δυσχεραίνω

Revision as of 18:40, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")

English (LSJ)

impf. A ἐδυσχέραινον Pl.Tht.169d: aor. ἐδυσχέρᾱνα S.OC1282, Isoc.12.201: aor. Pass. ἐδυσχεράνθην Plu.2.820f: (δυσχερής):—to be unable to endure or put up with, to be disgusted at, c. acc., Isoc.14.46, Pl.Tht.195c, D.19.116, etc.; θεούς Pl.Lg.900a; δ. τὸ γενέσθαι τι X.HG7.4.2; τὸ ἀδικεῖν Pl.R.362b: c. acc. et part., to be annoyed at his doing, Aeschin.1.158. 2 mostly intr., feel dislike, disgust or annoyance, to be displeased, περί τινος And.3.35; τινί at a thing, D.55.11; ἐπί τινι Isoc.1.26; πρός τι D.H.Th.34, Plu. Pyrrh.21; κατά τινος Luc.Nav.10; also δ. ἑαυτῷ to have misgivings, Arist.Metaph.984a29:—Pass., to be hateful, ὄνομα δυσχεραινόμενον Plu.Publ.1; δ. ὑπὸ πολλῶν Id.Cic.24. 3 c. inf., scorn to do a thing, Pl.R.388a: c. acc., δ. τι τῶν λεχθέντων feel qualms about, Id.Plt.294a; ταῦτ' οὐκ ἐδυσχέραινεν felt no scruple about, Aeschin.1.54; to be fastidious, περὶ τὰ μαθήματα Pl.R.475b. II causal, cause annoyance, ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι ἢ δυσχεράναντ' S.OC1282; δ. τὴν ὁδόν make it difficult, App.Ill.18:—Pass., to be disagreeable, τοῖς ἀκούουσι Arist.Rh.Al.1432b19: abs., ib.1437a33. III δ. ἐν τοῖς λόγοις to make difficulties in argument, to be captious, Pl.Grg. 450e.

Spanish (DGE)

