φιλόλογος

English (LSJ)

φιλόλογον,
A fond of words, talkative, οἶνος φιλολόγους ποιεῖ Alex. 284; φ. καὶ πολύλογος, opp. βραχύλογος, of Athens, opp. Sparta, Pl.Lg.641e; fond of speaking, of Socrates, Id.Phdr.236e.
II fond of dialectic, fond of philosophical argument, opp. μισόλογος, Id.La. 188c; φ. γ' εἶ καὶ χρηστός Id.Tht.161a; ὁ φιλόσοφός τε καὶ ὁ φ. Id.R.582e, cf. Epicur.Sent.Vat.74, Phld.Lib.p.48 O.
2 fond of learning and literature, literary, Λακεδαιμόνιοι . . ἥκιστα φ. ὄντες Arist.Rh.1398b14; φύσει Ἀθηναῖοι φ. Str.2.3.7: opp. λογόφιλος (lover of reason), Zeno Stoic.1.67; φιλολόγῳ ὑποκατακλίνεσθαι φιλομαθῆ Plu. 2.618e, cf. 419d; opp. ἀπαίδευτος, Stob.4.22.107: opp. πολιτικός, Plu.Luc.42.
3 student, scholar, first used by Eratosthenes of himself, Suet.Gramm.10, cf. Str.14.5.15, D.H.Comp.25, Arr.Epict.2.4.1, Gal. Libr.Propr.Prooem.: but φιλόλογος ὁ φιλῶν λόγους καὶ σπουδάζων περὶ παιδείαν· οἱ δὲ νῦν ἐπὶ τοῦ ἐμπείρου τιθέασιν, οὐκ ὀρθῶς Phryn. 371.
4 of books, learned, Cic.Att.13.12.3 (Comp.): suitable for a literary man, connected with learning, ib.15.15.2. Adv. φιλολόγως = learnedly, Poll.4.11, Arg.Ar.Ra.
5 φ. multa, much learned conversation, Cic.Att.13.52.2.
III studious of words, opp. φιλόσοφος, Plot. ap. Porph.Plot.14, etap.Procl. in Ti.1.86 D., etc. (Freq. written parox. φιλολόγος in codd., as Pl.Tht.161a (cod.B), EM406.10: but φιλόλογος Hdn.Gr.1.233 (from λόγος, not λέγω).)

German (Pape)

[Seite 1281] eigtl. das Reden liebend, gern, viel redend, redselig, geschwätzig, Plut., Ath. II, 39 b u. einzeln bei Sp. – Gew. Gelehrsamkeit u. Literatur liebend, über gelehrte, literarische Gegenstände sprechend u. schreibend. – Bei Plat. Einer, der gern über wissenschaftliche Gegenstände sich unterhält, Phaedr. 236 e Theaet. 161 a u. Rep. IX, 582 e, mit φιλόσοφος vrbdn; Gegensatz μισόλογος, Lach. 188 c; vgl. Lob. Phryn. p. 393. Übh. der sich mit einem Gegenstande wissenschaftlich u. gründlich beschäftigt, dah. auch wiß- u. lernbegierig, bei Plut. mit φιλομαθής vrbdn; bes. der alte Sprachen und Geschichte, u. übh. alte Wissenschaft u. Kunst studirt; in diesem Sinne nannte sich Eratosthenes zuerst φιλόλογος, der als Sprach- u. Geschichtsforscher, als Kritiker u. Mathematiker berühmt war; bei den Römern hieß so Ateius Capito, nach Sueton., quia multiplici et varia doctrina censebatur. So spricht Plut. non posse 13 von φιλόλογα ζητήματα κριτικῶν u. öfter, wie a. Sp. Bei Stob. Floril. 70, 17 steht φιλόλογος dem ἀπαίδευτος gegenüber. – Gegen die Accentuation φιλολόγος, welche im E. M. p. 406, 10 gebilligt zu werden scheint, u. welche Andere, wie Göttling wenigstens in der letzten Bdtg festhalten, spricht Arcad. p. 89; vgl. Lob. Phryn. p. 393. Das Wort ist nicht von λέγω, sondern von λόγος abgeleitet, u. φιλολόγος würde bedeuten »φίλος sagend«.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui aime à parler;
2 qui aime les lettres ou l'érudition, la discussion, la dialectique;
3 qui aime à disserter sur des sujets littéraires ou d'érudition;
Sp. φιλολογώτατος.
Étymologie: φίλος, λόγος.

