ἀκοσμία

Revision as of 17:31, 21 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ,
A disorder, Pl.Grg.508a, Ael.Tact.41.2; extravagance, excess, λόγων E.IA317:—in moral sense, disorderliness (with play on κόσμος II.1), S.Fr.846: in plural, Pl.Smp.188b; αἱ ἀκοσμίαι τοῦ πλήθους Phld.Hom. p.340.
2 absence of κόσμος, chaos, Dam.Pr.205.
II abeyance of κόσμοι, in Crete (κόσμος III), Arist.Pol.1272b8.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): -η Gr.Naz.Mul.Orn.287
I carencia de adorno
1 c. sent. peyorativo desadorno, fealdad, mal gusto, desazón κόσμος πόλει μὲν εὐανδρία ... σώματι δὲ κάλλος ... τὰ δὲ ἐναντία τούτων ἀκοσμία Gorg.B 11.1, ἡ περὶ τοὺς πόδας ἀ. τῶν γυναικῶν el mal gusto de las mujeres en lo referente a (el modo de adornar) los pies Clem.Al.Paed.2.12.122
de la fealdad producida por una cicatriz ἀφόρητος ... ἡ ἀ. Hippiatr.Paris.262.
2 c. sent. positivo sencillez Gr.Naz.l.c.
II 1desorden, tumulto, confusión θόρυβος καὶ λόγων ἀκοσμία E.IA 317, ἀ. τοῦ πλήθους Phld.Hom.25.33, τῶν βαρβάρων Ael.Tact.41.2, μυθικὴ ἀ. Plu.2.926e
en sent. fil. caos, desorden τὸ ὅλον τοῦτο διὰ ταῦτα κόσμον καλοῦσιν ... οὐκ ἀκοσμίαν Pl.Grg.508a, κόσμον ἐτύμως τὸ σύμπαν ἀλλ' οὐκ ἀκοσμίαν ὀνομάσασα Arist.Mu.399a14, τὴν ἀκοσμίαν ... κόσμον καλεῖς Ph.2.492, cf. Dam.in Prm.205.
2 en sent. moral desenfreno, exceso οὐ κόσμος ... ἀλλ' ἀκοσμία φαίνοιτ' ἄν S.Fr.846, πλεονεξία καὶ ἀ. Pl.Smp.188b, ἀ. ἀκολουθεῖ τῇ ἀκολασίᾳ Arist.VV 1251a22, ἀ. ῥητόρων Aeschin.3.4, τρόπου Aeschin.1.189, τῶν γυναικῶν καὶ τῶν νεανίσκων D.C.54.16.3.
III en Creta suspensión de la magistratura de los κόσμοι Arist.Pol.1272b8.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 désordre, trouble, confusion;
2 dérèglement, licence.
Étymologie: ἄκοσμος.

German (Pape)

ἡ,
1 Unordnung, Plat. Gorg. 508 a: Arist. Pol. 2.8, und oft Plut., mit θόρυβος verb. Galb. 15.
2 Ungebührlichkeit, Frechheit, Plat. Symp. 188b, neben πλεονεξία; λόγων ἀκ. Eur. Iph.A. 317.

Russian (Dvoretsky)

ἀκοσμία:неупорядоченность, беспорядочность, беспорядок, смятение Plat., Arst., Plut.: πλεονεξίαι καὶ ἀκοσμίαι Plat. беспорядочная чрезмерность; λόγων ἀ. Eur. безобразные речи.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκοσμία: ἡ, ἀκαταστασία, Πλάτ. Γοργ. 508Α: ἀκράτεια, ὑπερβολή, λόγων, Εὐρ. Ι.Α. 317: - ἐπὶ ἠθικής ἐννοίας, διαγωγὴ ἄτακτος καὶ ἀκόλαστος. Σοφ. Ἀποσπ. 726· κατὰ πληθ. Πλάτ. Συμπ. 188Β. ΙΙ. μεσοβασιλεία (ἴδε κόσμος ΙΙΙ, Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 14.

