ἐνδείκνυμι
English (LSJ)
or ἐνδεικνύω, fut. ἐνδείξω,
A mark, point out, τι Pi.O.7.58; πρίν γ' ἂν ἐνδείξω τί δρῶ S.OC48; ἐ. τῷ δικαστηρίῳ τἀδικήματα Antipho 6.37, etc.; indicate, τοὺς καιρούς Gal.1.204: c. part., show that a thing is, Pl.Plt. 278b; also ἑκάστοις ἐ. τὰ ἔργα ἀποτελεῖν ib.308e.
2 law-term, inform against, τινά Id.Ap.32b: abs., Isoc.18.20; ἐ. ταῖς ἀρχαῖς Pl.Lg.856c, cf. And.1.8, etc.; τῷ φήναντι ἢ ἐνδείξαντι IG22.1128.18; ἐ. πρὸς τοὺς μαστῆρας ib.12(7).62.53 (Amorgos, iv B. C.):—Med., Plu.Sol.24:—freq. in Pass., κακοῦργος ἐνδεδειγμένος Antipho 5.9; ἐνδειχθείς Lys.6.15, OGI669.45 (Egypt, i A.D.); ἐνδειχθέντα δικάζειν ὀφείλοντα τῷ δημοσίῳ D.21.182.
3 exhibit, display, ὑπερήφανον αἰχμάν A.Pr.406 (lyr.).
4 Med., declare the possession of goods to fiscal authorities, PRev.Laws54.10 (iii B.C.).
II Med., show forth oneself or show forth what is one's own, once in Hom., Πηλεΐδῃ ἐνδείξομαι I will declare myself to Achilles, Il.19.83; ἐνδεικνύμενοι τὴν ἑαυτῶν γνώμην Hdt.8.141; ἐ. περί τινος Plb.4.28.4; τι μετ' ἀποδείξεως Id.5.16.7.
2 show, make plain, c. part., πῶς δ' ἂν.. μᾶλλον ἐνδείξαιτό τις πόσιν προτιμῶσ'..; E.Alc.154, cf.Ba.47, X.Cyr.1.6.10; τὴν δύναμιν κρείττω οὖσαν ἐ. D.21.66; also ἐ. ὅτι.. Th.8.82, Pl.Ap.23b, X.Cyr.8.3.21; ἐ. ὁποῖα τούτων ἀληθῆ Pl.Tht.158e:—Pass., ἐνδεδεῖχθαι τὸ βούλεσθαι D.8.12.
b prove, demonstrate, PMagd.3.10 (iii B.C.), Phld.Sign.11, al.
3 c. acc. rei, display, exhibit, τὸ εὔψυχον Th.4.126; εὔνοιάν τινα Ar.Pl.785; τῷ σώματι τὴν εὔνοιαν, οὐ Χρήμας ιν οὐδὲ λόγοις, ἐνεδείξατο τῇ πατρίδι D.21.145; τύπῳ τἀληθὲς ἐ. Arist.EN 1094b20; of a name, denote, Pl.Cra.394e.
4 ἐνδείκνυσθαί τινι display oneself to one, make a set at him, court him, D.19.113, Aeschin. 3.217, etc.; ἐνδεικνύμενοι καὶ ὑπερκολακεύοντές τινα D.19.160; make a show, show off, τινί Pl.Prt. 317c, Arist.Oec.1352b13.
Spanish (DGE)
I intr., en v. med. manifestarse de palabra, expresar su opinión c. dat. de pers. Πηλεΐδῃ μὲν ἐγὼν ἐνδείξομαι yo voy a manifestar mi opinión al Pelida, Il.19.83
•peyor. hacerse notar, exhibirse ἐνδεικνύμενος τοῖς πρέσβεσι D.19.113, cf. 160, Aeschin.3.216, Pl.Prt.317c, Arist.Oec.1352b13.
II tr., en v. act. y med.