I intr.
1 c. suj. abstr. causar disgusto, afligir, ser desagradable, molestar ῥήματ' S.OC 1282, ἥκιστα ... γῆρας ἄρχοντος δυσχεραίνει la vejez de un poderoso es menos desagradable X.Hier.8.6, τὸ χεῖρον Porph.Sent.32
en v. med. mismo sent. τὰ μέλλοντα δυσχεραίνεσθαι τοῖς ἀκούουσιν Anaximen.Rh.1432b20, cf. 1437a33, πολλαὶ ... τιμαὶ πεπόνθασιν ... δυσχερανθεῖσαι Plu.2.820e, δυσχεραινομένου δὲ τοῦ τῆς μοναρχίας ὀνόματος Plu.Publ.1.
2 c. suj. de pers. disgustarse, enojarse c. dat. τοῖς ... λέγουσι Arist.EN 1128a8, ταῖς δυσώδεσιν ὀσμαῖς Arist.HA 626a26, τοῖς ἀδικήμασιν UPZ 144.4 (II a.C.), ὀλιγαρχίᾳ Plu.Them.19, τῇ τριβῇ Plu.Per.27, cf. M.Ant.4.3, c. giro prep. περὶ ... τῶν ἑτοίμων And.3.35, ἐπὶ τοῖς κακοῖς δ. Isoc.1.26, cf. 12.201, Plb.2.8.9, Aesop.261, Hdn.2.5.7, Simp.in Epict.15.23, πρὸς τὴν ἀδικίαν τοῦ ἀνθρώπου Plu.Pyrrh.21, cf. SEG 39.1193.6 (Éfeso, imper.), Dam.Fr.229, καθ' ἡμῶν Luc.Nau.10, ὑπὲρ τίνος ... δυσχεραίνουσιν οἱ θρηνοῦντες τὸν ἀποιχόμενον; ¿por qué se disgustan los que lloran al que se ha marchado? Gr.Nyss.Mort.37.17, sin rég. λέξις ... δυσχεραίνοντος la expresión del que está indignado en la oratoria, Arist.Rh.1408a17, cf. Pl.Tht.169d, D.H.Th.34.4, PLond.1007.20 (VI d.C.), 1032.6 (VI/VII d.C.)
sentir aversión por c. dat. ἀνθρώπου δυσχεραίνοντος ... τοῖς τόποις D.55.11, ὅταν τοῖς προεστῶσι ... δυσχεραίνωσιν Plb.11.28.2, ἐδυσχέραινεν αὐτῇ (τῇ θεολογίᾳ) Numen.23, c. giro prep. τὸν ... περὶ τὰ μαθήματα δυσχεραίνοντα al que siente aversión por el estudio Pl.R.475b.
3 c. suj. de pers. o n. concr. plantear problemas, poner trabas, c. suj. de pers. tender una trampa, ser capcioso εἰ βούλοιτο δυσχεραίνειν ἐν τοῖς λόγοις Pl.Grg.450e
c. suj. de concr. ofrecer dificultades ὅπου δ' ἂν ἧττον δυσχεραίνῃ τὸ ποτόν donde la bebida ofrezca menos dificultades Arist.HA 595b25.
II tr.
1 ser incapaz de soportar c. ac. de cosa o abstr. πάσας τὰς οἰκήσεις Isoc.14.46, τὴν ἐμαυτοῦ δυσμαθίαν Pl.Tht.195c, τι ... τῶν λεχθέντων Pl.Plt.294a, τὸν Φιλήβου λόγον Pl.Phlb.66e, ἕν τι D.19.116, τὸ πρᾶγμα D.21.86, τῶν βρωμάτων τὰ καθαρειότατα Plu.2.101c, τὸ ... παρόν M.Ant.2.2, αὐτά Luc.Pr.Im.12, cf. Aesop.180.2, τὸ τοιόνδε μέλος Aristid.Quint.80.21, c. inf. subst. μὴ δ. τὸ ἀδικεῖν Pl.R.362b, ἐδυσχέραινόν τινες ... τὸ ... γενέσθαι τοῖς ἐναντίοις αὐτῶν συμμάχους X.HG 7.4.2
c. or. complet. ser reacio a, ser incapaz de ἵνα ἡμῖν δυσχεραίνωσιν ὅμοια ... ποιεῖν para que nos sean reacios a imitar Pl.R.388a.
2 dificultar, hacer difícil, poner reparos δεῖ μὴ δ. παιδικῶς τὴν περὶ τῶν ἀτιμοτέρων ζῴων ἐπίσκεψιν Arist.PA 645a15, οὐ γὰρ ἂν τὴν ... μετάστασιν (τοῦ βίου) ... ἐδυσχέραινεν Luc.Luct.15, οἵδε ἔτι μᾶλλον αὐτὴν (τὴν ὁδόν) ἐδυσχέραινον αὐτῷ, τὰ δένδρα κόπτοντες App.Ill.18, c. ac. int. ταῦτ' οὐκ ἐδυσχέραινεν ὁ μιαρός el infame no ponía reparos a esas cosas Aeschin.1.54, οἱ μὲν ... ἓν φάσκοντες εἶναι τὸ ὑποκείμενον οὐθὲν ἐδυσχέραναν ἑαυτοῖς los que afirmaron que el sujeto es uno solo no se plantearon esta dificultad Arist.Metaph.984a29.
3 c. ac. de pers. irritarse con Κηφισόδωρον Aeschin.1.158, τοὺς θεούς Pl.Lg.900a, δυσχεραίνοντες ... τοὺς Ἀθηναίους οἱ πολλοί Aristid.Or.26.47
en v. pas. ser denostado ὑπὸ πολλῶν δυσχεραινόμενος ref. Cicerón por su vanidad, Plu.Cic.24.

German (Pape)

[Seite 690] (δυσχερής), 1) unwillig, unzufrieden sein od. werden; oft absolut, Isocr. 4, 12. 5, 24 u. a. Att.; τί, mit etwas, z. B. τὴν ἐμαυτοῦ δυσμαθίαν Plat. Theaet. 195 c; τὸ πρᾶγμα Dem. 21, 86; bes. = Widerwillen gegen etwas haben, verwerfen, Gegensatz ἀποδέχομαι; Plat. Polit. 294 a ἀποδέχει ἤ τι καὶ δυσχεραίνεις τῶν λεχθέντων; vgl. Men. 89 d; θεούς Legg. X, 900 a; auch Gegensatz ἐνδέχομαι, VIII, 834 d, mit folgdm acc. c. inf., wie Xen. Hell. 7, 4, 2; Luc. nav. 15 auch c. partic., ἐδυσχέραινες ἡμᾶς συμπλέοντας, wie Aesch. 1, 158; dah. pass., τὸ τῆς μοναρχίας ὄνομα δυσχεραινόμενον, mit Unwillen vernommen, Plut. Poplic. 1; ὑπό τινος, gehaßt werden, Cic. 24; – περί τι, Plat. Rep. V, 475 c; ἐπί τινι, Isocr. 1, 26. 12, 201; Pol. 2, 8, 9 u. öfter, u. so gew. bei Folgenden; auch τινί, Dem. 55, 11; ἐν τοῖς λόγοις Plat. Gorg. 450 e, Schwierigkeiten beim Disputiren machen, trügerische Kunstgriffe anwenden; κατά τινος, Luc. navig. 10; πρός τι, D. Hal. Iud. Thuc. 34, 5; Plut. Pyrrh. 21 T. Graech. 13; – δυσχεραντέον, εἰ Plat. Legg. IX, 859 b. – 2) Unwillen erregen; ῥήματα ἢ τέρψαντα ἢ δυσχεράναντα, bittere Worte, Soph. O. C. 1284; auch τὴν ὁδὸν δένδρα κόπτοντες, schwierig machen, App. Illyr. 18.