Greek Monolingual

η (Α ἀκοσμία)
απρεπής συμπεριφορά ή πράξη, απρέπεια, παρεκτροπή, ασχημοσύνη
«ακοσμία του πλήθους»
αρχ.
1. αταξία, ακαταστασία
2. υπερβολική χρήση, υπερβολή
3. η περίοδος, κατά τήν οποία δεν υπήρχαν κόσμοι (=άρχοντες) στις πόλεις της Κρήτης
μσν.
η έλλειψη στολισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκοσμος
η λ. ακοσμία ως νεώτερος φιλοσοφικός όρος αποτελεί απόδοση στα Ελληνικά του ελληνογενούς νεολατιν. όρου Akosmismus < α- στερητ. + κόσμος, ο οποίος πλάστηκε από τους Γερμανούς Φίχτε και Χέγκελ
ο όρος αποδόθηκε επίσης και ως ακοσμισμός από τον καθηγητή της Φιλοσοφίας Νικόλ. Κοτζιά].

Greek Monotonic

ἀκοσμία: ἡ, ακαταστασία, σε Πλάτ.· ακράτεια, υπερβολή, σε Ευρ.· με ηθική σημασία, αταξία, έκλυση ηθών, αναταραχή, άστατη διαχείριση, συμπεριφορά, σε Σοφ.

Middle Liddell

[from ἄκοσμος
disorder, Plat.: extravagance, Eur.:—in moral sense, disorderliness, disorderly conduct, Soph.

English (Woodhouse)

disorder, disorderliness

Translations

confusion

Arabic: اِلْتِبَاس‎; Hijazi Arabic: لخبطة‎, حوسة‎, خربطة‎; Armenian: շփոթ; Assamese: খেলিমেলি, আউল; Bulgarian: объ́ркване, бъркотия; Catalan: confusió; Chinese Mandarin: 混亂/混乱; Czech: zmatek; Danish: forvirring, forvirrelse; Dutch: verwarring, war; Esperanto: konfuzo; Finnish: sekaannus, epäselvyys, hämmennys; French: confusion, désordre; German: Verwirrung, Durcheinander, Konfusion, Verwechslung; Greek: σύγχυση, μπέρδεμα; Ancient Greek: ἀδιαληψία, ἀκαταστασία, ἀκοσμία, ἀκρισία, ἀλαλία, ἀλλοδοξία, ἀλογία, ἀλογίη, ἀνακύκλησις, ἀναστροφή, ἀναφυρμός, ἀνάχυσις, ἀντεμπλοκή, ἄνω ποταμῶν, ἀσάφεια, ἀσυστασία, ἀταξία, ἀταξίη, Βαβέλ, διασκορπισμός, διαστροφή, διατροπή, δίνη, δυσωπία, ἐκβρασμός, ἔκπληξις, ἐξαπόρησις, ἐπάλλαξις, ἐπιπλοκή, ἐπιτάραξις, θόρυβος, καταφθορά, κλόνος, κυκηθμός, ξύγχυσις, ὄμιλλος, ὅμιλος, πολυμιγία, ῥόθος, σύγχυσις, σύμφυρσις, τάραγμα, ταραγμός, τάραξις, ταραχή, τύρβα, τύρβασμα, τύρβη, φυρμός; Hebrew: בִּלְבּוּל‎; Hindi: गड़बड़; Hungarian: zavar, összevisszaság; Icelandic: ruglingur, brengl; Italian: confusione, disordine; Japanese: 混乱; Khmer: ល្បែ; Korean: 혼란(混亂); Ladino: embroyo, dubarina, enredijo, mareo, taburra; Latin: tumultus; Malay: kekeliruan; Maori: matangerengere, kaumingomingo, pōkaikaha; Polish: zamieszanie, chaos; Portuguese: confusão; Romanian: confuzie; Russian: путаница, неразбериха, беспорядок; Slovak: zmätok, chaos; Spanish: confusión; Telugu: తడబాటు; Tocharian B: traike; Ushojo: وار خطئ