1 mostrar, exponer, poner de manifiesto c. ac. abstr. λάχος Pi.O.7.58, τὴν αὐτὴν ὁμοιότητα καὶ φύσιν Pl.Plt.278b, c. ac. y dat. Ζεὺς ... ὑπερήφανον θεοῖς ... ἐνδείκνυσιν αἰχμάν A.Pr.405, τῷ δικαστηρίῳ τἀδικήματα Antipho 6.37, c. interr. indir. πρίν γ' ἂν ἐνδείξω τί δρῶ S.OC 48, ἱκανῶς μοι ἔνδειξαι τί ἔστιν τοῦτο Pl.Grg.488a, en v. pas. τὰ καλῶς ὑπ' αὐτῶν ἐνδεικνύμενα πρὸς σπουδαίαν ἀκοὴν καὶ μάθησιν Heraclit.Ep.1, cf. Gal.1.204
•en v. med., mismo sent. τοῖσι Λακεδαιμονίοισι τὴν ἑωυτῶν γνώμην Hdt.8.141, τὸ εὔψυχον Th.4.126, cf. Gorg.B 3.86, τὴν εὔνοιαν Ar.Pl.785, cf. D.21.145, Arist.EN 1094b20, IG 12(6).42.20 (Samos IV a.C.), τὸ φιλόδοξον ICallatis 44.17 (I d.C.), φιλοχωρίαν Aristid.Quint.82.23, cf. Gal.17(2).395, PBeatty Panop.2.47 (III d.C.), c. ac. int. τὴν ἔνδειξιν τῷ λόγῳ Pl.Lg.966b
•c. ac. y dat. de cosa o ἐν c. dat. mostrar, hacer evidente en τὸ ὀρεινὸν ἐνδεικνύμενος τῷ ὀνόματι mostrando lo salvaje en el nombre ref. Orestes, Pl.Cra.394e, καλλιεργίαν ἐν τοῖς ... ἀγροικικοῖς πράγμασιν ἐνδείξασθαι POxy.2239.12 (VI d.C.)
•c. ac. y dat. de pers. ὁ νόμος ... τοῖσι γὰρ πειθομένοισι τὴν ἰδίην ἀρετὴν ἐνδείκνυται Democr.B 248, πονηρά σοι ἐνεδείξαντο LXX Ge.50.17, cf. Od.7.44, 2Ep.Ti.4.14, πίστιν μοι POxy.494.9 (II d.C.).
2 señalar, indicar, comunicar c. dat. e inf. ἑκάστοις ἐνδεικνῦσα τὰ ἔργα ἀποτελεῖν Pl.Plt.308e, en v. med. mismo sent., c. ac. e inf., ἐνδεικνύμενος τὸν Ἀχιλλέα εἰς τὸν Ὀδυσσέα λέγειν ὡς ἀλαζόνα ὄντα Pl.Hp.Mi.369e, τὸ φαίνειν ἐνδεικνύμενον τοὺς ἐξάγοντας κληθῆναι συκοφαντεῖν Plu.Sol.24, cf. Chrysipp.Stoic.2.245.28, Hld.10.17.1
•c. complet. ἡ φιλοσοφία ... ἐνδεικνυμένη ὅτι ... Pl.Phd.83a, cf. Gr.Nyss.V.Mos.134.15, c. ὡς: ἐνδειξάμενος ὡς ... Polyaen.2.3.9
•c. ac. y adj. pred. ἐνδεικνύμενος τοῦτο οὐχ ὡς σεμνόν Philostr.VA 3.32, cf. Luc.Tox.62.
3 sólo en v. med. mostrar, demostrar, probar c. part. pred. del suj. αὐτῷ θεὸς γεγὼς ἐνδείξομαι E.Ba.47, cf. Alc.154, X.Cyr.1.6.10, PRev.Laws 54.10 (III a.C.)
•c. ac. y part. pred. ἐὰν ἐνδειξώμεθα τὰ διὰ τῆς ἐντεύξεως ὄντα ἀληθῆ PEnteux.59.10, cf. 1.13 (ambos III a.C.)
