κόνις
English (LSJ)
κόνιος, Att. κόνεως or κόνεος E.Cyc.641, ἡ: dat. κόνι contr. fr. κόνιι, Il. 24.18, Od.11.191, Att. κόνει:—
A dust, κόνιος δεδραγμένος Il.13.393; as an emblem of a countless multitude, εἴ μοι τόσα δοίη ὅσα ψάμαθός τε κόνις τε = even if he gave gifts as many as sand and dust 9.385; κ. δέ σφ' ἀμφιδεδήει Hes.Sc.62; κόνιν, ἄναυδον ἄγγελον στρατοῦ A.Supp.180; αἷμα κ. πίνει, ἀνασπᾷ, Id.Th.736 (lyr.), Eu.647; κ. διψία S.Ant.247,429; of the grave, κ. κατακρύπτει χάριν Pi.O.8.79, cf. S.OC406, El.435, etc.; κόνει φύρειν κάρα, in sign of mourning, E.Hec.496; ἡ ἐπίχρυσος κόνις = gold dust, Poll.7.97.
2 ashes, ἐν κόνι ἄγχι πυρός = in the ashes by the fire Od.l.c.; κόνιν αἰθαλόεσσαν χεύατο κὰκ κεφαλῆς Il.18.23, cf. Theoc.24.93.
II the dust of the κονίστρα, Arist. IA709a14, Luc.Anach.29, Ath.12.518d: metaph., of toil, πάντα ἡμῖν μία κόνις dub. in Luc.DMort.1.3: in Plu.2.697a κόνιν (lye) is prob. an error for κονίαν.
III = κονία III, Jul.Ep.80. [κόνῐν Il.18.23; κόνῐ (shortd. fr. κόνῑ before a vowel) 24.18, Od.l.c.; κονῑς, κονῑν, A.Pr. 1084 (anap.), Supp.180, 783 (lyr.): ῐ in gen., v. supr.] (Cf. Lat. cinis.)
German (Pape)
[Seite 1481] ιδος, ἡ, gew. im plur. κόνιδες, richtiger nach Arcad. 32, 7 κονίδες zu schreiben, Eier der Läufe, Flöhe, Wanzen, Nisse, Arist. H. A. 5, 31. ιος u. εως, ἡ, Staub; κεῖτο (der Gefallene) κόνιος δεδραγμένος Il. 13, 392; οὐδ' εἴ μοι τόσα δοίη, ὅσα ψάμαθός τε κόνις τε, d. i. unzählbar Vieles, 9, 385; κόνις δέ σφ' ἀμφιδεδήει κοπτομένη πλεκτοῖσιν ὑφ' ἅρμασι Hes. Sc. 62; Pind. Ol. 8, 80; χθονία Aesch. Spt. 718; διψία, κάσις πηλοῦ Ag. 481; ὁρῶ κόνιν (also wie κονιορτός, Staubwolke) ἄναυδον ἄγγελον στρατοῦ Suppl. 177; βαθυσκαφεῖ κόνει κρύψον Soph. El. 427, u. so öfter vom Begraben, Bedecken mit Erde; κόνει φύρουσα κάρα Eur. Hec. 496, das Haupt mit Staub bestreuen war Zeichen der Trauer; μεστὰς αὐχμοῦ τε καὶ κόνεως Plat. Rep. X, 614 d; häufiger in späterer Prosa, wie Luc. D. Hort. 1, 3 (vgl. κονία, das in Prosa üblichere Wort). – Asche scheint es zu bedeuten, εὕδει, ὅθι δμῶες ἐνὶ οἴκῳ ἐν κόνι, ἄγχι πυρός, Od. 11, 189, wie κόνιν αἰθαλόεσσαν χεύατο κὰκ κεφαλῆς Il. 18, 23; Theocr. 24, 91; Luc. de luct. 19. – [Bei den Tragg. ist ι lang in κόνιν, Aesch. Suppl. 180 Prom. 1086, u. in κόνις, Suppl. 764.]
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 poussière;
2 cendre ; particul. cendres des morts ; cendre pour lessiver.
