καύχησις
English (LSJ)
καυχήσεως, ἡ, boasting, Epicur.Fr.93, LXX 1 Ch.29.13, al., Phld.Vit.p.27 J., Ph.1.534, Ep.Rom.15.17.
German (Pape)
[Seite 1409] ἡ, das Prahlen; καύχησιν ἔχειν, Grund haben, sich zu rühmen, N.T.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de se vanter, action de se glorifier;
NT: orgueil ; fierté ; sujet d'orgueil, motif de fierté.
Étymologie: καυχάομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καύχησις -εως, ἡ καύχημα opschepperij.
Russian (Dvoretsky)
καύχησις: εως ἡ NT = καύχα.
English (Strong)
from καυχάομαι; boasting (properly, the act; by implication, the object), in a good or a bad sense: boasting, whereof I may glory, glorying, rejoicing.
English (Thayer)
καυχήσεως, ἡ (καυχάομαι), the act of glorying: στέφανος καυχήσεως, crown of which we can boast, ὑπέρ τίνος (on behalf) of one (cf. καυχάομαι, under the end), ἐπί τίνος, before one, ἔχω (τήν critical editions) καύχησιν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, the glorying which I have I ascribe to Christ, or I owe it to Christ that I am permitted to glow (see ἐν, I:6b., p. 211 b), Sept. several times for תִּפְאֶרֶת; (Diogenes Laërtius 10,7 at the end); Philod. in Vol. Hercul. Oxfort. i., p. 16.)
Greek Monotonic
καύχησις: -εως, ἡ (καυχάομαι), αιτία κομπασμού, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
καύχησις: -εως, ἡ, τὸ καυχᾶσθαι, κομπασμός, τὸ νὰ λέγῃ τις λόγους μεγάλους ὑπὲρ ἑαυτοῦ, Πτ. Ἡρακλ 1. σ. 16· κ. ἔχω. συχνὸν παρὰ τῷ Παύλῳ, ὡς καὶ ἡ φράσις καύχημα ἔχω, Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιε΄, 17.
Middle Liddell
Chinese
原文音譯:kaÚchsij 考黑西士
詞類次數:名詞(12)
原文字根:自誇(著) 相當於: (תִּפְאֶרֶת)
字義溯源:誇口,自誇,自誇的行為,自誇的原由,誇獎,可誇的,所誇的;源自(καυχάομαι)=誇耀);而 (καυχάομαι)出自(αὐτόχειρ)X*=自誇),或出自(εὔχομαι)=願望)。參讀 (καυχάομαι)同源字
出現次數:總共(11);羅(2);林前(1);林後(6);帖前(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 誇口(5) 羅3:27; 林前15:31; 林後1:12; 林後7:4; 雅4:16;
2) 自誇(2) 林後11:10; 林後11:17;
3) 誇獎(2) 林後7:14; 林後8:24;
4) 所誇的(1) 帖前2:19;
5) 可誇的(1) 羅15:17
Translations
boasting
Azerbaijani: lovğalıq; Dutch: opschepperij; Finnish: rehenteleväisyys, öykkärimäisyys, pöyhkeys; German: Angeben, Angabe, Großprahlerei, Prahlen, Prahlerei; Greek: αμετροέπεια, καυχησιά, καυχησιολογία, καύχος, κομπασμός, λεονταρισμοί, μεγάλα λόγια, μεγαλαυχία, μεγαληγορία, μεγαλορρημοσύνη, μεγαλοστομία, μεγαλοστομίες, ξιπασιά, στόμφος, υπερβολές, φανφαρονισμός; Ancient Greek: ἀλαζονεία, ἀλαζονία, αὔχη, αὔχημα, αὔχησις, εὖγμα, εὐχωλή, καύχησις, καῦχος, κομπαγωγία, κομπασμός, κόμπασμα, κομπεία, κομπία, ψολοκομπία, κουφολογία, λάπισμα, μεγαλαυχία, μεγαλορρημονία, ὄγκος, περιαυτολογία, περπερεία, πλατυσμός, σεμνολογία, τὸ ἀλαζονικόν, τὸ γαῦρον, τὸ κομπῶδες, τὸ μεγάλαυχον, ὑπερηφανία, ὑψηλολογία; Irish: mórtas; Latin: iactantia; Malayalam: ദുരഭിമാനം; Spanish: jactancia, fanfarronería; Swedish: skrytsamhet, skryt, skrävel