•c. complet. ἐνδείκνυσθαι ὅτι ... στρατηγὸς ἤδη ᾕρηται Th.8.82, cf. Pl.Ap.23b, X.Cyr.8.3.21, cf. D.S.1.58, c. interr. indir. ἐνδείξασθαι ὁποῖα τούτων τῶν δοξασμάτων ἀληθῆ Pl.Tht.158e, en v. pas. συμβαίνει ... καὶ τὴν μὲν ἔχθραν καὶ τὸ βούλεσθαι κωλύειν ἐνδεδεῖχθαι ocurre que ha sido demostrada la hostilidad y el querer obstaculizar D.8.12
•c. inf. ἐνδεικνύμενος δήπου πάντα εἰδέναι Philostr.VS 482
•sólo c. ac. πάντα ταῦτα μετ' ἀποδείξεως ἐνδεικνυμένοι καὶ μαρτύρων Plb.5.16.7
•dar pruebas συμπλοκὴ ... περὶ ἧς ἐν ἀρχαῖς ἐνεδειξάμεθα Plb.4.28.4.
3 jur. denunciar ante la autoridad ἑτοίμων ὄντων ἐνδεικνύναι με καὶ ἀπάγειν τῶν ῥητόρων estando dispuestos los oradores a denunciarme y detenerme Pl.Ap.32b, ὡς παρανόμως με ἐνέδειξαν And.Myst.8, cf. D.23.51, ὁ ἐνδείξας el denunciante Isoc.18.20, IG 22.1128.19 (IV a.C.), c. dat. o πρός y ac. ταῖς ἀρχαῖς Pl.Lg.856c, πρὸς τὴν ἀρχήν Pl.Lg.937c, cf. SIG 963.53 (Amorgos IV a.C.), en v. pas. δὶς ... ἐνδέδεικται Lys.6.30, ἐνδειχθεὶς θανάτῳ ζημιωθήσεται Lys.6.15, κακοῦργος ἐνδεδειγμένος Antipho 5.9, c. inf. ἐνδειχθεὶς δικάζειν denunciado por ejercer de juez debiendo dinero a la polis, D.21.182.
German (Pape)
[Seite 831] (s. δείκνυμι), anzeigen; ἀπεόντος δ' οὔτις ἔνδειξεν λέχος Ἀελίου Pind. Ol. 7, 58; πρὶν γ' ἂν ἐνδείξω τί δρᾶν Soph. O. C. 48; θεοῖς τοῖς πάρος αἰχμάν, zur Schau, Aesch. Prom. 404; τὴν αὐτὴν ὁμοιότητα ἐν ἀμφοτέραις οὖσαν Plat. Polit. 278 b; c. inf., anweisen, 308 e. Bes. vor Gericht anzeigen, eine Klage (ἔνδειξις) anstellen, ὑμῖν τὸν ἄνδρα Andoc. 2, 14, vgl. 1, 8; ἐνδειχθείς Lys. 6, 15; δὶς ἐν τῷ αὐτῷ ἐνδέδεικται 30, wie Plat. Apol. 32 c u. A. – Med. – a) bei Hom. Il. 19, 83 Πηλείδῃ ἐνδείξομαι, ich werde mich an ihn wenden u. mich bei ihm entschuldigen, eigtl. ich werde mich gegen ihn erklären; vgl. Dem. 19, 113 ἐνδεικνύμενος τοῖς πρέσβεσι, wie 160 οὗτοι δ' ἐχαρίζοντο πάντ' ἐνδεικνύμενοι καὶ ὑπερκολακεύοντες ἐκεῖνον, sich Einem willfährig zeigen, sich bei ihm instnuiren, vgl. c). – b) beweisen, darthun, überführen; ἐνδείκνυμαι ὅτι οὐ σοφός ἐστι Plat. Apol. 23 a, u. so oft; οἱόν ἐστι τὸ πρᾶγμα Crat. 428 e; Xen. Cyr. 8, 3, 21 u. Folgde; εὔνοιαν, zeigen, einen Beweis davon geben, Ar. Plut. 585 Xen. An. 6, 1, 19; τὴν ἑωυτῶν γνώμην, kund geben, Her. 8, 141. Auch c. partic., αὐτῷ θεὸς γεγῶσ' ἐνδείξομαι, ich werde ihm zeigen, daß ich eine Göttinn bin, Eur. Bacch. 97, wie Alc. 154; Xen. Cyr. 1, 6, 10 u. A. – Bes. c) zur Schau tragen, womit prunken, καὶ καλλωπίζεσθαι Plat. Prot. 307 c. Dah. Ἀλεξάνδρῳ, sich ihm empfehlen wollen, Aesch. 3, 216; s. oben a) u. vgl. Arist. Oec. 2, 33; Plut. Cic. 15.