Russian (Dvoretsky)

φιλόλογος:
1 любящий поговорить, словоохотливый, разговорчивый (φ. τε καὶ πολύλογος Plat.);
2 любящий вести ученую беседу (φιλόσοφός τε καὶ φ. Plat.);
3 любящий науки, ученый Arst., Plut.;
4 поздн. изучающий старинных авторов.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόλογος: -ον, κυρίως, ὁ ἀγαπῶν τοὺς λόγους, τὰς ὁμιλίας, λάλος, οἶνος φιλολόγους ποιεῖ Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 17· φιλ. καὶ πολυλόγος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ βραχυλόγος· λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν Ἀθηνῶν κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν Σπάρτην, Πλάτ. Νόμ. 641Ε· ― ὁ ἀγαπῶν νὰ ὁμιλῇ, ἐπίθ. τοῦ Λυσίου, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 236Ε. ΙΙ. ὁ ἀγαπῶν τὴν διαλεκτικήν, τὴν φιλοσοφικὴν συζήτησιν, ἀντίθετον τῷ μισόλογος, ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 188C, ἐν Φαίδρῳ 236Ε· φ. φ’ εἶ καὶ χρηστὸς ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 161Α· ὁ φιλόσοφός τε καὶ ὁ φ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 582Ε. 2) ὁ ἀγαπῶν τὴν μάθησιν καὶ τὴν σπουδὴν τῶν συγγραφέων, πεπαιδευμένος, ὡς τὸ Λατιν. studiosus, Λακεδαιμόνιοι... ἥκιστα φιλ. ὄντες Ἀριστ. Ρητ. 2. 33, 11· Ζήνων ἔφασκε τοὺς μὲν φιλολόγους, τοὺς δὲ λογόφιλους Στοβ. σ. 218. 10· «μηδ’ εἶναι φιλόλογον (τὸν φαῦλον), λογόφιλον δὲ μᾶλλον, μέχρι λαλιᾶς ἐπιπολαίου προβαίνοντα, μηκέτι δὲ καὶ τοῖς ἔργοις ἐκβεβαιούμενον τὸν τῆς ἀρετῆς λόγον» ὁ αὐτ. ἐν Ἐκλογ. 2. 214· οὕτω παρὰ Πλουτ., φιλολόγῳ ὑποκατακλίνεσθαι φιλομαθῆ 2. 618Ε, πρβλ. 419Ε· ἀντίθετον τῷ ἀπαίδευτος, Περικλ. παρὰ Στοβ. 428. 52· τῷ πολιτικός, Πλουτ. Λούκουλλ. 42· ― ἀκολούθως μεταγεν., ἄνθρωπος τῶν γραμμάτων πεπαιδευμένος, σπουδάσας περὶ τὰ γράμματα, καὶ ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὁ Ἐρατοσθένης οὕτως ἐκάλει ἑαυτόν· οὕτω δὲ ἐγένετο χρῆσις τοῦ ἐπιθέτου τούτου καὶ ἐπὶ τοῦ Ρωμαίου δραματικοῦ Ateius Capito, διότι (ὡς λέγει ὁ Σουητώνιος) multiplici et varia doctrina censebatur· ― τὴν χρῆσιν ὅμως ταύτην ἀποδοκιμάζει ὁ Φρύνιχος 392 (φιλόλογος ὁ φιλῶν λόγους καὶ σπουδάζων περὶ παιδείαν· οἱ δὲ νῦν ἐπὶ τοῦ ἐμπείρου τιθέασιν, οὐκ ὀρθῶς). 3) ἐπὶ βιβλίου, σπουδαῖον ἐπιστημονικὸν βιβλίον, Κικ. πρὸς Ἀττικ. 13. 12· τὸ ἔχον σχέσιν πρὸς τὴν παιδείαν, αὐτόθι 15. 15. ― Ἐπίρρ. -λόγως, μετὰ μαθήσεως, Πολυδ. Δ΄, 11, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. (ἐν ὑποθέσει.) ΙΙΙ. ὁ περὶ τοὺς λόγους σπουδάζων, ἐναντίον τῷ φιλόσοφος, Συνέσ. 43Β, Πλωτῖν., Πρόκλ., κλπ.· ― περὶ τῆς λέξεως ἴδε Lehrs εἰς Ἡρῳδιαν. 379 κἑξ. (Συχνάκις φέρεται παροξ. φιλολόγος, ὅπερ φαίνεται ἐννοῶν καὶ ὁ Μέγ. Ἐτυμ. 406. 10· ἕτεροι δὲ ὡς ὁ Götling, γράφουσιν ἐπὶ τῆς πρώτης σημασίας προπαροξ. φιλόλογος, ἐπὶ δὲ τῆς δευτέρας παροξυτ. φιλολόγος. Ἀλλ’ ὁ ὀρθὸς τονισμὸς εἶναι φιλόλογος, κατὰ τὸν κανόνα τοῦ Ἀρκαδ. 89. 16, ὡς τονίζονται πᾶσαι αἱ λέξεις αἱ συντεθειμέναι μετὰ τοῦ λόγος, καὶ μὴ παραγόμεναι ἐκ τοῦ λέγω, ὡς τὸ περατολόγος, κλπ.) ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 321.

