θόλος
English (LSJ)
ἡ, A round building with conical roof, rotunda, Od.22.442, al., cf. Hsch. 2 at Athens, the Rotunda, in which the Prytaneis, etc., dined, Pl.Ap.32c, And.1.45, D.19.249, Arist.Ath.43.3, Alexand. Com.9, Paus.1.5.1; a similar building at Epidaurus, Id.2.27.3; at Magnesia on Maeander, SIG589.43 (ii B.C.). II θόλος, ὁ, in public baths, vaulted vapour-bath, PMagd.33.3 (iii B.C.), Asclep.Myrl. ap.Ath.11.501d, Alciphr.1.23, POxy.2145.6 (ii A.D.), PMag.Osl.1. 75. 2 bandage for the head, invented by Diocles, Heliod. ap. Orib.48.25 tit.
German (Pape)
[Seite 1214] ἡ, Sp., wie Ath., in der dritten Bdtg auch mascul., vgl. S. Emp. adv. gramm. 148. – Kuppel, Kuppeldach, rundes Gebäude; so Od. 22, 442. 459. 466, ein rundes Gebäude auf dem Hofe. – In Athen hieß vorzugsweise das runde Gebäude so, in welchem die Prytanen speis'ten, Rotunde, Andoc. 1, 45; Plat. Apol. 32 cd; Paus. 1, 5, 1; VLL.; auch die Staatsschreiber aßen daselbst, Dem. 19, 249. – In den Badehäusern das rundgebaute Schwitzbad, sonst Laconicum genannt, vgl. Ath. XI, 501 d; Alciphr. 1, 23.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
1 voûte, coupole, bâtie dans la cour et où l'on conservait les provisions et les ustensiles de cuisine;
2 à Athènes la Rotonde, édifice à voûte arrondie où mangeaient les prytanes et les greffiers.
Étymologie: DELG terme techn. sans étym.
Russian (Dvoretsky)
θόλος:
I или θολός ἡ тол
1 куполообразная постройка во дворе, служившая кладовой или кухней: μέγαρον μεσσηγὺς τε θόλου καὶ ἕρκεος αὐλῆς Hom. дворец между толом и оградой двора;
2 в Афинах - куполообразное здание, в котором обедали на государственный счет пританеи Plat. и государственные писцы Dem.
II и θολός ὁ
1 чернильная жидкость (сепии и др.) (πρὸς βοήθειαν καὶ σωτηρίαν ἔχει ταῦτα - sc. ἡ σηπία καὶ οἱ πολύποδες - τὸν καλούμενον θολόν Arst.; ζοφερὰ ὑγρότης, ἥν θόλον καλοῦσιν Plut.);
2 пузырь с чернильной жидкостью (τῶν μαλακίων Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
θόλος: ἡ, οἰκοδόμημα στρογγύλον μετὰ κωνικῆς στέγης (Ἡσύχ.), Ὀδ. Χ. 442, 459, 466· κυρίως ἐν τῇ αὐλῇ χρησιμεῦον εἰς τήρησιν ζωοτροφιῶν καὶ μαγειρικῶν σκευῶν, κατὰ τὸν Voss. 2) ἐν Ἀθήναις κυκλικόν τι οἰκοδόμημα, ἐν ᾧ οἱ Πρυτάνεις ἔτρωγον, Πλάτ. Ἀπολ. 32C, Ἀνδοκ. 7. 11, κτλ.· καὶ οἱ γραμματεῖς, Δημ. 419. 27, πρβλ. Παυσ. 1. 5, 1· ὅμοιον κτίριον ἐν Ἐπιδαύρῳ λαμπρόν, ὁ αὐτ. 2. 27, 3. ΙΙ. θόλος, ὁ, ἐν τοῖς δημοσίοις λουτροῖς, ὁ θολοειδὴς δι’ ἀτμοῦ λουτρῶν, Ἀσκληπ. παρ’ Ἀθην. 501D, Ἀλκίφρ. 1, 23, Βιτρούβ.· πληθ. θόλα, τά, ἐν Ἰω. Μαλαλ. 2) ἐπίδεσμος περὶ τὴν κεφαλήν, Γαλην. 12. 477. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 113.
English (Autenrieth)
οιο: rotunda, a building of circular form, with vaulted roof, in the court-vard of Odysseus's palace. (See plate III., k.)
Spanish
Greek Monolingual
ο (ΑΜ θόλος, ὁ και ἡ, Μ και ουδ. θόλον, το) νεοελλ.
1. ανατ. κάθε θολοειδές κοίλωμα που υπάρχει στο σώμα («θόλος κρανίου»)
2. το τμήμα του καπέλου που μοιάζει με θόλο, κν. καλότα, τεπές
3. φρ. «θόλος του ουρανού» ή «ουράνιος θόλος» — το ημισφαίριο του ουρανού που φαίνεται πάνω από τον ορίζοντα, στερέωμα, ουράνια σφαίρα
νεοελλ.-μσν.
καμπυλόγραμμη, ημισφαιρική συνήθως οροφή, τρούλλος («θόλος εκκλησίας»)
μσν.
(ως ουδ. στον πληθ.) τὰ θόλα
θολοειδής λουτρώνας
αρχ.
1. κυκλοτερές οικοδόμημα με κωνική στέγη, που βρισκόταν στην αυλή του σπιτιού και στο οποίο φυλάγονταν σκεύη του τραπεζιού, ζωοτροφές κ.λπ.
