κατατρίβω
English (LSJ)
[ῑ], fut. κατατρίψω X.Cyr.8.4.36: pf.
A κατατέτρῐφα Isoc. (v. infr.):—Pass., fut. κατατρῐβήσομαι X.HG5.4.60:—rub down or rub away: hence,
1 of clothes, wear out, ἀμφὶ πλευρῇσι δοράς Thgn.55, cf. Ar.Fr.345, Pl.Phd. 87c, Metrod.Fr.55: hence metaph., πολλὰ σώματα κατατρίψασα ἡ ψυχή Pl.Phd. 91d, cf. 87d; οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες, i.e. constant frequenters of the tribune, Isoc.Ep.8.7; ὁ σταλαγμὸς κ. Arist.Ph.253b15: metaph., κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα to have the name of virtue always on one's tongue, Luc.Par.43.
b press downwards, κατατριβομένης πάτῳ τῆς ῥίζης Thphr. HP 6.6.10.
c rub or roll thread, περὶ γούνατι νῆμα χειρί Theoc.24.77.
2 of persons, wear out, exhaust, αὐτοὺς περὶ ἑαυτοὺς τοὺς Ἕλληνας κ. Th.8.46:—Pass., to be quite worn out, c. part., κατατετρίμμεθα πλανώμενοι Ar.Pax355, cf. X.Mem.1.2.37; κατατριβήσοιντο ὑπὸ πολέμου Id.HG5.4.60; ἐν τοῖς στρατοπέδοις Isoc.15.115; περὶ τὸν πόλεμον Plu.Fab.19.
3 of time, spend, consume, κατέτριψε τὴν ἡμέραν δημηγορῶν D.57.9, cf. Aeschin. 2.14, Men.Epit.54, Plu.Caes.13; τὰς ἡμέρας περὶ τῶν τυχόντων Arist.EN1117b35, cf. Plb.5.62.6, etc.; κ. τὸν βίον employ it fully, X.Mem. 4.7.5, Nicol.Com.1.23, cf. Phld.Rh.1.38 S.:—so in Med., τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κ. waste the greater part of one's life in... Pl.R. 405b: in pf. Pass. (later in aor. 2 κατατρῐβέντες Cod.Just.1.5.16.5), wear away one's life, pass one's whole time, c. part., αὐλοῖς καὶ λύραισι κατατέτριμμαι χρώμενος Ar.Fr.221; κ. στρατευόμενος X.Mem.3.4.1; ἐπί τινι Them.Or.26.312c.
4 of property, etc., squander, ἅπαντα X.Cyr.8.4.36; τὸν λόγον περί τι D.H.Comp. 11.
French (Bailly abrégé)
1 user par le frottement : τὰ βήματα ISOCR user la tribune, à force de la fréquenter ; τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα LUC avoir toujours à la bouche le mot de vertu;
2 fig. en parl. de pers. user, épuiser ; Pass. être usé, épuisé (de fatigue, de travail, etc.);
3 en parl. du temps τὸν βίον XÉN passer sa vie ; en mauv. part dépenser ou perdre son temps;
Moy. κατατρίβομαι passer son temps : τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις PLAT passer la plus grande partie de sa vie dans les tribunaux.
Étymologie: κατά, τρίβω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-τρίβω act. stuk wrijven, verslijten:; ἱμάτια kleding Plat. Phaed. 87c; overdr.: πολλὰ σώματα κατατρίψασα ἡ ψυχή wanneer de ziel veel lichamen heeft versleten Plat. Phaed. 91d; κ. τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα de term ‘deugd' voortdurend gebruiken Luc. 33.43. verbruiken; spec. van tijd doorbrengen; ongunstig verdoen:; κ. ἀνθρώπου βίον een heel mensenleven ermee doorbrengen Xen. Mem. 4.7.5; ook med.: τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κ. het grootste deel van het leven doorbrengen met processen, als beklaagde of als aanklager Plat. Resp. 405b. pass. van pers. uitgeput raken, met ptc.: κατατετρίμμεθα πλανώμενοι wij zijn uitgeput van het rondzwerven Aristoph. Pax 355; οἶμαι αὐτοὺς ἤδη κατατετρῖφθαι διαθρυλουμένους ὑπὸ σοῦ ik geloof dat zij er al ziek van zijn dat jij steeds over hen kletst Xen. Mem. 1.2.37.
