Monolingual

η / ὠδίς, -ῑνος, ΝΜΑ, και ὠδίν, -ῑνος, Α
(συν στον πληθ.) οι ωδίνες και αἱ ὠδῑνες
οι πόνοι του τοκετού
μσν.
επινόηση, εφεύρεση
αρχ.
1. τέκνο που γεννιέται με πόνους («παῑδα, φιλτάτην ἐμοὶ ὠδῑνα», Αισχύλ.)
2. σφοδρός πόνος, οδύνη
3. επίπονο έργο του πνεύματος («λόγων ὠδῑνες», Iμέρ.)
4. φρ. α) «ἄπτερος ὠδίς» — νεοσσός (Ευρ.)
β) «ὠδὶς ὄρνιθος» — το αβγό (Νικ.)
γ) «ὠδὶς θαλάσσης» — η Αφροδίτη (Ανθ. Παλ.)
δ) «ὠδῑνες θανάτου» — τα δεσμά του θανάτου (ΚΔ)
ε) «λύω τὰς ὠδῑνας»
(για ετοιμόγεννη) ξεγεννώ, ελευθερώνομαι (Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σχηματισμένη με επίθημα -ιν-, ὠδ-ίς, -ῖν-ος (πρβλ. ἀκτ-ῖν-ος, δελφ-ῖν-ος), αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται στην εκτεταμένη βαθμίδα με φωνηεντισμό -ω- της ρίζας ed- «τρώω» (πρβλ. ἔδω, ἐδ-ωδ-ή). Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η σημασιολ. εξέλιξη της ρίζας «τρώω» στη σημ. «πόνος τοκετού» φαίνεται προϊόν μεταφορικής χρήσης, δηλαδή της αντίληψης ότι οι πόνοι κατατρώνε, βασανίζουν ψυχή και σώμα (βλ. και λ. οδύνη)].

Greek Monotonic

ὠδίς: -ῖνος, ἡ, δοτ. πληθ. ὠδίνεσσι, συνήθως στον πληθ.,
I. 1. πόνοι ή ωδίνες τοκετού, κοιλόπονοι, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν μόναις ὠδῖσιν, με ένα κοιλοπόνημα, σε Πίνδ.· ἐν ὠδίνων ἀνάγκαις, σε Ευρ.· στον ενικ., κοιλόπονος, σε Πίνδ., Σοφ.
2. στον ενικ., επίσης, ο καρπός του πόνου του τοκετού ή της ωδίνης, γέννημα, παιδί, σε Αισχύλ., Ευρ.· ἄπτερον ὠδῖνα τέκνων, λέγεται για τα νεαρά πουλιά, τους νεοσσούς, σε Ευρ.
II. μεταφ., κάθε είδους πόνος, άγχος, οδύνη, σε Αισχύλ.· επίσης, στον πληθ., λέγεται για τον έρωτα, ο πόθος, σε Σοφ., Πλάτ.

Middle Liddell

ὠδίς, ῖνος, ἡ, mostly in plural]
I. the pangs or throes of labour, travail-pains, Il.; ἐν μόναις ὠδῖσιν at a single birth, Pind.; ἐν ὠδίνων ἀνάγκαις Eur.; in sg. travail-pain, anguish, Pind., Soph.
2. in sg., also, the fruit of travail or labour, a birth, child, Aesch., Eur.; ἄπτερον ὠδῖνα τέκνων, of young birds, Eur.
II. metaph. any travail, anguish, Aesch.; also in plural, of love, pangs, Soph., Plat.

Frisk Etymology German

ὠδίς: {ōdís}
Forms: jünger -ίν, -ῖνος, gew. pl. -ῖνες
Grammar: f.
Meaning: ‘Geburtswehen, das (unter Schmerzen) Geborene’, übertr. ‘(Frucht harter) Anstrengung’ (seit Λ 271);
Composita : δυσώδινος von schlimmen Geburtswehen begleitet (AP).
Derivative: Davon ώδίνω (seit Λ 269), Aor. ώδῖναι, -ῆσαι, -ήσασθαι, -ηθῆναι, Fut. ὠδινῶ, -ήσω (hell. u. sp.), auch m. συν-u. a., ‘Geburtswehen haben, mit etwas schwanger gehen’, übertr. heftige Schmerzen empfinden, sich abmühen, hart arbeiten.
Etymology : Bildung wie γλωχῖν-, δελφῖν-, ἀκτῖν- u.a. von einem Nomen *ὠδ(ο)- zu lit. úodas Mücke ("Stechmücke", zu ė́[d]-mi fressen), arm. utem essen (wäre gr. *ὠδέω, iterat.-intens., evtl. denom.), gr. ἐδωδή, mit Dehnstufe neben ὀδύνη zu ἔδω essen, fressen (s. dd. m. Weiterem). Frisk Etyma Armen. 13 = Kl. Schr. 261 (wie schon Bechtel Ub. die Bezeichnungen der sinnl. Wahrnehmungen in d. idg. Spr. [1879] 22 und de Saussure Mém. 168). S. auch Belardi Doxa 3, 224.
Page 2,1144

English (Woodhouse)

childbirth, labor, labour, pangs of labor, pangs of labour, pangs of travail, the pains of childbirth, the pangs of labour, the pangs of travail