2. (στην Αθήνα) κυκλοτερές οικοδόμημα όπου παρέμεναν και σιτίζονταν οι πρυτάνεις
3. κάθε κυκλοτερές οικοδόμημα με κωνική ή ημισφαιρική στέγη (όπως στην Επίδαυρο, στην παρά τον Μαίανδρο Μαγνησία κ.λπ.)
4. (για δημόσια λουτρά) (το αρσ. στον εν. και πληθ.) ὁ θόλος και οἱ θόλοι
θολοειδής λουτρώνας με ατμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Η υποτεθείσα σύνδεση της λ. τόσο με το θάλαμος όσο και με γερμ. και σλαβ. λ. που σημαίνουν «κοιλότητα, κοιλάδα» (πρβλ. γοτθ. dal(s), ρωσ. dol, γαλλ. dol) δεν είναι ικανοποιητική.
ΠΑΡ. θολωτός
αρχ.
θολία
μσν.- νεοελλ.
θολικός
νεοελλ.
θολίσκος, θολίτης.
ΣΥΝΘ. θολοειδής
νεοελλ.
θολοβάτης, θολοδομία, θολοσκέπαστος, θολοστάτης].
Greek Monotonic
θόλος: ἡ,
1. στρογγυλό κτίσμα με κωνική οροφή, θολωτή κάμαρα, σε Ομήρ. Οδ.
2. στην Αθήνα, κυκλικό οικοδόμημα, στο οποίο δειπνούσαν οι Πρυτάνεις, η Ροτόντα, σε Πλάτ., κ.λπ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f. (hell. m.; s. Schwyzer-Debrunner 32 n. 4, 34 n. 2)
Meaning: round building with conical roof, rotunda, round bath (Od.);
Other forms: σαλία, θαλιο- s. below
Derivatives: θολίδιον (Attica). - θολία round hat against the sun for women (Theoc. 15, 39), also chest with conical lid (Poll.); cf. σαλία (σ- < θ-) πλέγμα καλάθῳ ὅμοιον, ὅ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς φοροῦσιν αἱ Λάκαιναι. οἱ δε θολία H.; s. also H. s. θαλιοποιοι [Latte corrects to *θαλλοκοποιοί]. - θολωτός provided with θ., w. conical form (Procop.), θολικός id. (Suid.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Technical word without explanation. One compares since Fick 1, 466 a word for valley etc., which is found in Germanic, Slavic, and Celtic, e. g. Goth. dal(s) m. or n. φάραγξ, βόθυνος, OWNo. dalr valley, arch, OCS dolъ βάραθρον, λάκκος, Russ. dol valley, lower part, Welsh dol f. valley. Prop. meaning then *`bowing, bending', from where vault(ing), resp. hollow (see Huisman KZ 71, 103); improbable. Often connected with θάλαμος, e. g. E. Maaß RhM 77, 1ff.; against this Wahrmann Glotta 19, 213. - Cf. Bq and Pok. 245f. - The variation α/ο is typical of Pre-Greek.
Middle Liddell
θόλος, ἡ,
1. a round building with a conical roof, a vaulted chamber, Od.
2. at Athens, the Rotunda, in which the Prytanes dined, Plat., etc.
Frisk Etymology German
θόλος: {thólos}
Grammar: f. (hell. m.; dazu Schwyzer-Debrunner 32 A. 4, 34 A. 2)
Meaning: Kuppelbau, Rundbau, in Athen Ben. des Rundgebäudes der Prytanen, hellen. rundgebautes Schwitzbad (seit Od.);
Derivative: Deminutivum θολίδιον (Attika). — Davon θολία runder Sonnenhut für Frauen (Theok. 15, 39), auch Kasten mit kuppelförmigem Deckel (Poll.); vgl. σαλία (σ- < θ-)· πλέγμα καλάθῳ ὅμοιον, ὅ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς φοροῦσιν αἱ Λάκαιναι. οἱ δὲ θολία H.; s. auch H. s. θαλιοποιοί. — θολωτός ‘mit θ. versehen, kuppelförmig’ (Prokop.), θολικός ib. (Suid.).
Etymology: Technisches Wort ohne sichere Erklärung. Man vergleicht seit Fick 1, 466 ein Wort für Tal, das im Germanischen, Slavischen, auch im Keltischen vertreten ist, z. B. got. dal(s) m. od. n. φάραγξ, βόθυνος, awno. dalr Tal, Bogen, aksl. dolъ βάραθρον, λάκκος, russ. dol Tal, untere Seite, kymr. dol f. Tal. Eig. Bedeutung dann *Biegung, Krümmung, woraus Wölbung, bzw. Höhlung (zuletzt Huisman KZ 71, 103). Oft mit θάλαμος zusammengestellt, z. B. E. Maaß RhM 77, 1ff. mit weiterer Anreihung an θάλος, θαλλός; dagegen Wahrmann Glotta 19, 213. — Ältere Lit. bei Bq und WP. 1, 864f.; dazu Pok. 245f.
Page 1,677
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=στρόγγυλο οἰκοδόμημα μέ κωνική στέγη). Συγγενικό μέ τά: θάλαμος, θαλάμη.
Léxico de magia
ἡ habitación de vapor de unos baños públicos κόλλα (τὸ πιττάκιον) εἰς τὸν ξηρὸν θόλον τοῦ βαλανίου fija la tablilla en la habitación seca de vapor de un baño P XXXVI 75