Greek Monolingual

ο, η / φιλόλογος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
(γενικά)
1. επιστήμονας ειδικευμένος στη φιλολογία
2. (ειδικά) καθηγητής φιλολογίας
3. συνεκδ. λογοτέχνης
αρχ.
1. αυτός που αγαπά τον λόγο, που του αρέσει να μιλά, ομιλητικός ή φλύαροςοἶνος φιλολόγους ποιεῖ», Άλεξ.)
2. (ως προσωνυμία του Λυσίου) αυτός που του αρέσουν οι αγορεύσεις
3. αυτός που ευχαριστείται με την αναλυτική ανάπτυξη και έκθεση τών ιδεών, τών σκέψεών του
4. (ιδίως στον Πλάτ.) αυτός που επιδιώκει να αναλύει φιλοσοφικά ζητήματα με τον διάλογο
5. αυτός που αγαπά τη μόρφωση
6. μορφωμένος
7. αυτός που μελετά συστηματικά τους λόγους σε αντιδιαστολή προς αυτόν που αναλύει τα φιλοσοφικά ζητήματα ή ασχολείται με τα πολιτικά πράγματα
7. (για σύγγραμμα, βιβλίο) α) αυτός που σχετίζεται με την παιδεία
β) αυτός που έχει μεγάλη επιστημονική αξία.
επίρρ...
φιλολόγως Α
με αγάπη για τη μάθηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -λόγος].

Greek Monotonic

φῐλόλογος: -ον, 1. αυτός που αγαπά το λόγο, σε Πλάτ.
2. αυτός που αγαπά τη μάθηση, πεπαιδευμένος, εγγράμματος, Λατ. studiosus, σε Αριστ.

Middle Liddell

φῐλό-λογος, ον,
1. fond of speaking, Plat.
2. fond of learning, literary, Lat. studiosus, Arist.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό φίλος + λέγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη φίλος.