French (Bailly abrégé)
f. ἐνδείξω;
I. au propre montrer devant, montrer du doigt ; τινί τι qch à qqn;
II. fig. 1 expliquer : πρίν γ' ἂν ἐνδείξω τί δρῶ SOPH avant d'avoir exposé la chose pour savoir ce que je dois faire;
2 ordonner : τινι avec l'inf., à qqn de;
3 indiquer, signaler, dénoncer ; poursuivre en justice, accuser;
Moy. ἐνδείκνυμαι;
1 montrer, prouver : τὸ εὔψυχον THC, τὴν εὔνοιαν AR sa générosité, ses bons sentiments ; ἐνδείκνυσο σπουδάζων ISOCR montre que tu as du zèle;
2 donner ses raisons, démontrer, expliquer : Πηλεΐδῃ IL donner ses raisons au fils de Pélée;
3 se faire connaître, se faire valoir : τινί auprès de qqn.
Étymologie: ἐν, δείκνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδείκνῡμι: (fut. ἐνδείξω)
1 тж. med. показывать, указывать (τι Pind. и τινί τι Aesch., med. Polyb.; τινὶ ποιεῖν τι Plat.): παχυλῶς καὶ τύπῳ τἀληθὲς ἐνδείκνυσθαι Arst. представить истину в самых общих чертах; ἐναργῶς ὑπὸ τὴν ὄψιν ἐνδεικνύμενος ἔλεγε Polyb. он говорил наглядно и образно;
2 выяснять: πρίν γ᾽ ἂν ἐνδείξω τί δρῶ Soph. прежде чем выясню, что делать мне;
3 med. доказывать (τι Plat., Polyb. и περί τινος Polyb.);
4 обнаруживать, выявлять (οτι … Thuc., Plat.; τὸ εὔψυχου Thuc.; τὴν εὔνοιαν Arph., Xen., Dem.; σπουδήν τινα καὶ προθυμίαν Plut.; ἐ. τινὶ τὴν ἑωυτοῦ γνώμην Her.);
5 med. объясняться (с кем-л.), обращаться с речью (τινι Hom., Dem.);
6 med. прислуживаться, заискивать (τινι Arst., Aeschin.);
7 доносить, выдавать (τινὰ ταῖς ἀρχαῖς Plat.); предавать суду, привлекать к ответственности (ἐ. τινὰ καὶ ἀπάγειν Plat.): ἐνδειχθεὶς θανάτῳ ζημιωθήσεται Lys. он будет предан суду и смертной казни; ἐνδειχθεὶς ποιεῖν τι Dem. привлеченный к ответственности за совершение чего-л.;
8 med. щеголять, кичиться (ἐνδείξασθαι καὶ καλλωπίσασθαι Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδείκνῡμι: ἢ -ύω: μέλλ. -δείξω, δεικνύω, ὑποδεικνύω, «δείχνω», Λατ. indicare, ἀπεόντος δ’ οὕτις ἔνδειξεν λάχος Ἀελίου, ἀπόντος τοῦ Ἡλίου οὐδεὶς ὑπέδειξεν (ἢ ὑπέμνησεν) εἰς τὸν Δία τὸν κλῆρον αὐτοῦ, Πίνδ. Ο. 7. 107· πρίν γ’ ἂν ἐνδείξω τί δρῶ, πρὶν ποιήσω γνωστὸν (εἰς τὴν πόλιν) τί πράττω, Σοφ. Ο. Κ. 48 (περὶ τοῦ δυσκόλου τούτου χωρίου ἴδε τὰς διορθώσεις τῶν κριτικῶν ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Jebb.)· ἐνδ. τὰ ἀδικήματα τῷ δικαστηρίῳ Ἀντιφῶν 145. 40, κτλ.