πρόθεση
Greek Monolingual
η / πρόθεσις, -έσεως, ΝΜΑ προτίθημι
1. το να τοποθετεί κάποιος κάτι μπροστά από κάτι άλλο
2. ό,τι προτίθεται να πράξει κανείς, ο σκοπός, η προαίρεση, η θέληση (α. «ήρθε με κακές προθέσεις» β. «ἐάν περ ἐπὶ ταύτης μένητε τῆς προθέσεως», Φίλιππ. π. Δημοσθ.)
3. εκκλ. α) η τελετή της προετοιμασίας τών τίμιων δώρων για τη θεία ευχαριστία
β) το παρατραπέζιο που βρίσκεται στο δεξιό μέρος της αγίας τράπεζας και στο οποίο προετοιμάζονται τα τίμια δώρα ώσπου να μεταφερθούν, κατά τη μεγάλη είσοδο, στην αγία τράπεζα για καθαγιασμό για να τελεσθεί το μυστήριο της θείας ευχαριστίας
γ) η τοποθέτηση του άρτου της μετάληψης στην αγία τράπεζα
δ) φρ. «oἱ ἄρτοι τῆς προθέσεως» — οι άρτοι που τοποθετούνται στην αγία τράπεζα πριν από την είσοδο στα άγια τών αγίων
4. γραμμ. άκλιτο μέρος του λόγου το οποίο κανονικά τίθεται πριν από όνομα, αντωνυμία, μετοχή ή επίρρημα για δήλωση διαφόρων επιρρηματικών σχέσεων στον λόγο, όπως λ.χ. τόπου, χρόνου, αιτίας, αναφοράς, ποσού κ.ά., ή συντίθεται με άλλες λέξεις για επίταση, μείωση ή άλλη μεταβολή της σημασίας τους
νεοελλ.
1. ιατρ. α) η μερική ή ολική αντικατάσταση με χειρουργική μέθοδο ενός μέλους ή τμήματος από μηχάνημα που αναπαράγει τη μορφή και, κατά το δυνατό, τη λειτουργία του
β) το τεχνητό υποκατάστατο ενός μέλους ή τμήματος του σώματος που λείπει
γ) το σύνολο τών τεμαχίων που χρησιμοποιούνται στη χειρουργική για διατήρηση στη θέση τους τεμαχίων οστού ή αντικατάστασή τους
2. φρ. α) «οδοντική πρόθεση» — πρόθεση που αποσκοπεί στην αποκατάσταση τών οδόντων και, στην ορθοδοντική, στην ορθή θέση τών οδόντων που τοποθετούνται
β) «εκ προθέσεως» — επίτηδες, σκόπιμα
αρχ.
1. (για νεκρό) η δημόσια έκθεση («παρεῖναι τῇ προθέσει τοῦ τετελευτηκότος», Δημοσθ.)
2. δημόσια δήλωση, κοινοποίηση, αγγελία
3. πρόταση ενός θέματος για συζήτηση
4. θέμα, υπόθεση
5. προσφορά, θυσία
6. φρόνημα, διάθεση
7. υπολογισμός («δεδομένου τοῦ πλήθους καὶ τῶν πεζῶν καὶ τῶν ἱππέων καθ' ἑκατέραν τὴν πρόθεσιν», Πολ.)
8. προθεσμία, διορία («ἂν ἀεὶ προθέσεις ἐκ προθέσεως ποιῇ καὶ ἡμέρας ἄλλας ἐπ' ἄλλων ὁρίζῃς», Επίκτ.)
9. η προηγούμενη τοποθέτηση
10. το πριν από την κατάληξη αμετάβλητο μέρος κάθε λέξης, η ρίζα
11. φρ. α) «κατὰ πρόθεσιν» — επίτηδες, σκόπιμα
β) «πρόθεσιν ποιοῦμαι» — προπληρώνω.