Translations

erudite

Bulgarian: ерудиран, начетен; Catalan: erudit; Chinese Mandarin: 博學/博学, 有學問/有学问, 淵博/渊博; Danish: lærd; Dutch: geleerd, belezen, erudiet; Faroese: lærdur; Finnish: oppinut, sivistynyt; French: érudit; Galician: erudito; German: belesen, gelehrt, gebildet; Greek: πολυμαθής, λόγιος; Ancient Greek: λόγιος, πολυΐστορος, πολυΐστωρ, πολυμαθής, φιλόλογος; Hebrew: חבר אוריינות‎; Hungarian: művelt; Irish: léannta; Italian: erudito; Kurdish Central Kurdish: زانیار‎; Latin: eruditus; Macedonian: начитан, учен, ерудитивен; Norwegian Bokmål: lærd; Occitan: erudit; Persian: با سواد‎; Portuguese: erudito; Russian: эрудированный, начитанный, учёный; Slovak: erudovaný; Spanish: erudito; Swedish: lärd; Tagalog: matalisik; Vietnamese: có học thức, bác học; Yiddish: לומדיש‎

chatterbox

Arabic: ثَرْثَار; Belarusian: лапатун, лапатуха, лапатушка, ласкатун, ласкатуха, ласкатушка; Bulgarian: бъбрица, кречетало; Catalan: xerraire; Chinese Mandarin: 話匣子, 话匣子, 喋喋不休者, 話癆, 话痨; Czech: kecal; Danish: sladretaske, sludrechatol; Dutch: kletskous; Esperanto: babilemulo; Finnish: lörppö, lörpöttelijä, hölösuu; French: moulin à paroles, bavard comme une pie; Galician: charlatán; German: Dampfplauderer, Plaudertasche, Quasselstrippe, Schwätzer, Schwätzerin; Alemannic German: Chlepfe; Greek: πολυλογάς, φαφλατάς; Ancient Greek: ἀδέλεσχος, ἀδολέσχης, ἀδόλεσχος, ἀείλαλος, ἀθυρόγλωσσος, ἀθυρόγλωττος, ἀθυρόστομος, ἀπεριλάλητος, βάβαξ, γλώσσαλγος, γλώσσαργος, γλωσσώδης, Δωδωναῖον χαλκεῖον, ἑτοιμολόγος, κωτίλος, λακερός, λάληθρος, λάλημα, λαλητρίς, λάλος, λεσχήν, λεσχηνευτής, λογολέσχης, μακρολόγος, πανθρύλιος, πάνθρυλος, περίλαλος, περισσολόγος, πολύλαλος, πολυλόγος, πολύλογος, πολύφωνος, πρόγλωσσος, ῥαχίας λαλίστερος, ῥεολόγος, ῥειολόγος, ῥωποπερπερήθρας, σπερμολόγος, στωμυλήθρας, στωμύληθρος, στώμυλμα, στωμύλος, φάτης, φιλόλογος, φλέδων, φλήναφος, φλῆφος, φλύαρος; Hungarian: locsi-fecsi, szélkelep; Irish: cabaire; Italian: chiacchierone, ciancione, linguacciuto; Japanese: おしゃべり; Kazakh: сумақай; Latin: lingulaca; Latvian: pļāpa; Macedonian: кречетало, брборко, алапача; Maori: kohe, komarero, pane kākā, ngutu kotete; Norman: bailleux d'goule, caqu'teux; Occitan: barjacaire, charraire; Plautdietsch: Plaupamul; Polish: gaduła; Portuguese: tagarela, falador, gralha, grafonola; Russian: болтун, болтунья, болтушка, лопотун, лопотуха, лопотунья; Serbo-Croatian: brbljavac, brbljavica; Spanish: loro, lora, charlatán, cotorra, parlanchín; Tangut: 𗀁𗢯; Turkish: geveze, şapır; Ukrainian: балакун, балакуха, лепетун, лепетуха; Walloon: tchafiåd, tchafete, berdeleu, Mareye-tarame