· μετὰ μετοχῆς, δεικνύω ὅτι πρᾶγμά τι εἶναι, ἐνδεικνύναι τὴν αὐτὴν ὁμοιότητα καὶ φύσιν ἐν ἀμφοτέραις οὖσαν ταῖς συμπλοκαῖς Πλάτ. Πολιτικ. 278Β· μετ’ ἀπαρ., δεικνύω εἴς τινα τί νὰ πράξῃ, τοιαῦτα ἑκάστοις ἐνδεικνῦσα τὰ ἔργα ἀποτελεῖν, οἷα ἄν…, κτλ., αὐτόθι 308Ε. 2) ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, καταμηνύω, καταγγέλλω, (ἴδε τὴν λέξ. ἔνδειξις Ι. 2), Πλάτ. Ἀπολ. 32Β· ἐνδ. ταῖς ἀρχαῖς ὁ αὐτ. Νόμ. 856C· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πλούτ. Σόλ. 24· τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., κακοῦργος ἐνδεδειγμένος Ἀντιφῶν 130. 16, πρβλ. Ἀνδοκ. 2. 10, Πλάτ. Ἀπολ. 32Β· ἐνδειχθεὶς Λυσ. 104. 34· ἐνδειχθέντα δεκάζειν, καταγγελθέντα ὅτι δεκάζει, ὅτι διὰ χρημάτων φθείρει τοὺς δικαστάς, Δημ. 573. 11. ΙΙ. Μέσ., ἀποτείνω τὸν λόγον, ἐξηγοῦμαι Ἰλ. Τ. 83· ἐνδείκνυσθαι τὴν γνώμην Ἡρόδ. 8. 141· σαφὲς ἐνδ. τι Πλάτ. Θεαίτ. 158Β· ἐνδ. περί τινος Πολύβ. 4. 28, 4· τι ὁ αὐτ. 5. 16, 7. 2) μετὰ μετοχ., δεικνύω, ἀποδεικνύω διὰ τεκμηρίων ὅτι πράττω τι, πῶς δ’ ἄν… μᾶλλον ἐνδείξαιτό τις πόσιν προτιμῷσ᾿…; Εὐρ. Ἄλκ. 154, πρβλ. Βάκχ. 47, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 10· τὴν δύναμιν κρείττω οὖσαν ἐνδ. Δημ. 535, ἐν τέλει, πρβλ. Ἰσοκρ. 375Β· οὕτως, ἐνδ. ὅτι… οἷον…, Θουκ. 8.82, Πλάτ. Ἀπολ. 23Β, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 21· μετ’ ἀπαρ., ἐνδεδεῖχθαι βούλεσθαι Δημ. 93, 2. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐπιδεικνύω, Λατ. prae se ferre, ὑπερήφανον αἰχμὰν Αἰσχύλ. Πέρσ. 405· τὸ εὔψυχον Θουκ. 4. 126· τὴν εὔνοιαν Ἀριστοφ. Πλ. 785· τῷ σώματι τὴν εὔνοιαν, οὐ χρήμασιν οὐδὲ λόγοις ἐνεδείξατο τῇ πατρίδι Δημ. 561. 25· τύπῳ τἀληθὲς ἐνδ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 3, 4. 4) δεικνύω προθυμίαν πρός τινα, προσπαθῶ νὰ ἑλκύσω τὴν εὔνοιαν αὐτοῦ, θεραπεύω αὐτόν, Λατ. ostentare ἢ venditare se alicui, ἐνδεικνύμενος τοῖς πρέσβεσι τοῖς παρὰ Φιλίππου παροῦσι Δημ. 375. 21· ἀλλ’ ἐνδεικνύμενος Ἀλεξάνδρῳ, πωλῶν ἐκδούλευσιν εἰς τὸν Ἀλέξανδρον, Αἰσχίν. 84 ἐν τέλει· οὗτοι δ’ ἐχαρίζοντο πάντ’ ἐνδεικνύμενοι καὶ ὑπερκολακεύοντες ἐκεῖνον Δημ. 391. 19· πρβλ. ἔνδειξις ΙΙ· ἀπολ., κάμνω ἐπίδειξιν, ὑπώπτευσα γὰρ βούλεσθαι αὐτὸν τῷ τε Προδίκῳ καὶ τῷ Ἱππίᾳ ἐνδείξασθαι καὶ καλλωπίσασθαι Πλάτ. Πρωτ. 317C.
English (Slater)
ἐνδείκνυμι mark out ἀπεόντος δ' οὔτις ἔνδειξεν λάχος Ἀελίου (O. 7.58)
English (Strong)
from ἐν and δεικνύω; to indicate (by word or act): do, show (forth).