Étymologie: cf. lat. cinis.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόνις -εως, ἡ, nom. ook- ῑς, Ion. gen. - ιος, ook -εος, stof, as:. ἐν κόνι ἄγχι πυρός in de as vlak bij het vuur Od. 11.191; πάντα μία ἡμῖν κόνις alles is voor ons (overledenen) louter en alleen stof Luc. 77.1.3.
Russian (Dvoretsky)
κόνις: εως ἡ (эп.-ион. gen. κόνιος - у Eur. κόνεος; эп. dat. κόνϊ = κόνιι, с ῐ перед гласной; acc. κόνιν)
1 пыль, песок, прах (μεστὸς αὐχμοῦ τε καὶ κόνεως Plat.): ὅσα ψάμαθός τε κ. τε Hom. сколько песку и праха, т. е. несметное множество; ὁρῶ κόνιν, ἄναυδον ἄγγελον στρατοῦ Aesch. я вижу тучу пыли, безмолвную вестницу (приближающегося) войска; πάντα ἡμῖν μία κ. погов. Luc. все (это) для нас один и тот же песок, т. е. одно и то же;
2 пепел, зола (ἐν κόνι ἄγχι πυρός Hom.);
3 щелок (ἡ τέφρα παρέχει κόνιν Plut. - v.l. κονίαν).
English (Autenrieth)
ιος, dat. κόνῖ=κονίη.
English (Slater)
κόνις dust κατακρύπτει δ' οὐ κόνις συγγόνων κεδνὰν χάριν sc. of the grave (O. 8.79)
Greek Monolingual
η (ΑM κόνις, -ιος, Α αττ. τ. -εως και -εος)
σκόνη («κόνις δὲ σφ' ἀμφιδεδήει κοπτομένη πλεκτοῖσιν ὑφ' ἅρμασι και ποσὶν ἵππων», Ησίοδ.)
νεοελλ.
(τεχνολ. -μεταλργ.) στερεά ουσία που έχει λειοτριβηθεί ή αλεστεί και βρίσκεται σε λεπτότατο διαμερισμό
αρχ.
1. τάφος («κατακρύπτει δ' ού κόνις συγγόνων κεδνὰν χάριν», Πίνδ.)
2. αναρίθμητο πλήθος («οὐδ' εἴ μοι τόσα δοίη, ὅσα ψάμεθός τε κόνις τε», Ομ. Ιλ.)
3. τέφρα, στάχτη
4. άχρηστο κονιορτώδες υπόλειμμα, μηδαμινή ύλη («οὔτε ἡ ξανθὴ κόμη, οὔτε... ἐρύθημα ἐπὶ τοῦ προσώπου ἔτι ἔστιν... ἀλλὰ πάντα μία ἡμῖν κόνις, φασί, κρανία γυμνά τοῦ κάλλους», Λουκιαν.)
5. λεπτή σκόνη με την οποία επιπάσσονταν οι παλαιστές, αφού είχαν αλειφτεί με λάδι («τήν μέντοι κόνιν ἐπὶ τὸ ἐναντίον χρησίμην οἰόμεθα εἶναι, ὡς μὴ διολισθαίνοιεν συμπλεκόμενοι», Λουκιαν.)
6. ασβέστης
7. φρ. α) «κόνις αιθαλόεσσα» — σκόνη ανάμικτη με αιθάλη, με καπνιά, την οποία έριχναν στο κεφάλι ως έκφραση βαρύτατου πένθους
β) «ἐπίχρυσος κόνις» — χρυσόσκονη, σκόνη από χρυσό ή από άλλο χρυσόχρωμο μέταλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε σιγμόληκτο θ. κονισ- (πρβλ. κονίσαλος), που φαίνεται να εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα kon- της ΙΕ ρίζας ken- «ξύνω, γρατζουνίζω, τρίβω», συνδεόμενη με λατ. cinis, -eris «σκόνη» και πιθ. με τις λ. κναίω, κνῶ «ξύνω».
ΠΑΡ. κονία
αρχ.
κονέω, κονίζω, κόνιος, κονίω, κονιώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κονιορτός
αρχ.
κονιβατία, κονίπους
αρχ.-μσν.
κονίσαλος
νεοελλ.
κονιοποιώ, κονιοσκόπιο. (Β' συνθετικό) αρχ. χρυσόκονις.
