δαφοινός

Revision as of 09:00, 7 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")

English (LSJ)

όν (ή, όν Opp.C.3.440; δαφοινή as etym. of δάφνη in Corn.ND32), epithet of savage animals,
A tawny (as expld. by most Gramm., though some also give blood-reeking), δαφοινὸν δέρμα λέοντος Il.10.23; δράκων ἐπὶ νῶτα δαφοινός 2.308; θῶες δ. 11.474; λαῖφος δ' ἐπὶ νῶτα δαφοινὸν λυγκὸς ἔχει h.Pan.23; πῆμα δ., of the dragon Python, h.Ap.304; δ. ἀετός A.Pr.1022; λεόντων ἁ δ. ἴλα E.Alc.581 (lyr.); δ. ἄγρα tawny, Pi.N.3.81.
2 metaph., δ. Κῆρες Hes.Sc. 250; δαλός A.Ch.607 (lyr.).

Spanish (DGE)

(δᾰφοινός) -όν
• Morfología: [fem. -ή Opp.C.3.46, 336, 440, H.1.369, 2.266]
1 rojo como la sangre, rojizo, leonado esp. de anim. δέρμα λέοντος Il.10.23, λεόντων ἁ δ. ἴλα E.Alc.581, cf. Theoc.25.232, Orph.L.618, δράκων Il.2.308, Orph.L.431, cf. Philostr.VA 3.6, λαῖφος ... δαφοινὸν λυγκός h.Pan.23, ὄφις Hes.Fr.204.136, cf. Orph.L.141, αἰετός A.Pr.1022, πορδάλιες Opp.C.3.336, στέρνον (ἵππου) AP 7.208 (Anyt.)
pero negro como la sangre ὄμμα (ἵππου) Opp.C.1.181, cf. Eust.228.20.
2 rojo de sangre, ensangrentado μάσθλης S.Fr.129, αἰετὸς ..., ὃς ἔλαβεν ... δαφοινὸν ἄγραν ποσίν el águila, que cogió con sus garras la presa ensangrentada Pi.N.3.81.
3 sanguinario, ávido de sangre, causante de muerte tb. ref. a anim. θῶες Il.11.474 (pero cf. quizás 1), πῆμα ref. a la serpiente Pitón h.Ap.304, θήρ Opp.C.3.46, 3.440, Q.S.3.181, λύκοι Opp.C.3.393, y por ext. a pers., dioses y objetos Κῆρες Hes.Sc.250, σφῆκες ref. a los griegos, Lyc.181, ἐπακτῆρες Opp.C.4.39, χεῖρες Opp.H.2.414, δαλός del tizón de Altea, A.Ch.608 (pero cf. quizás 1), ἄγκιστροι Opp.C.1.57
rel. etim. c. δάφνη Corn.ND 32.
• Etimología: Comp. de δα-, prefijo intensivo (cf. δάσκιος) y -φοινός q.u.

German (Pape)

[Seite 525] fem. δαφοινή Opp. C. 3, 440, eigentl. = ganz blutig, ganz blutroth; von φοινός und δα- = ζα- = διά, vgl. δάσκιος; Apoll. Lex. Homer. p. 56, 11 δαφοινόςμεγάλως φοινὸς καὶ ἐρυθρός. ἔνιοι δὲ δαφοινὸν τὸν μεγάλως φόνιον, Homer dreimal: Iliad. 11, 474 δαφοινοὶ θῶες, rothgelb; Iliad. 10, 23 δαφοινὸν δέρμα λέοντος αἴθωνος; Iliad. 2, 308 δράκων ἐπὶ νῶτα δαφοινός. Vgl. δαφοινεός Iliad. 18, 538. – Folgende: Κῆρες Hes. Sc. 250; πῆμα H. h. Ap. 304; ἄγρα Pind. N. 3, 77; αἰετός Aesch. Prom. 1024; λύκοι Opp. C. 3, 393; blutroth, δαλός Aesch. Ch. 606; rothgelb, Eur. Alc. 581 λεόντων ἁ δαφοινὸς ἴλα.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
c. δαφοινεός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαφοινός -ον [δα-, φοινός] diep rood; overdr.: καταίθουσα... δαφοινὸν δαλόν het roodgloeiend houtblok in brand stekend Aeschl. Ch. 607.

English (Autenrieth)

and δα-φοινεός: (blood) red, Il. 18.538; of serpent, jackal, lion, Il. 2.308, Il. 10.23, Il. 11.474.

English (Slater)

δᾰφοινός, -ον
1 bloodied (others translate tawny ) (αἰετός), ὃς ἔλαβεν αἶψα, τηλόθε μεταμαιόμενος, δαφοινὸν ἄγραν ποσίν (N. 3.81)

Greek Monolingual

δαφοινός και δαφοινεός, -όν και δαφοινός, δαφοινή και δάφοινος, -όν (Α)
1. (για άγρια ζώα) με βαθύ κόκκινο χρώμα («δαφοινὸν δέρμα λέοντος»)
2. εχθρικός, καταστρεπτικός («κῆρες... δαφοινοί» — μαύρες μοίρες).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δα + φοινός «κόκκινος»].

