μύρον

English (LSJ)

[ῠ], τό,
A sweet oil, unguent, perfume, Archil.31 (pl.), Alc.36, Sapph.Supp.23.18, Anacr.9, A.Fr.14 (pl.), Hdt.3.22; μύρον ἑψῆσαι Ar.Lys.946; ὄζω μύρου Id.Ec.524; μ. κατὰ τῆς κεφαλῆς καταχέαι Pl. R.398a; mixed with wine, Ael.VH12.31; various kinds in Dsc.1.42 sqq., Ath.15.688e sqq.; μύρον Μενδήσιον, μύρον ἠθητόν, PCair.Zen.89.3, 436.1 (iii B. C.): prov., τὸ ἐπὶ τῇ φακῇ μύρον = sweet oil on lentils, i.e. 'a jewel of gold in a swine's snout', 'lipstick on a pig' Cic.Att.1.19.2, cf. Stratt.45, Sopat.14, title of Menippean Satire by Varro.
2 place where unguents were sold, perfume market, τὰ μειράκια… τἀν τῷ μ. Ar.Eq.1375, cf. Polyzel.11; οἱ δ' ἐν τῷ μ. λαλεῖτε Pherecr.2; ἵσταται πρὸς τῷ μ. Eup.209.
3 metaph., anything graceful or charming, AP 5.89.

German (Pape)

[Seite 221] τό, eigtl. ein von selbst ausfließender, wohlriechender Pslauzensast, bes. der Myrrhensaft, nach Ath. von μύῤῥα (Fremdwort, die Alten leiten es von μύρω ab). – Überh. jede wohlriechende Salbe; wohlriechendes Oel; μύροις ἀλείφεσθαι, zuerst bei Archil. 11; vgl. Ath. XV, 688 c; τεῦχος οὐ μύρου πνέον, Soph. frg. 147; ἐνόπτρων καὶ μύρων ἐπιστάτας, Eur. Or. 1112; μύρον ἕψειν, Ar. Lys. 946, μύρου ὄζειν, nach Salbe duften, Eccl. 524, der auch den Ort, wo wohlriechende Salben verkauft wurden, so nennt, τἀν τῷ μύρῳ, auf dem Salbenmarkt, Equ. 1372. Oft bei anderen Cunic.; Ath. II, 48 c, λούομάι μύροις ψακαστοῖς, III, 101 c, aus Archestrat., στακτοῖσι μύροις ἀγαθοῖς χαίτην θεραπεύειν, u. XII, 548 c aus Anaxil., ξανθοῖς τε μύροις χρῶτα λιπαίνων, u. A.; μύρον κατὰ τῆς κεφαλῆς καταχέαντες, Plat. Rep. III, 398 e, μύρα καὶ θυμιάματα, 373 a; Folgde; auch mit Wein gemischt, Ael. V. H. 12, 31; Ath. führt übrigens eine große Menge verschiedener μύρα an; sp. D. brauchten es allgemein für alles Liebreizende, vgl. Iac. A. P. p. 597; dah. auch Liebkosungswort Verliebter, vgl. Ep. ad. 67 (V, 91). – Sprichwörtlich μύρον ἐπὶ φακῇ, Myrrhenöl zu Linsen, d. i. Kostbares auf eine schlechte Sache verwenden, Gië. Att. 1, 19; vgl. Phereer. bei Ath. IV, 160 b u. Mein. com. II, 780.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
parfum liquide, huile ou essence parfumée.
Étymologie: DELG étym. peu sûre.

Russian (Dvoretsky)

μύρον: (ῠ) τό
1 мира, мирра или миро (благовонное растительное масло, употреблявшееся для умащиваний и для изготовления благовонных мазей) Her.;
2 благовонная мазь, благовоние (μύρα καὶ θυμιάματα Plat.; μύρου ὄζειν Arph.);
3 место торговли благовониями, рынок благовоний: ἐν τῷ μύρῳ Arph. на рынке благовоний.

Greek (Liddell-Scott)