Greek Monotonic
κόνις: -ιος, Αττ. -εως ή -ευς, ἡ, Επικ. δοτ. κόνι αντί κόνιι· Λατ. cinis,
I. 1. σκόνη, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λέγεται για το τάφο, σε Πίνδ., Σοφ.
2. στάχτες, σε Όμηρ.
II. κονία II, σε Λουκ.· μεταφ., λέγεται για κόπο, μόχθο, στον ίδ. (ῐ στον Όμηρ., ῑ σε Αττ.).
Greek (Liddell-Scott)
κόνις: -ιος, Ἀττ. εως ἢ εος Εὐρ. Κύκλ. 641· ἡ δοτ. κόνι ἀντὶ κόνιι Ἰλ. Ω. 18, Ὀδ. Λ. 191· πρβλ. Λατ. cinis)· ― ὡς τὸ κονία. «σκόνη», κόνιος δεδραγμένος Ἰλ. Ν. 393, κτλ.· ὡς ἔμβλημα ἀναριθμήτου πλήθους, εἴ μοι τόσα δοίη, ὅσα ψάμαθός τε κόνις τε Ι. 385· κόνις δέ σφ’ ἀμφιδεδήει Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 62· κόνιν, ἄναυδον ἄγγελον στρατοῦ (πρβλ. κάσις) Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 180· αἷμα κ. πίνει ἢ ἀνασπᾷ ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 736, Εὐμ. 647· κ. διψία, διψὰς Σοφ. Ἀντ. 247, 429· ― ἐπὶ τοῦ τάφου, κόνις κατακρύπτει τινὰ Πινδ. Ο. 8. 104, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 406, Ἠλ. 435, κτλ. (ἴδε ἐν λέξ. καταμάω)· ― κόνει φύρειν κάρα, ὡς σημεῖον πένθους, Εὐρ. Ἑκ. 496· ― ἡ ἐπίχρυσος κ., χρυσῆ κόνις, Πολυδ. Ζ΄, 97. 2) τέφρα, «στάχτη», ἐν κόνι ἄγχι πυρὸς Ὀδ. Λ. 191· κόνιν αἰθαλόεσσαν χεύατο κὰκ κεφαλῆς Ἰλ. Σ. 23, πρβλ. Θεόκρ. 24. 91. ΙΙ. = κονία ΙΙ, Λουκ. Ἀνάχ. 29· μεταφ. ἐπὶ κόπου ἢ μόχθου, πάντα ἡμῖν μία κόνις Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 1. 3· πρβλ. ἀκονιτί· ― παρὰ Πλουτ. 2. 697Α, κόνιν (στακτὴν κονίαν, «ἀλουσίαν») εἶναι πιθανῶς σφάλμα ἀντὶ κονίαν. κόνῐν Ἰλ. Ξ. 23· κόνῐ Ω. 18, Ὀδ. Λ. 121· κόνῑς, κόνῑν Αἰσχύλ. Πρ. 1085, Σουΐδ. 180, 783· ― ῐ ἐν τῇ γεν., ἴδε ἀνωτ.
Frisk Etymological English
-ιος, -εως (-εος)
Grammatical information: f.
Meaning: dust, ashes (Il.).
Other forms: dat. -ι, -ει
Compounds: As 1. member in κονι-ορ-τός m. cloud of dust (IA.), from ὄρ-νυμι with το- (diff. Pisani Ist. Lomb. 77, 558), NGr. κορνιαχτός (Hatzidakis Glotta 3, 70ff.); in the compp. κονί-σαλος m. (κονίσ-σαλος, cf. below) cloud of dust (Il.), the dust with oil- and sweat of a wrestler (Gal.), also name of a priapus-like demon (com., inscr.) and a lascivious dance (H.; cf. v. Wilamowitz Glaube 1, 161 a. 279); in the last meaning by Fick a. o. (s. Scheller Oxytonierung 50 n. 2) considered as an independent word; κονί-ποδες m. pl. kind of shoes (Ar. Ek. 848, Poll.), name of the slaves in Epid. (Plu.; French parallels in Niedermann KZ 45, 182).