German (Pape)
zerreiben, durch Reiben verderben, verbrauchen; ἀμφὶ πλευρῇσι δορὰς αἰγῶν κατέτριβον Theogn. 55; ἰμάτια, σώματα, Plat. Phaed. 87 bc; neben καταρρηγνύναι Xen. Cyr. 6.2.32; sein Vermögen durchbringen, 8.4.36; κατατριβήσοιτο ὑπὸ τοῦ πολέμου, er werde aufgerieben werden, Hell. 5.4.60; κατατέτριμμαι λοχαγῶν, ich habe mich aufgerieben, Mem. 3.4.1; neben ἀπόλλυσθαι Ar. Pax 354; Thuc. 8.46; Sp., κατατέτριπτο τοῖς ἀγῶσιν Plut. Fab. 23; übertragen, οἶμαι γὰρ αὐτοὺς ἤδη κατατετρῖφθαι διατεθρυλημένους ὑπὸ σοῦ, sie sind durch die Reden tot gemacht, ermüdet, Xen. Mem. 1.2.37; – κατατρίβειν χρόνους, die Zeit hinbringen, Pol. 1.25.6; κατέτριψε τὴν ἡμέραν δημηγορῶν Dem. 57.9; Arist. eth. 3.10; – οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες, die sich immer auf der Rednerbühne umhergetrieben haben, Isocr. ep. 8.7; überhaupt beschäftigen, Xen. Mem. 4.5.7.
Russian (Dvoretsky)
κατατρίβω: (ῑ)
1 стирать, изнашивать (ἱμάτια, τὰ σώματα Plat.): ὁ λόγος περὶ τοῦ τὸν σταλαγμὸν κατατρίβειν τοὺς λίθους Arst. поговорка о том, что капля камень долбит; οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες Isocr. завсегдатаи трибун; κ. τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα Luc. вечно говорить о добродетели; pass. стираться (οἱ ὀδόντες κατετρίβοντο Arst.);
2 измучивать, утомлять, изнурять (αὐτοὺς περὶ ἑαυτοὺς τοὺς Ἓλληνας Thuc.; πάντας ἀνθρώπους Plut.); pass. истощаться, уставать (πόνοις Isocr.; ὑπὸ πολέμου Xen.; περὶ τοῦ πολέμου Plut.): κατατετρίμμεθα πλανώμενοι ἐς Λύκειον κἀκ (= καὶ ἐκ) Λυκείου Arph. мы замучились от ходьбы в Ликей и из Ликея;
3 употреблять, использовать (τὸν βίον Xen.);
4 тратить, проводить время (med. τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις Plat.; τὰς ἡμέρας, χρόνους Arst.): κατέτριψε τὴν ἡμέραν δημηγορῶν Dem. он провел (целый) день в речах к народу; στρατευόμενος κατατέτριμμαι Xen. я всю жизнь провел, т. е. я состарился на военной службе;
5 расточать (ἅπαντα Xen.).
Greek Monolingual
(Α κατατρίβω)
(επιτ. τ. του τρίβω)
1. τρίβω κάτι εντελώς, αφανίζω με τη συχνή τριβή, φθείρω, καταστρέφω, κονιορτοποιώ
2. (για πρόσ.) κουράζω κάποιον πάρα πολύ, καταπονώ, προξενώ κόπωση, εξαντλώ
3. μέσ. κατατρίβομαι
δαπανώ ή φθείρω τις δυνάμεις μου χωρίς ωφέλιμο αποτέλεσμα («κατατρίβεται σε ζητήματα ανάξια προσοχής»
αρχ.
1. (για ρούχα) καταστρέφω με τη συχνή χρήση
2. πιέζω, ωθώ προς τα κάτω
3. (σχετικά με νήμα) στρίβω
4. διέρχομαι τον χρόνο μου, διατρίβω, περνώ τη ζωή μου τον καιρό μου
5. (για περιουσία) δαπανώ, σπαταλώ.
Greek Monotonic
κατατρίβω: [ῑ], μέλ. -ψω, παρακ. -τέτρῐφα· τρίβω πολύ, φθείρω· απ' όπου,
1. λέγεται για ρούχα, φθείρομαι, σε Θέογν., Πλάτ.
2. λέγεται για πρόσωπα, αποδυναμώνω, εξουθενώνω, σε Θουκ. — Παθ., είμαι αρκετά εξαντλημένος, σε Αριστοφ., Ξεν.
3. λέγεται για χρόνο, δαπανώ, διέρχομαι, διατρίβω, Λατ. diem terere, σε Δημ., Αισχίν.· κ. τὸν βίον, χρησιμοποιώ εντελώς, σε Ξεν.· ομοίως στον Παθ. παρακ., περνώ όλο τον χρόνο μου, κατατέτριμμαι στρατευόμενος, στον ίδ.