μύρον: [ῠ], τό, ὁ ἐκ φυτῶν καταρρέων εὐώδης χυμὸς καὶ χρησιμεύων εἰς κατασκευὴν εὐωδῶν ἐλαίων κτλ. (ἐτυμολογούμενον ἐκ τοῦ μύρω ὑπὸ τῶν ἀρχαίων ἢ κατὰ τὸν Ἀθήν. ἐκ τοῦ μύρρα, ἀλλ’ ἡ λέξ. εἶναι πιθ. ξενικὴ τὴν ἀρχήν, πρβλ. Ἑβρ. môr)· ἀκολούθως συνήθως πᾶν παρεσκευασμένον εὐῶδες ἔλαιον, βάλσαμον, Λατ. unguentum, Ἀρχίλ. 27, Ἡρόδ. 3. 22· κάκιστ’ ἀπόλοιθ’ ὁ πρῶτον ἑψήσας μύρον (πρβλ. μυρεψὸς) Ἁριστοφ. Λυσ. 946· μύρου ὄζειν ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 524· ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 12· (ὁ Ὅμ. ἔχει: ἔλαιον εὐῶδες, ῥοδόεν, τεθυωμένον)· μ. κατὰ τῆς κεφαλῆς καταχέαι Πλάτ. Πολ. 398Α· - ἀνεμίγνυον αὐτὸ μετὰ τοῦ οἴνου, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 31· - παροιμ., μύρον ἐπὶ φακῆ, δηλ. τὸ δαπανᾶν πολύτιμόν τι εἰς εὐτελὲς πρᾶγμα, Κικ. πρὸς Ἀττ. 1. 19, 2, πρβλ. Στράττις ἐν «Φοινίσσαις» 1, καὶ αὐτόθι Meineke. - Mεγάλη ποικιλία αὐτῶν ἀπαριθμεῖται ἐν Διοσκ. 1. 52 κἑξ., Ἀθήν. XV. κεφ. 37-46. 2) τόπος ἔνθα ἐπωλοῦντο τὰ μύρα, ἡ τῶν μύρων ἀγορά, τὰ μειράκια... τὰν τῷ μύρῳ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1375· οἱ δ’ ἐν τῷ μ. λαλεῖτε Φερεκρ. ἐν «Ἀγαθοῖς» 2· ἵσταται ἐν τῷ μ. Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 11· πρβλ. μυρσίνη ΙΙ. 3, ἰχθύς ΙΙ. 3) μεταφ., πᾶν χαρίεν, ἀγαπητόν, θελκτικὸν πρᾶγμα, Ἀνθ. Π. 5. 90, πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. 2. 2, σ. 285, Α. Π. σ. 597.

Spanish

perfume, aceite

English (Strong)

probably of foreign origin (compare מֹר, σμύρνα); "myrrh", i.e. (by implication) perfumed oil: ointment.

English (Thayer)

μύρου, τό (the grammarians derive it from μύρῳ to flow, accordingly, a flowing juice, trickling sap: but probably more correct to regard it as an oriental word akin to μύρρα, Hebrew מֹר, מור; (Fick (i. 836) connects it with the root, smar, 'to smear', with which Vanicek, 1198f associates σμύρνα, μύρτος, etc.; cf. Curtius, p. 714)), ointment:, 12; ἔλαιον (which see and see Trench, Synonyms, § xxxviii.), Aeschylus, Herodotus down); the Sept. for שֶׁמֶן, fat, oil, טוב שֶׁמֶן, Psalm 133:2>).)

Greek Monotonic

μύρον: [ῠ], τό,
1. γλυκός χυμός που εξάγεται από φυτά, γλυκό εκχύλισμα, μύρο, βάλσαμο, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. τόπος όπου πωλούνταν μύρα, αγορά αρωμάτων, σε Αριστοφ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: sweet-smelling oil, salve, perfume (Archil., Lesb. lyric, IA.).
Compounds: Often as 1. member, e.g. μυρο-πώλης salve-handler (Att.). μυρ-εψός m. salven-preparer (Critias, Arist.; FraenkeI Nom. ag. 2, 112 f.).
Derivatives: 1. Subst. diminut.: μυρ-ίδιον (Ar.), -άφιον (Arr.); μυρίς f. salve-box (Poll.; cf. σπυρίς), also = μυρρίς (Thphr.), s. μύρρα; μύρωμα n. = μύρον (Ar. Ek. 1117 [pl.], beside μεμύρωμαι, but perhaps directly from μύρον, cf. Chantraine Form. 186 f.); μυρίνης (οἶνος, hell., com., Ael.; besides μυρρίνης, s. μύρρα a. μύρτος). -- 2. Adj. μυρ-ηρός belonging to μύρον (A., Ar.; like ἐλαιηρός), -όεις full of salves, smelling like salves (A P, Man.), -ώδης salve-like (sch.). -- 3. Verbs. μυρίζω (IA.), σμυρίζω (Archil.) salve, perfume; μυρόομαι be salved, perfumed (Ar. Ek. 1117 [[[varia lectio|v.l.]] μεμύρισμαι]).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: As a clear culture-word μύρον can well be a loan (so Chantraine Form. 16). Since Fick and Curtius (s. Bq) it is usually (though with a certain reserve, WP. 2, 690) as IE σμύρις emery-powder connected with a Germ.-Celt. word for smear, fat etc., e.g. OHG smero Schmer, OIr. smi(u)r marrow (also Lat. medulla?); but this does not explain the Greek -u-; cf. μύραινα [which is a Pre-Greek word]. The isolated σμυρίζω anoint can, if not old, rest upon association with σμύρις, σμύρνα. --

Middle Liddell

μῠ́ρον, ου, τό,
1. sweet juice extracted form plants, sweet-oil, unguent, balsam, Hdt., etc.
2. a place where unguents were sold, the perfume-market, Ar.