Derivatives: Denomin. verb κονίω, -ίομαι, fut. κονίσω, hell. κονιοῦμαι, aor. κονῖσαι (κονίσσαι), perf. midd. κεκόνι(σ)μαι, also with ἐν-, δια- a. o., cover with dust, oneself with sand (Il.; on the formation below); κόνιμα (Delphi IIIa), -ισμα (Cythera) dust of the wrestlers place, κόνισις make dust, training at the wrestlers place (Arist.), ἐνκονιστάς m. gymnasta (Thebes; Fraenkel Nom. ag. 1, 174f.), κονίστρα (Arist.), κονιστήριον (Pergam. IIa ) wrestlers place, κονιστικός welter in the dust (Arist.). Enlarged form κονίζεσθαι κυλίεσθαι, φθείρεσθαι, κονιορτοῦσθαι H. (here also κονιοῦμαι?). Further derivv.: κόνιος dusty (Pi.), creating dust (Paus., surn. of Zeus), κονιώδης like ashes (Hp.). - κονία, ep. Ion. -ίη, metr. lengthened -ίη (κόννα σποδός H. Aeol.?) dust, ashes, sand (Hom., Hes. Sc., A., E.), alkaline fluid (Ar., Pl., Thphr., medic.), chalk, whitewash, gypsum (LXX, hell.). κονιάω smear with chalk (D., Arist.) with κονίαμα id. (Hp., D., hell.), κονίασις whitewash (hell. inscr.), κονιατήρ whitewasher (Epid. IVa), κονιατής id. (inscr., pap.; Redard Les noms grecs en -της 36); κονιατός whitewashed (X., Thphr., pap.; Ammann Μνήμης χάριν 1, 17), κονιατικά (ἔργα) stucco-works (pap., inscr.). Also κονιάζομαι be covered with ashes (Gp.).
Origin: IE [Indo-European] [559] *konis ashes
Etymology: κόνις differs from Lat. cinis, -eris m. (f.) in the o-vocalism (e: o); the s-stem seen in ciner-is and cinis-culus can also be assumed for κονίσ-σαλος, κεκόνισ-μαι, κονίω < *κονισ-ι̯ω, κονί-α < *κονισ-α (details in Scheller Oxytonierung 49f.). The word was perhaps originally an neutr. is-(i-?)stem; s. Benveniste Origines 34, Specht Ursprung 298. The basis may hace been a lost verb meaning scratch, plane, scour; one also compares -κναίω.
Middle Liddell
κόνις, ιος
I. Lat. cinis, dust, Il., etc.;—of the grave, Pind., Soph.
2. ashes, Hom.
II. = κονία II, Luc.: metaph. of toil, Luc. [ῐ in Hom., ῑ attic
{{FriskDe
|ftr=κόνις: -ιος, -εως (-εος), -ι, -ει
{kónis}
Grammar: f.
Meaning: Staub, Asche (seit Il.).
Composita: Als Vorderglied in der Zusammenbildung κονιορτός m. Staubwolke (ion. att.), von ὄρνυμι mit το-Suffix (anders Pisani Ist. Lomb. 77, 558), ngr. κορνιαχτός (Hatzidakis Glotta 3, 70ff.); in den Kompp. κονί̄-σαλος m. (κονίσσαλος, vgl. unten) Staubwolke (Il.), ‘der öl- und schweißgemischte Staub des Ringers' (Gal.), auch N. eines priap-ähnlichen Dämons (Kom., Inschr.) und eines lasziven Tanzes (H.; vgl. v. Wilamowitz Glaube 1, 161 u. 279); in der letztgenannten Bed. von Fick u. a. (s. Scheller Oxytonierung 50 A. 2) als besonderes Wort betrachtet; κονί̄-ποδες m. pl. Art Schuhe (Ar. Ek. 848, Poll.), N. der Sklaven in Epid. (Plu.; franz. Parallelen bei Niedermann KZ 45, 182).
