γυῖον
English (LSJ)
τό, limb, Hom., always pl., in phrases such as γυῖα λέλυντο Il.13.85; ὑπὸ τρόμος ἔλλαβε γυῖα 14.506; ὅπποτέ κέν μιν γυῖα λάβῃ κάματος 4.230, etc., cf. A.Pers.913 (lyr.), Id.Eleg.3; γυῖα ποδῶν the feet, Il.13.512; μητρὸς γυῖα womb, h.Merc.20; γυῖα hands, Theoc. 22.81; γυῖον, sg., the hand, ib.121 (so prob. as device on signet, Tab.Heracl.1.183); but γυῖον the whole body, Pi.N.7.73, Hp.Epid.6.4.26.—Not in Att. Prose: later, opp. στέρνα καὶ κεφαλή, Plu.Arist.14.
Spanish (DGE)
-ου, τό
gener. en plu.
1 miembros humanos ὑπὸ τρόμος ἔλλαβε γυῖα Il.3.34, 14.506, cf. 4.230, γυῖα λέλυντο Il.13.85, φαίδιμα γυῖα Il.13.435, Hes.Th.492, ἐν τέτρασιν παίδων ... γυίοις Pi.O.8.68, οὔ μ' ἔτι ... γυῖα φέρην δύναται Alcm.26.2, cf. Theoc.1.42, 22.113, ἀεξομένων ἔτι γυίων Sol.19.5, cf. B.17.104, παλάμαι κατὰ γυῖα κέχυνται Emp.B 2.1, λέλυται γὰρ ἐμῶν γυίων ῥώμη A.Pers.913, τὰ δὲ γυῖα λεπτύνεται Hp.Int.31, cf. Mul.2.117, γυῖα θεωθείς (Heracles) divinizado en cuanto a sus miembros Call.Dian.159, ὄφρα ... φίλα γυῖα ἀμπαύσῃς AP 9.313 (Anyt.), βεβαρηότα γυῖα A.R.4.1526, χάλκεα γυῖα Orph.L.27, δεδυκὸς ὑπὸ μυχοῖσι γυίων Luc.Trag.120
•op. στέρνα καὶ κεφαλή Plu.Arist.14
•miembros de un muerto, e.d. los despojos χθονὶ γυῖα καλύψαι Pi.N.8.38, μεταχθονίου γυμνούμενα γυῖα χιτῶνος Nonn.Par.Eu.Io.20.18, de un anim. muerto, Nic.Al.61, 571
•tb. en sg. un miembro indeterminado del cuerpo humano, Nic.Th.777.
2 sent. concr. pies c. determ. γυῖα ποδῶν Il.13.512
•abs. εἰ ... ἐντρέχοι ἀγλαὰ γυῖα si corrían los gloriosos pies (de Aquiles) Il.19.385, φέρον δέ μιν ὠκέα γυῖα apresurando el paso Q.S.7.345
•piernas πηρὸς ... γυίοις AP 9.11
•de un anim. patas γυῖα δ' ὕπερθεν χέρσῳ τεινάμενοι A.R.1.1008
•manos περὶ γυῖα μακροὺς εἵλιξαν ἱμάντας Theoc.22.81, ὅσσον ἐμοῖσιν ἐνὶ σθένος ἔπλετο γυίοις A.R.3.63, καλοῦνται δὲ γυῖα αἱ χεῖρες Hsch.s.u. ἐγγυαλίξαι
•los pies y las manos γυῖα δ' ἔθηκεν ἐλαφρά, πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν Il.5.122, 13.61, 23.772, cf. Hsch.
•en sg. mano πλατὺ γ. palma de la mano Theoc.22.121
•un miembro, mano o pie Hp.Art.8
•como distintivo familiar TEracl.1.183, 187.
3 entrañas e.d. el vientre μητρὸς ἀπ' ἀθανάτων θόρε γυίων h.Merc.20, με ... φίλων ἀπεθήκατο γυίων Call.Dian.25
•sg. el cuerpo entero γ. ἐμπεσεῖν Pi.N.7.73, ὀφθαλμοὶ ὡς ἂν ἰσχύος ἔχωσιν, οὕτω καὶ γ. Hp.Epid.6.4.22, Gal.17(2).215.
• Etimología: De *geHu̯ ‘curvo’ y rel. γυάλον, γύης, etc.