4. λέγεται για περιουσία, διασπαθίζω, κατασπαταλώ, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
κατατρίβω: ῑ: μέλλ. -ψω: πρκμ. -τέτρῐφα, τρίβω πολύ, τρίβων ἀφανίζω, φθείρω· ἐντεῦθεν, 1) ἐπὶ ἐνδυμάτων, καταστρέφω διὰ τῆς χρήσεως, ἀμφὶ πλευρῇσι δορὰς αἰγῶν κατ. Θέογν. 55, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 124· τὴν χλαῖναν κ. Σουΐδ· τὴν χλαμύδα κ. Θεμίστ. 8. 110· πολλὰ ἱμάτια κ. Πλάτ. Φαίδων 87C· ὁπόθεν ἡ μεταφορ., αὐτόθι 91D, πολλὰ σώματα κατατρίψασα ἡ ψυχή, πρβλ. 87D· ἱμάντων κατατριβομένων καὶ καταρρηγνυμένων Ξεν. Κύρ. 6. 2, 32· οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες, ὅ ἐστιν οἱ συνεχῶς ἐμφανιζόμενοι εἰς τὸ βῆμα, Ἰσοκρ. 426Α· ὁ σταλαγμὸς κ. Ἀριστ. Φυσ. 8. 3, 5· μεταφορ., κ. τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα, φέρω ἀείποτε διὰ στόματος καὶ οἱονεὶ καταφθείρω, Λουκ. Παράσ. 43. 2) ἐπὶ προσώπων, φθείρω, ἐξαντλῶ, Λατ. conterere, αὐτοὺς περὶ ἑαυτοὺς τοὺς Ἕλληνας κ. Θουκ. 8. 46.- Παθ., ἐντελῶς κατατρίβομαι, ἐξαντλοῦμαι, ἀπολλύμεθα καὶ κατατετρίμμεθα πλανώμενοι Ἀριστοφ. Εἰρ. 355· οἶμαι κατατετρῖφθαι αὐτοὺς ὑπὸ σοῦ διατεθρυλημένους Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 37· κατατριβήσοιτο ὑπὸ πολέμου ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 4, 60· πόνοις Ἰσοκρ. Ἀντιδ. § 122· περὶ τοῦ πολέμου Πλουτ. Φάβ. 19. 3) ἐπὶ χρόνου, δαπανῶ, διέρχομαι, διατρίβω, Λατ. diemterere, κατέτριψε τὴν ἡμέραν δημηγορῶν Δημ. 1301. 23, πρβλ. Αἰσχίν. 30. 6· ἀδολέσχους καλεῖ τοὺς φιλομύθους καὶ διηγητικοὺς καὶ τὰς ἡμέρας περὶ τῶν τυχόντων κατατρίβοντας Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 3. 10, 2, πρβλ. Πολύβ. 5. 62, 6, κτλ.· κ. τὸν βίον, χρησιμοποιῶ ἐντελῶς, Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 5· καὶ Παθ., τοῦ χρόνου τοῦ κατατριφθέντος Ἰσοκρ. 5. 85· οὕτως ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις… κ., διέρχομαι τὸ πλεῖστον τῆς ζωῆς μου ἐν…, Πλάτ. Πολ. 405Β· ἐν τῷ Παθ. πρκμ., διέρχομαι ὅλον τὸν χρόνον μου, τὸν βίον μου, μετὰ μετοχ., αὐλοῖς καὶ λύραισι κατατέτριμμαι χρώμενος Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 4· κ. στρατευόμενος Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 1, πρβλ. 4. 7, 5· κατατριβῆναι μανθάνοντας ὁ αὐτ. Οἰκ. 15. 10· ἐπὶ τινι Θεμίστ. 312C· ἐν τοῖς στρατοπέδοις κατατετριμμένος (παρ’ Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. 115)= ἔμπειρος καὶ τρίβων. 4) ἐπὶ περιουσίας, κτλ., δαπανῶ, καταναλίσκω, σπαταλῶ, ἅπαντα καταδαπανᾶν καὶ κατατρίβειν Ξεν. Κύρ. 8. 4, 36, ὡς ὁ Πλούτ. μεταχειρίζεται τὸ τρίβειν καὶ ὑπαναλίσκειν· τὸν λόγον περί τι Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11.
Middle Liddell
fut. ψω perf. -τέτρῐφα
to rub down or away; hence,
1. of clothes, to wear out, Theogn., Plat.
2. of persons, to wear out, exhaust, Thuc.: —Pass. to be quite worn out, Ar., Xen.
3. of time, to wear it away, get rid of it, Lat. diem terere, Dem., Aeschin.: κ. τὸν βίον to employ it fully, Xen.; so in perf. pass. to pass one's whole time, κατατέτριμμαι στρατευόμενος Xen.
4. of property, to squander, Xen.
Lexicon Thucydideum
conterere, to wear down, harass, 8.46.2, [vulgo commonly κατατρίψαι].