Frisk Etymology German

μύρον: {múron}
Grammar: n.
Meaning: wohlriechendes Öl, Salbe, Parfüm (Archil., lesb. Lyrik, ion. att.);
Composita: oft als Vorderglied, z.B. μυροπώλης Salbenhändler (att.). μυρεψός m. Salbenbereiter (Kritias, Arist. u.a.; FraenkeI Nom. ag. 2, 112 f.).
Derivative: Ableitungen: 1. Subst. Deminutiva: μυρίδιον (Ar.), -άφιον (Arr.); μυρίς f. Salbenbüchse (Poll.; vgl. σπυρίς u.a.), auch = μυρρίς (Thphr.), s. μύρρα; μύρωμα n. = μύρον (Ar. Ek. 1117 [pl.], neben μεμύρωμαι, aber vielleicht direkt von μύρον, vgl. Chantraine Form. 186 f.); μυρίνης (οἶνος, hell. Kom., Ael.; daneben μυρρίνης, s. μύρρα u. μύρτος). — 2. Adj. μυρηρός [[zu μύρον gehörig]] (A., Ar.; wie ἐλαιηρός), -όεις voll Salben, salbenduftend (A P, Man.), -ώδης salbenähnlich (Sch.). — 3. Verba. μυρίζω (ion. att.), σμυρίζω (Archil.) salben, parfümieren; μυρόομαι gesalbt, parfümiert werden (Ar. Ek. 1117 v.l. μεμύρισμαι u.a.).
Etymology: Als ausgesprochenes Kulturwort kann μύρον sehr wohl entlehnt sein (so Chantraine Form. 16). Seit Fick und Curtius (s. Bq) wird es gewöhnlich (wenn auch mit einem gewissen Vorbehalt, WP. 2, 690) als idg. mit σμύρις Schmirgel zu einem germ.-kelt. Wort für Schmer, Fett gezogen, z.B. ahd. smeroSchmer’, air. smi(u)r Mark (auch lat. medulla?); vgl. μύραινα. Das vereinzelte σμυρίζω kann, wenn nicht alt. auf Assoziation mit σμύρις, σμύρνα beruhen. — Weiteres s. μύρρα, μύρτος und σμύρνα.
Page 2,273

Chinese

原文音譯:mÚron 祕朗
詞類次數:名詞(14)
原文字根:香油 相當於: (מִרְקַחַת‎) (מִשְׁחָה‎ / מָשְׁחָה‎) (שֶׁמֶן‎)
字義溯源:沒藥*,膏油,香味,橄欖油,膏,香膏;比較希伯來文(מֹר‎)=沒藥,苦味),與(מִפְרָשׂ‎)=開展,散佈)。除了啓示錄一次外,這字全用在四福音書中,說到姊妹們為著要來的安葬,預先為主耶穌抹香膏。其實,這全沒有需要,因為主耶穌勝過了死和墳墓
同源字:1) (μυρίζω)抹膏 2) (μύρον)沒藥 3) (σμύρνα1)沒藥 4) (σμυρνίζω)調以沒藥
出現次數:總共(14);太(2);可(3);路(4);約(4);啓(1)
譯字彙編
1) 香膏(10) 太26:7; 太26:12; 可14:3; 可14:4; 可14:5; 路7:38; 路23:56; 約12:3; 約12:5; 啓18:13;
2) 用香膏(2) 路7:46; 約11:2;
3) 膏(1) 約12:3;
4) 一香膏的(1) 路7:37

English (Woodhouse)

ointment, unguent, essences, prepared scent, scented oil, scented ointment, scents

Mantoulidis Etymological

(=ἄρωμα). Σχετίζεται με τό σμύρις (=σκόνη ἀπό σκληρή πέτρα γιά λιθοξόους), ἀκόμη μέ τό μορύσσω (=μολύνω). Ἴσως ἀπό τό μύρω (=στάζω), ἤ ἀπό τό μύρρα (=εὐωδιαστός χυμός). Ἡ ἀρχή τῆς λέξης εἶναι ξενική.
Παράγωγα: μυρίζω, μυρισμός, μύρισμα, μυριστικός, μυρόω, μυρεψός (=αὐτός πού παρασκευάζει μύρα).