French (Bailly abrégé)

f. δυσχερανῶ;
1 supporter avec peine, acc. ; Pass. δυσχεραινόμενος ὑπὸ πολλῶν PLUT devenu insupportable à beaucoup;
2 intr. être fâché, mécontent : τινι de qch;
3 susciter des difficultés : ῥήματα δυσχεράναντα SOPH paroles qui ont fait de la peine.
Étymologie: δυσχερής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δυσχεραίνω [δυσχερής] aor. ἐδυσχέρανα, pass. ἐδυσχεράνθην; fut. δυσχερανῶ moeilijk verdragen, ergernis, afkeer voelen (voor), het moeilijk hebben (met); met acc., met dat., met πρός + acc., met ἐπί + dat., met περί, κατά + gen.; met inf.:; ἵνα … δυσχεραίνωσιν ὅμοια τούτοις ποιεῖν opdat ze er weerzin voor voelen om hetzelfde als die mensen te doen Plat. Resp. 388a; met AcP:; οὐδὲν ἐδυσχέραινες ἡμᾶς συμπλέοντας je had er geen moeite mee dat wij meevoeren Luc. 73.15; pass.:; ὑπὸ πολλῶν δυσχεραινόμενος gehaat door velen Plut. Cic. 24.1; pregn.: ῥήματα... δυσχεράναντα... παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις wanneer woorden afkeer tonen laten ze wie niet spreekt zijn stem vinden Soph. OC 1282. moeilijk doen, pietepeuterig zijn:. δ. ἐν τοῖς λόγοις moeilijk doen in de discussies Plat. Grg. 450e; τόν … περὶ τὰ μαθήματα δυσχεραίνοντα iemand die kieskeurig is als het gaat om leervakken Plat. Resp. 475c.

Russian (Dvoretsky)

δυσχεραίνω: (fut. δυσχερανῶ)
1) быть недовольным, не любить, чувствовать раздражение или отвращение, возмущаться, не переносить, бояться (τι Isocr., Plat., Dem., Plut. и τινά Arst., τινί Arst., Dem., ἐπί τινι Isocr., Polyb., τινός и περί τι Plat., κατά τινος Luc. и πρός τι Plut.): δυσχειρανόμενος ὑπό τινος Plut. ненавистный кому-л.; ἄ πάντα καθορῶν ἐδυσχέρανα Plat. все, что я видел, вызывало во мне досаду; πάσας δ. τὰς οἰκήσεις Isocr. везде чувствовать себя плохо; δυσχεραίνει τῶν λεχθέντων Plat. ему не нравятся эти слова; τὸν θάνατον δ. Arst. бояться смерти;
2) отвергать, отклонять (θεούς Plat.; ταῦτα Aeschin.);
3) привередничать, придираться (ἐν τοῖς λόγοις Plat.);
4) причинять досаду, доставлять неприятности (ῥήματα δυσχεράναντα Soph.).

Greek Monolingual

(AM δυσχεραίνω)
κάνω κάτι δύσκολο, παρεμβάλλω δυσχέρειες
αρχ.-μσν.
αισθάνομαι δυσαρέσκεια, δυσανασχετώ
αρχ.
1. δεν μπορώ να υποφέρω κάτι, μού είναι δυσάρεστο
2. προκαλώ στενοχώρια.