German (Pape)
[Seite 508] τό, das Glied, verwandt mit γύης, γύαλον, ursprünglich also wohl Bezeichnung solcher Stellen des Leibes, wo eine Biegung, eine Krümmung stattfinden kann, Ellenbogen, Knie u. dgl. Bei Hom., welcher das Wort nur in den Formen γυῖα und γυίων hat, γυίων Iliad. 24, 514 Odyss. 6, 140. 10, 363, γυῖα sehr oft, bezeichnet es, nach Aristarchs Beobachtung, Lehrs Aristarch. 119, ausschließlich Hände und Füße: γυῖα δ' ἔθηκεν ἐλαφρά, πὀδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν Iliad. 5, 122. 13, 61. 23, 772; οὐ γὰρ ἔτ' ἔμπεδα γυῖα, φίλος, πόδες, οὐδ' ἔτι χεῖρες ὤμων ἀμφοτέρωθεν ἐπαΐσσονται ἐλαφραί Iliad. 23, 627; daselbst Scholl. Aristonic. und Nicanor., vom Epitomatorin Eins verschmolzen, ἡ διπλῆ, ὅτι ἀπὸ τοῦ γάρ ἦρκται, τὸ αἰτιατικὸν προτάξας· καὶ ὅτι ἐπεξηγήσατο τὴν ἔμπεδα γυῖα λέξιν. βραχὺ δὲ διασταλτέον ἐπὶ τὸ φίλος, ὅτι ὡς εἴρηται, ἐπεξηγεῖται τὰ γυῖα, ὅτι πόδες καὶ χεῖρες: von βραχύ an Nicanor, das δέ und das ὡς εἴρηται vom Epitomator eingeschoben; Iliad. 24, 514 αὐτὰρ ἐπεί ῥα γόοιο τετάρπετο δῖος Ἀχιλλεύς, καί οἱ ἀπὸ πραπίδων ἦλθ' ἵμερος ἠδ' ἀπὸ γυίων, Scholl. Aristonic. ἀθετεῖται· προείρηται γὰρ ἱκανῶς διὰ τοῦ »αὐτὰρ ἐπεί ῥα γόοιο«· καὶ ἀκύρως τέθειται τὸ γυίων· οὐ γὰρ οὕτως λέγει πάντα τὰ μέλη, ἀλλὰ μόνον τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας; Iliad. 13, 512 οὐ γὰρ ἔτ' ἔμπεδα γυῖα ποδῶν ἦν ὁρμηθέντι, οὔτ' ἄρ' ἐπαῖξαι μεθ' ἑὸν βέλος οὔτ' ἀλέασθαι, genitiv. definitiv. γυῖα ποδῶν, die πόδες sind die γυῖα; Iliad. 8, 34 ὑπό τε τρόμος ἔλλαβε γυῖα; 13, 435 πέδησε δὲ φαίδιμα γυῖα; 7, 6 καμάτῳ δ' ὑπὸ γυῖα λέλυνται; 10, 390 ὑπὸ δ' ἔτρεμε γυῖα. – Pind. Pyth. 3. 52 dativ. plur. γυίοις; N. 7, 73 singul. γυῖον (vgl. Theocr. 22, 121); Ol. 8, 68 für σῶμα, wie Hippocr.; Luc. Tragödop. 297; – μητρὸς γυῖα, Mutterschoß, H. h. Merc. 20; Callim. Dian. 25. – Selten in Prosa bei Sp., wie Plut. Arist. 14 οὐ μόνον στέρνα καὶ κεφαλὴν ἀλλὰ καὶ τὰ γυῖα.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
I. membre ; particul.
1 genou, jambe;
2 périphr. γυῖα ποδῶν IL les pieds;
3 poing ; τὰ γυῖα les bras;
II. au sg. le corps entier.
Étymologie: DELG v. γύης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυῖον -ου, τό [~ γύης?] niet in Att. proza, meestal plur. ledematen:; γυῖα λέλυντο hun ledematen waren slap Il. 13.85; γυῖα ποδῶν voeten Il. 13.512; περὶ γυῖα μακροὺς εἴλιξαν ἱμάντας ze hadden lange riemen om hun ledematen (d.w.z. handen en onderarmen) gewikkeld (bij wijze van bokshandschoen) Theocr. 22.81 ; sing. gebruikt voor hand:; πλατὺ γυῖον zijn brede vuist Theocr. 22.121 ; sing. voor het gehele lichaam:. Hp.
Russian (Dvoretsky)
γυῖον: τό
1 член тела, преимущ. конечность (γυίων ῥώμη Aesch.; οὐ μόνον στέρνα καὶ κεφαλή, ἀλλὰ καὶ γυῖα Plut.): γυῖα ποδῶν Hom. = πόδες;
2 рука Theocr.;
3 тж. pl. тело Pind., Luc.: μητρὸς γυῖα Luc. материнская утроба.
English (Autenrieth)
only pl., joints, ποδῶν γυῖα, Il. 13.512; then, limbs, members, γυῖα λέλυνται (see γόνυ), κάματος ὑπήλυθε γυῖα, γυῖα ἐλαφρὰ θεῖναι, Il. 5.122; ἐκ δέος εἵλετο γυίων, Od. 6.140.