Léxico de magia

τό perfume, aceite usado de varios modos λαβὼν κάνθαρον ἡλιακὸν ζέσον μύρῳ καλῷ toma un escarabajo solar y cuécelo en un buen aceite P VII 974 καθ' ἑκάστην κλῆσιν ἐπίσπενδε τὰ προκείμενα καὶ μύρων παντοδαπῶν realiza en cada invocación la libación prescrita, así como de perfumes de cualquier clase P XII 310 λαβὼν μ. ἔπᾳσον καὶ χρῖσον τὸ πρόσωπον toma perfume, canta y unge tu cara SM 72 2.4 de rosas τοῦτον (κάνθαρον) ἀνελόμενος βάλε ... μύρου ῥοδίνου κάλλιστον ὅσον βούλει ... καὶ λέγε τὸ ὄνομα ἐπὶ τοῦ ἄγγους coge el escarabajo, echa cuanto quieras del más hermoso perfume de rosas y pronuncia la fórmula sobre el vaso P IV 759 ἐὰν δὲ χρηματίσῃ σοι, ῥοδίνῳ μύρῳ ἀπάλειψόν σου τὴν χεῖραν si profetiza para ti, frota tu mano con aceite de rosas P VIII 109 χρίσας ῥοδίνῳ μύρῳ ἢ κρινίνῳ, περιελίξας (τὸ πτερὸν) ὀθονίῳ βυσσίνῳ unta el ala con aceite de rosas o de lirio, y envuélvela en tela de lino P VII 338 de lirio ἔστω δέ σοι παρεσκευασμένον σκευάριον καλλάϊνον μικρόν, εἰς ὃ ἐνέστω μ. κρίνινον has de tener preparado un pequeño recipiente turquesa, en el que haya perfume de lirio P V 223 λαβὼν ... ὠὸν κανθάρου καὶ κυνοκεφάλου καρδίαν (ζμύρναν λέγει, κρίνινον μ.) toma un huevo de escarabajo y un corazón de papión (quiere decir mirra y aceite de lirio) P XIII 1068 de aceitunas verdes λαβὼν στέαρ ἢ ὀφθαλμὸν νυκτίβαυ καὶ κύλισμα κανθάρου καὶ <ὀμ>φακνίνου μύρου λειοτριβήσας πάντα toma grasa o el ojo de un búho, la pelota de un escarabajo y aceite de aceitunas verdes y mézclalo todo P I 224

Translations

perfume

Albanian: parfum; Arabic: أَرِيج‎, شَذًا‎, عِطْر‎; Egyptian Arabic: برفان‎, برفانات‎; Armenian: օծանելիք; Azerbaijani: ətir; Belarusian: духі́, парфума; Bengali: সুগন্ধি; Bikol Central: pahamot; Bulgarian: парфюм; Catalan: perfum; Chinese Cantonese: 香水; Hakka: 香水; Mandarin: 香水; Min Dong: 香水; Min Nan: 芳水; Wu: 香水; Coptic: ϣⲟⲟⲩ; Czech: parfém, voňavka; Danish: perfume; Dutch: parfum; Esperanto: parfumo; Estonian: parfüüm, lõhnaõli; Finnish: hajuste, hajuvesi, parfyymi; French: parfum; Galician: perfume; Georgian: სურნელება; German: Parfüm, Duftstoff, Parfum; Greek: άρωμα; Ancient Greek: μύρον; Hebrew: בושם / בֹּשֶׂם‎; Hindi: ख़ुशबू; Hungarian: parfüm, illatszer; Icelandic: ilmvatn; Indonesian: parfum, minyak wangi; Irish: cumhrán; Italian: profumo; Japanese: 香水; Jarai: ia kluñ; Kazakh: әтір; Khmer: គន្ធរស, ទឹកអប់; Korean: 향수(香水); Kurdish Northern Kurdish: parfûm, perfûm; Kyrgyz: атыр, духи; Lao: ນ້ຳອົບ; Latin: unguentum, costum, hedycrum; Latvian: parfīms; Lithuanian: kvepalai; Luxembourgish: Parfum; Macedonian: парфем, мирис; Maguindanao: mamut; Malay: minyak wangi, minyak attar; Maranao: randag; Mongolian Cyrillic: сүрчиг; Navajo: tó łikání halchiní; Ngazidja Comorian: marashi; Norwegian Bokmål: parfyme; Nynorsk: parfyme; Old English: wyrtġemang; Pashto: عطر‎; Persian: عطر‎; Polish: perfumy; Portuguese: perfume; Romanian: parfum; Russian: духи, парфюм; Serbo-Croatian Cyrillic: па̀рфе̄м; Roman: pàrfēm; Slovak: vôňa, voňavka; Slovene: parfum; Spanish: perfume; Swahili: marashi; Swedish: parfym; Tagalog: pabango; Tajik: атр; Thai: น้ำหอม; Tok Pisin: sanda; Turkish: burcu, parfüm; Turkmen: atyr; Ukrainian: духи, парфум; Urdu: خوشبو‎; Uyghur: ئەتىر‎; Uzbek: atir, duxi; Vietnamese: nước thơm, nước hoa; Welsh: peraroglau; Zhuang: raemxhom