Greek Monotonic

δυσχεραίνω: μέλ. -ᾰνῶ, αόρ. αʹ ἐδυσχέρᾱνα (δυσχερής
I. 1. δεν μπορώ να αντέξω κάτι, δυσαρεστούμαι, αηδιάζω, Λατ. aegre ferre, με αιτ., σε Πλάτ.· με αιτ. και μτχ., ενοχλούμαι με αυτό που κάνει κάποιος, σε Αισχίν.
2. αμτβ., νιώθω ενόχληση, πικραίνομαι, δυσαρεστούμαι, εξοργίζομαι, εκνευρίζομαι, τινός, για ή εξαιτίας ενός πράγματος, σε Πλάτ. κ.λπ.· τινί, για κάτι, σε Δημ. — Παθ., είμαι μισητός, μισούμαι, σε Πλάτ.
3. με απαρ., δεν καταδέχομαι, δεν θέλω να κάνω κάτι, σε Πλάτ.
II. μτβ., προκαλώ εκνευρισμό, εξοργίζω, δυσαρεστώ, ῥήματα τέρψαντα ἢ δυσχεράναντ', σε Σοφ.
III. δ. ἐν τοῖς λόγοις, φέρνω δυσκολίες στη συζήτηση, είμαι ύπουλος, δύστροπος, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

δυσχεραίνω: παρατ. ἐδυσχέραινον Πλάτ. Θεαιτ. 169D· ἀόρ. ἐδυσχέρᾱνα Ἰσοκρ. 275Α· (δυσχερής). Δὲν δύναμαι νὰ ὑποφέρω, νὰ ὑπομείνω τι, ἀηδίζομαι πρός τι, δυσαρεστοῦμαι ἔκ τινος, Λατ. aegre ferre, μετ’ αἰτ., Ἰσοκρ. 305C, Πλάτ. Θεαιτ. 195C, Δημ. 376. 18, κτλ.· δ. τὸ γενέσθαι τι Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 2· τὸ ἀδικεῖν Πλάτ. Πολ. 362Β· μετ’ αἰτ. καὶ μετοχ.,δυσαρεστοῦμαι ὅτι πράττει τις, Αἰσχίν. 8. 27. 2) κατὰ τὸ πλεῖστον ἀμεταβ., αἰσθάνομαι δυσαρέσκειαν, ἀηδίαν ἢ στενοχωρίαν δυσαρεστοῦμαι, στενοχωροῦμαι, ὀργίζομαι, τινός, διά τι ἢ ἕνεκά τινος…, Πλάτ. Πολιτ. 294Α· περί τινος Ἀνδοκ. 28. 5· περί τι Πλάτ. Πολ. 475C· ὡσαύτως, τινί, διά τι πρᾶγμα, Δημ. 1274. 24, κτλ.· ἐπί τινι Ἰσοκρ. 7C· πρός τι Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 34· ὡσαύτως, δ. ἑαυτῷ, εἶναι δυσαρεστημένος καθ’ ἑαυτοῦ, Ἀριστ. Μεταφ. 1. 3, 12. - Παθ., εἶμαι μισητός, μισοῦμαι, ὄνομα δυσχεραινόμενον Πλούτ. Ποπλικ. 1. 3) μετ’ ἀπαρ., δὲν θέλω, δυσαρεστοῦμαι νὰ πράξω τι, Πλατ. Πολ. 388Α. ΙΙ. μεταβατ., παρέχω στενοχωρίαν ἢ δυσαρεστῶ, ἀντίθετον τέρπω· ῥήματ. ἢ τέρψαντά τι ἢ δυσχεραίναντ’ Σοφ. Ο. Κ. 1281· δ. τὴν ὁδόν, καθιστῶ τὴν ὁδὸν δύσκολον, Ἀππ. Ἰλλυρ. 18. - Παθ., εἶμαι δυσάρεστος, δύσκολος, Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 19, 2., 30, 14. ΙΙΙ. δ. ἐν τοῖς λόγοις, φέρω δυσκολίας ἐν τῇ συζητήσει, εἶμαι δεξιὸς εἰς τὸ ἀνακαλύπτειν σφάλματα, Πλάτ. Γοργ. 450Ε.

Middle Liddell

δυσχερής
I. to be unable to endure a thing, bear with an ill grace, Lat. aegre ferre, c. acc., Plat.; c. acc. et part. to be annoyed at his doing, Aeschin.
2. intr. to feel annoyance, to be discontented, displeased, vexed, τινός for or because of a thing, Plat., etc.; τινί at a thing, Dem.:—Pass. to be hateful, Plut.
3. c. inf. to scorn to do a thing, Plat.
II. Causal, to cause vexation, ῥήματα τέρψαντα ἢ δυσχεράναντ' Soph.
III. δ. ἐν τοῖς λόγοις to make difficulties in argument, to be captious, Plat.