English (Slater)
γυῑον (γυῖον acc.: γυῖα, -ων, -οις, -α)
a body ἐν τέτρασιν παίδων ἀπεθήκατο γυίοις νόστον ἔχθιστον (O. 8.68) (ἄκων) ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον, αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπεσεῖν (N. 7.73)
b limb pl. only. ἢ γυίοις περάπτων πάντοθεν φάρμακα (P. 3.52) ἐσθὰς ἁρμόζοισα θαητοῖσι γυίοις (P. 4.80) γυίων ἀέθλοις ἐπεδείξαντο κρίσιν (P. 4.253) οὐδὲ θερμὸν ὕδωρ τόσον γε μαλθακὰ τεύχει γυῖα, τόσσον εὐλογία (N. 4.5) καὶ σθένει γυίων ἐρίζοντι θρασεῖ (N. 5.39) ἐγὼ δἀστοῖς ἁδὼν καὶ χθονὶ γυῖα καλύψαι (sc. εὔχομαι. i. e. τεθνάναι Σ.) (N. 8.38) δέδεται γὰρ ἀναιδεῖ ἐλπίδι γυῖα (N. 11.46)
Greek Monolingual
γυῑον, το (Α)
1. μέλος του σώματος
2. χέρι
3. ολόκληρο το σώμα
4. πληθ. γυῑα, τα
α) τα μέλη του σώματος («γυῑα λέλυντο», «τρόμος, κάματος λάβε γυῑα»)
β) τα χέρια
5. φρ. α) «γυῑα ποδῶν» — τα πόδια
β) «μητρός γυῖα» — η μήτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική που απαντά κυρίως στον πληθυντικό. Το γυῖον, με μορφολογικό σχηματισμό σε -ιο, ανάγεται σε IE gu- «λυγίζω, κάμπτω, κυρτώνω», αν ληφθεί υπ' όψιν ότι τα οστά είναι κυρτά και εύκαμπτα (πρβλ. γύης, γύαλον).
ΠΑΡ. αρχ. γυιώ
μσν.
γυίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. γυιαρκής, γυιοβαρής, γυιοβόρος, γυιοδάμας, γυιοπαγής, γυιοπέδη, γυιοτακής, γυιοτόρος, γυιούχος, γυιόχαλκος.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. αγλαόγυιος, άγυιος, αρκεσίγυιος, δεξιόγυιος, διάγυιος, δίγυιος, ιμερόγυιος, λαρνακόγυιος, λαχνόγυιος, λιπόγυιος, μονόγυιος, οβριμόγυιος, στερρόγυιος, υπόγυιος και υπόγυος].
Greek Monotonic
γυῖον: τό, το μέλος του σώματος, σε Όμηρ.· στον πληθ., στις εκφράσεις γυῖα λέλυντο, ὑπὸ τρόμος ἔλλαβε γυῖα, ὅπποτέ κέν μιν γυῖα λάβῃ κάματος· ομοίως και σε Τραγ.· γυῖα ποδῶν, τα πόδια, σε Ομήρ. Ιλ.· γυῖα, τα χέρια, σε Θεόκρ.· και γυῖον, στον ενικ. το χέρι, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
γυῖον: τό, μέλος· συχν. παρ' Ὁμήρῳ, ὅστις ἀείποτε μεταχειρίζεται πληθ. ἐν φράσεσι: γυῖα λέλυντο, τρόμος ἢ κάματος λάβε γυῖα, κτλ.· οὕτω καὶ παρὰ Τραγ., ὡς ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 913, πρβλ. Ἀποσπ. 449· ὡσαύτως γυῖα ποδῶν, οἱ πόδες, Ἰλ. Ν. 512· γυῖα, αἱ χεῖρες, Θεόκρ. 22. 81· καὶ γυῖον, καθ' ἑνικ. ἡ χείρ, αὐτόθι 121· ἀλλὰ γυῖον, τὸ ὅλον σῶμα, Πίνδ. Ν. 7. 108, Ἱππ. 1181. 1, κτλ., ἴδε Fo ës, Οἰκον.·- μητρὸς γυῖα, ἡ μήτρα, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 20.- Οὐδαμοῦ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ. ΙΙ. γύης, Ἐπιγραφ. Κρήτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 183.
Middle Liddell
a limb, Hom., in plural, γυῖα λέλυντο, τρόμος or κάματος λάβε γυῖα, so Trag.; γυῖα ποδῶν the feet, Il.; γυῖα the hands, Theocr.; and γυῖον in sg. the hand, Theocr.