Derivative: Denominatives Verb κονί̄ω, -ίομαι, Fut. κονί̄σω, hell. κονιοῦμαι, Aor. κονῖσαι (κονίσσαι), Perf. Med. κεκόνι(σ)μαι, auch mit ἐν-, δια- u. a., mit Staub bedecken, sich mit Sand bestreuen (seit Il.; zur Bildung unten); davon κόνιμα (Delphi IIIa), -ισμα (Kythera) Staub des Ringerplatzes, κόνισις das Bestäuben, Übung am Ringerplatz (Arist.), ἐνκονιστάς m. gymnasta (Theben; Fraenkel Nom. ag. 1, 174f.), κονίστρα (Arist. usw.), κονιστήριον (Pergam. IIa u. a.) Staubplatz, Ringerplatz, κονιστικός sich im Staub wälzend (Arist.). Erweiterte Form κονίζεσθαι· κυλίεσθαι, φθείρεσθαι, κονιορτοῦσθαι H. (hierher auch κονιοῦμαι?). Sonstige Ableitungen: κόνιος staubig (Pi.), stauberregend (Paus., Bein. des Zeus), κονιώδης aschenähnlich (Hp.). — κονία, ep. ion. -ίη, metr. gedehnt -ί̄η (κόννα· σποδός H. äol.?) Staub, Asche, Sand (Hom., Hes. Sc., A. u. E. in lyr.), Aschenlauge (Ar., Pl., Thphr., Mediz.), Kalk, Tünche, Gips (LXX, hell. u. sp. Inschr. u. Pap.). Davon κονιάω mit Kalk überstreichen, tünchen (D., Arist. u. a.) mit κονίαμα Kalk, Tünche, Gips (Hp., D., hell.), κονίασις das Tünchen (hell. Inschr. usw.), κονιατήρ Tüncher (Epid. IVa), κονιατής ib. (Inschr. u. Pap.; Redard Les noms grecs en -της 36); κονιατός getüncht (X., Thphr., Pap.; Ammann Μνήμης χάριν 1, 17), κονιατικά (ἔργα) Stuckarbeiten (Pap., Inschr.). Nebenform κονιάζομαι mit Asche bestreut werden (Gp.).
Etymology: Von lat. cinis, -eris m. (f.) unterscheidet sich κόνις nur im Ablaut des Stammvokals (e: o); der aus ciner-is und cinis-culus zu erschließende s-Stamm läßt sich auch für κονίσσαλος, κεκόνισμαι, κονί̄ω aus *κονισι̯ω, κονία aus *κονισα vermuten (Einzelheiten bei Scheller Oxytonierung 49f.). Das Wort war vielleicht ursprünglich ein neutr. is-(i-?)Stamm; s. zuletzt Benveniste Origines 34, Specht Ursprung 298. Zugrunde liegt wahrscheinlich ein verlorengegangenes Verb der Bed. kratzen, schaben, reiben, von dem mehrere Ableger erhalten sind; s. zu [[-κναίω; daselbst auch weitere Lit.
Page 1,911-912
}}
Translations
dust
Afrikaans: stof; Akkadian: 𒅖; Albanian: pluhur; Arabic: غُبَار; Egyptian Arabic: تراب; Hijazi Arabic: غُبار, تُراب; Moroccan Arabic: غبار; Armenian: փոշի; Aromanian: pulbiri, pulbire; Assamese: ধূলি; Asturian: polvu; Azerbaijani: toz; Baluchi: ہاک; Bashkir: саң, туҙан; Basque: hauts; Belarusian: пыл, порах; Bengali: ধূলি; Bikol Central: alpog; Breton: poultr, poultrenn; Brunei Malay: abuk; Budukh: руг; Bulgarian: прах; Burmese: ဖုန်; Buryat: тооһон; Catalan: pols; Chamicuro: ijpe; Chechen: чан; Chichewa: fumbi; Chinese Cantonese: 灰塵, 灰尘, 塵; Mandarin: 灰, 灰塵, 灰尘, 塵土, 尘土; Chuvash: тусан; Cornish: doust; Corsican: polvara; Crimean Tatar: toz; Czech: prach; Dalmatian: pulvro; Danish: støv; Dutch: stof; Eastern Bontoc: tapok; Esperanto: polvo; Estonian: tolm; Evenki: на̄мнэ; Ewe: fúfu; Faroese: dust; Finnish: pöly, tomu; French: poussière; Friulian: polvar; Gagauz: тоз; Galician: po, voaxa; Georgian: მტვერი; German: Staub; Gothic: 𐌼𐌿𐌻𐌳𐌰, 𐍃𐍄𐌿𐌱𐌾𐌿𐍃; Greek: σκόνη; Ancient Greek: κόνις, χοῦς, ἴκνυς; Greenlandic: qasernerit; Guaraní: yvytimbo; Haitian Creole: pousyè; Hawaiian: ʻehu; Hebrew: אָבָק; Higaonon: aliyabuk; Hindi: धूल, धूलि, ख़ाक, खाक, धुलि, गर्द; Hungarian: por; Hunsrik: Staab; Icelandic: ryk; Ilocano: tapok; Indonesian: debu, duli; Ingush: дома; Inuktitut: ᓴᓂᖅ; Irish: deannach, dusta; Italian: polvere; Japanese: 埃, ほこり; Javanese: awu, bledug, lebu; Kabardian: сабэ; Kalmyk: тоосн; Karo Batak: abu; Kazakh: шаң; Khakas: тозын; Khmer: ធូលី, ក្អែល, ខ្ញម, ខ្សាច់; Korean: 먼지, 흙; Kurdish Northern Kurdish: toz, xubar; Kyrgyz: чаң; Lao: ຝຸ່ນ, ຜົງ, ທຸລີ; Latin: pulvis, pollen; Latvian: puteklis, putekļi; Lezgi: руг; Limburgish: staof; Lithuanian: dulkės; Lombard: polver; Low German: Stoff; Lubuagan Kalinga: tapok; Luxembourgish: Stëbs; Macedonian: прав, прашина; Malagasy: jomoka; Malay Jawi: هابوق, دبو; Rumi: habuk, debu; Maltese: trab; Manchu: ᠪᡠᡵᠠᡴᡳ; Manx: joan; Maori: puehu, hungahunga; Maranao: lopapek; Marathi: धूळ; Mirandese: polvra; Mongolian: тоос; Nanai: бурэхи; Navajo: łeezh; Neapolitan: povere; Nepali: धुलो; Northern Sami: gavja; Norwegian: støv, dust or; Occitan: polvèra; Old Church Slavonic Cyrillic: прахъ; Old East Slavic: порохъ; Old English: dūst; Old Khmer: ធូលី, ធុលិ; Oriya: ଧୂଲା; Oromo: awwaara; Oroqen: tɔ:rag; Ossetian: рыг; Pali: dhūli; Papiamentu: puiro; Pashto: دوڼ, ږږ, کسيا; Persian: خاک, گرد, غبار; Polish: kurz, pył, proch; Portuguese: pó, poeira; Quechua: allpa; Rohingya: dúl; Romanian: praf, pulbere, colb; Romansch: pulvra, puolra, polvra, puolvra; Russian: пыль, прах; Sanskrit: धूलि, रजस्; Sardinian: peure, piubare, piubere, piure, prubere; Scottish Gaelic: duslach, dust, stùr; Serbo-Croatian Cyrillic: прашина, прах; Roman: prašina, prah; Sherpa: རྡུལ; Sicilian: pruvulazzu, pùrviri; Sidamo: buko; Sinhalese: දූවිල්ල; Slovak: prach; Slovene: prah; Sorbian Lower Sorbian: proch; Upper Sorbian: proch; Southern Kalinga: tapuk, kafu; Spanish: polvo; Sundanese: kekebul; Swahili: kivumbi; Swedish: damm; Tagalog: alikabok, gabok; Tajik: чанг, хок, ғубор; Tatar: тузан; Tausug: bagunbun; Telugu: దుమ్ము, ధూళి; Tetum: ahun; Thai: ฝุ่น, ผง, ธุลี; Tibetan: ཐལ་བ, རྡུལ; Tocharian B: spaitu, tweye; Tswana: loupa; Turkish: toz; Turkmen: çaň, toz; Tuvan: доозун; Tuwali Ifugao: dap-ul, hupuk, tapuk; Udmurt: тузон; Ugaritic: 𐎓𐎔𐎗; Ukrainian: пил, порох, курява; Unami: punkw; Urdu: دهول; Uyghur: چاڭ; Uzbek: chang; Venetian: polvare; Vietnamese: bụi; Volapük: püf; Walloon: poure, poude; Welsh: llwch; West Frisian: stof; White Yakut: быыл; Yiddish: שטויב; Zealandic: stof; Zhuang: hoi; Zulu: uthuli