English (Thayer)
to point out (Latin indicare; German anzeigen), from Pindar down; in middle first in Homer; in the N.T. only in the middle: (present ἐνδεικνυμαι); 1st aorist ἐνεδειξαμην; properly, to show oneself in something, show something in oneself (cf. Buttmann, 192 (166));
1. to show, demonstrate, prove, whether by arguments or by acts: τί, γνωρίσαι); τί ἐν τίνι, the dative of the person, Winer's Grammar, 254 (238))); τί εἰς τό ὄνομα τίνος, τήν ἔνδειξιν ἐνδικνυσθαι (as in Plato, legg. 12, p. 966b.; cf. Winer's Grammar, 225 (211)); εἰς τινα, to manifest, display, put forth: τίνι (dative of person) κακά, Genesis 50:15,17.
Greek Monotonic
ἐνδείκνῡμι: ή -ύω, μέλ. -δείξω,
I. 1. δείχνω, υποδεικνύω, Λατ. indicare, σε Σοφ. κ.λπ.
2. ως Αττ. δικανικός όρος, καταγγέλλω, ελέγχω, σε Πλάτ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Πλούτ.· σε Παθ., ἐνδεδειγμένος, σε Πλάτ.· ἐνδειχθέντα δεκάζειν, αυτός που έχει καταγγελθεί για δωροδοκία, σε Δημ.
II. 1. Μέσ., φαίνομαι, φανερώνομαι, Πηλεΐδῃ ἐνδείξομαι, θα παρουσιαστώ στον Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐνδείκνυσθαι τὴν γνώμην, σε Ηρόδ.
2. με μτχ., δείχνω, παρουσιάζω αποδείξεις ότι κάνω κάτι, αποδεικνύω, σε Ευρ. κ.λπ.
3. με αιτ. πράγμ., επιδεικνύω, παρουσιάζω, Λατ. prae se ferre, σε Αισχύλ., Θουκ.
4. ἐνδείκνυσθαί τινι, δείχνω προθυμία προς κάποιον, προσπαθώ να προσελκύσω την εύνοιά του, είμαι φιλοφρονητικός επιδιώκοντας την εύνοια αυτού που δέχεται τις περιποιήσεις μου, σε Δημ., Αισχίν.
Middle Liddell
or -ύω fut. -δείξω,
I. to mark, point out, Lat. indicare, Soph., etc.
2. as Attic law-term, to inform against one, Plat.; so in Mid., Plut.:—in Pass., ἐνδεδειγμένος Plat.; ἐνδειχθέντα δεκάζειν being informed against for bribing, Dem.
II. Mid. to show forth oneself or what is one's own, Πηλείδῃ ἐνδείξομαι I will declare myself to Achilles, Il.; ἐνδείκνυσθαι τὴν γνώμην Hdt.
2. with a part. to show, give proof of doing, Eur., etc.
3. c. acc. rei, to display, exhibit, Lat. prae se ferre, Aesch., Thuc.
4. ἐνδείκνυσθαί τινι to display oneself to one, make a set at him, court him, Dem., Aeschin.
Chinese
原文音譯:™nde⋯knumi 恩-得克匿米
詞類次數:動詞(11)
原文字根:在內-顯示 相當於: (רָאָה / רָאֶה / רְאוּת)
字義溯源:指出,顯出,顯示,顯明,彰顯,顯,加,證明;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(δείκνυμι / δεικνύω)*=顯示)組成。參讀 (ἀναδείκνυμι)同義字
出現次數:總共(11);羅(3);林後(1);弗(1);提前(1);提後(1);多(2);來(2)
譯字彙編:
1) 顯出(2) 羅2:15; 多2:10;
2) 你們要⋯顯明出(1) 林後8:24;
3) 顯⋯看(1) 弗2:7;
4) 你們⋯所顯出來(1) 來6:10;
5) 都顯出(1) 來6:11;
6) 加(1) 提後4:14;
7) 彰顯(1) 羅9:17;
8) 顯示(1) 羅9:22;
9) 顯明(1) 提前1:16;
10) 顯(1) 多3:2
Lexicon Thucydideum
demonstrare, ostentare, to point out, display, 4.126.6, 8.82.3.