αυγή

Greek Monolingual

η (AM αὐγή)
1. το χρονικό διάστημα μεταξύ του τέλους της νύχτας και της ανατολής του ἡλιου
2. το διάστημα της ανατολής του ἡλιου και λίγο μετά, το πρωί
3. λάμψη, φεγγοβολή
4. ακτίνα
μσν.- νεοελλ.
η επόμενη αυγή, η επόμενη μέρα
νεοελλ.
1. η ημέρα («εις την τέταρτην αυγή» — την τέταρτη μέρα, Δ. Σολωμός)
2. η αρχή, το ξεκίνημα
3. (ως επίρρ.) την αυγή ή «αυγή αυγή» — πρωί πρωί
αρχ.
1. το φως του ήλιου
2. στιλπνότητα
3. αἱ αὐγαί
τα μάτια
4. «δυθμαὶ αὐγῶν» — το ηλιοβασίλεμα
5. «βίου δύντος αὐγαί» — η δύση της ζωής
6. «αὐγὰς βλέπω» — βλέπω το φως, είμαι ζωντανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Είναι πιθ. παράγωγο ενός αρχικού ρήματος, που δεν μαρτυρείται. Συνδέθηκε με αλβ. agόj «ξημερώνει», agume «αυγή» και ίσως με αρχ. σλαβ. jugљ «νότος, νότιος άνεμος». Παρουσιάζεται ως β' συνθετικό ενός αρκετά μεγάλου αριθμού επιθέτων με τη μορφή -αυγής, τα οποία προϋποθέτουν ίσως ένα ουδ. ουσ. αύγος που δεν μαρτυρείται παρά μόνο στον Ησύχιο ως ερμήνευμα της λ. ηώς. Επίσης σε ορισμένους τεχνικούς όρους εμφανίζεται ως β' συνθετικό -αυγος.
ΠΑΡ. αυγίτης
αρχ.
αυγάζω, αυγώ
νεοελλ.
αυγερινός, αυγινός.
ΣΥΝΘ. διαυγής, τηλαυγής
αρχ.
ανταυγής, απαυγής, ευαυγής, βλαβεραυγής, δυσαυγής, ελικαυγής, εναυγής, εξαυγής, ηλιαυγής, κυαναυγής, λαμπραυγής, λευκαυγής, λιπαραυγής, λιπαυγής, λυκαυγής, μελαναυγής, νυκταυγής, νυχαυγής, παναυγής, πανταυγής, περιαυγής, πυραυγής, πυρσαυγής, τετραυγής, υπεραυγής, φεραυγής, χλοαυγής, χρυσανταυγής, χρυσαυγής, φωταυγής, ψεφαυγής / έξαυγος, περίαυγος, ύπαυγος, φώταυγος.