Greek Monotonic

δᾰφοινός: -όν,
1. λέγεται για άγρια θηρία, κοκκινωπός, καστανόξανθος, κατακόκκινος, ολοπόρφυρος, δαφοινὸν δέρμαλεόντος, σε Ομήρ. Ιλ.· δράκων ἐπὶ νῶτα δαφοινός, στο ίδ.· ο τύπος δαφοινεός έχει την ίδια σημασία, εἷμα δαφοινεὸν αἵματι, σκοτεινό από το αίμα, στο ίδ.· δαφοινὸς ἀετός, σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. μεταφ., κτηνώδης, βάναυσος, σκληρός, απάνθρωπος, αιμοβόρος, αιμοδιψής, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰφοινός: -όν, ἐν τῇ Ἰλ. ὡς ἐπίθ. ἀγρίων ζῴων, ἐπὶ τοῦ χρώματος αὐτῶν = βαθέως ἐρυθρός, μέλας, ὑποκίτρινος καὶ μελαψὸς (ὡς ἑρμηνεύεται ὑπὸ τῶν πλείστων ἐκ τῶν παλαιῶν ἑρμηνευτῶν, εἰ καί τινες αὐτῶν προσθέτουσιν ἑτέραν σημασ. = λίαν αἱματηρός, αἷμα ἀχνίζων), δαφοινὸν δέρμα λέοντος Ἰλ. Κ. 23· δράκων ἐπὶ νῶτα δαφοινὸς Β. 308 θῶες δ. Λ. 474· λαῖφος δ’ ἐπὶ νῶτα δαφοινόν λυγκὸς ἔχει Ὕμν. Ὁμ. εἰς Πᾶνα 23· ὁ τύπος δαφοινεός ἔχει τὴν αὐτὴν σημασίαν, εἶμα… δαφοινεὸν αἵματι, σκοτεινὸν ἐκ τοῦ αἵματος, Ἰλ. Σ. 538, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 159· - οὕτω, δαφοινὸς ἀετὸς Αἰσχύλ. Πρ. 1022· λεόντων ἁ δ. ἴλα Εὐρ. Ἀλκ. 581· καὶ ἐν Πινδ. Ν. 3. 142, δ. ἂγραν δυνατὸν νὰ ἀναφέρηται εἰς τὸ χρῶμα τοῦ ζῴου, ὅπερ ἀνήρπασεν ὁ ἀετός. 2) μεταφ., δ. Κῆρες Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 250· πῆγμα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 304· δαλὸς Αἰσχύλ. Χο. 607.

Frisk Etymological English

See also: s. δα- und φοινός.

Middle Liddell


1. of savage animals, blood-red, tawny, δαφοινὸν δέρμα λέοντος Il.; δράκων ἐπὶ νῶτα δαφοινός Il.: the form δαφοινεός bears the same sense, εἷμα δαφοινεὸν αἵματι red with blood, Il.; δαφοινὸς ἀετός Aesch., etc.
2. metaph. savage, cruel, Hhymn., Aesch.

Frisk Etymology German

δαφοινός: {daphoinós}
See also: s. δα- und φοινός.
Page 1,353

English (Woodhouse)

blood thirsty, bloodthirsty, blood-thirsty

Translations

Belarusian: крыважэ́рны; Bulgarian: кръвожаден; Catalan: sanguinari; Chinese Mandarin: 嗜血; Czech: krvelačný, krvežíznivý; Danish: blodtørstig; Dutch: bloeddorstig, bloeddorstige; Esperanto: murdema, sangavida, sangosoifanta; Finnish: verenhimoinen; French: sanguinaire; Galician: sanguinario; German: blutrünstig, blutdürstig; Greek: αιμοβόρος, αιμοβόρικος, μοβόρικος, μοβόρος, αιμοσταγής, αιμοχαρής, αιματοβόρος; Ancient Greek: αἱματοπώτης, αἱματοπῶτις, αἱματορρόφος, αἱματοχαρής, αἱμηπότης, αἱμοβόρος, αἱμόδιψος, αἱμοπότης, αἱμοπότις, αἱμοχαρής, δαφοινήεις, δαφοινός, εἰαροπότης, ἐναιμής, ἠεροπότης, ὠμηστής; Gujarati: લોહીતરસ્યું; Hungarian: vérszomjas; Icelandic: morðóður, blóðþyrstur; Ido: sango-durstanta, sango-amanta, kruela; Indonesian: haus darah; Italian: sanguinario; Japanese: 血に飢える; Latin: sanguinans, sanguineus, cruentus; Macedonian: крволочен, крвожеден; Norwegian Bokmål: blodtørstig; Nynorsk: blodtørstig; Old English: blōdiġ, blōdrēow; Polish: krwiożerczy, żądny krwi; Portuguese: encarniçado, encarniçada, sanguinário, sanguinária, sanguinolento, sanguinolenta; Russian: свирепый, кровожадный; Serbo-Croatian Cyrillic: кр̏волочан, крвожедан; Roman: krvoločan, krvožedan; Slovak: krvilačný; Slovene: krvoločen; Spanish: sanguinario; Swedish: blodtörstig; Turkish: hunhar, kana susamış; Ukrainian: кровожерливий