ἄχθος
English (LSJ)
εος, τό,
A burden, load, Il.12.452, Hes.Op.692, Tyrt.6, etc.; ἄχθεα δυνατώτεραι φέρειν, of camels, Hdt.3.102, cf. 1.80, Ar.Ra.9, Th.4.115; ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον A.Pr.352; ἄχθος ἀρούρης = burden to the earth, useless weight on the earth, dead weight, excess baggage, worthless weigh, a burden to all, cumberers of the ground, Il.18.104, Od.20.379, etc.; περισσὸν ἄχθος γυναικῶν = plague of women, S.El.1241 (lyr.); γῆς ἄλλως ἄχθη Pl.Tht.176d; ἄχθος μυρία γαίης pests, Nic. Th.9: but φίλτατον ἄχθος, of a corpse, E.Rh.379 (lyr.): metaph., δίδυμον ἄχθος = double burden of praise, Pi.N.6.57.
II load of grief, χάρμα καὶ ἄχθος Hes.Sc.400; ἀπὸ φροντίδος ἄ... βαλεῖν A. Ag.166; λύπης ἄ. S.El.120 (lyr.), cf. Ant.1172; φέρειν ἄχθη κακῶν E.IT710; ἄχθος φέρειν = bring sorrow, cause sorrow, X.Ep.1.
Spanish (DGE)
-εος, τό
1 carga, cargamento οὐδ' ἂν νηῦς ἑκατόζυγος ἄχθος ἄροιτο Il.20.247, cf. Od.3.312, Hld.1.1.2, ἐπ' ἄμαξαν ὑπέρβιον ἄχθος ἀείρας Hes.Op.692, cf. Hp.Epid.5.26, ὥσπερ ὄνοι μεγάλοισ' ἄχθεσι τειρόμενοι Tyrt.5.1, ἄχθεα δυνατώτεραι (αἱ κάμηλοι) πολλὸν φέρειν Hdt.3.102, cf. 1.80, ἄχθη Λιβυκὰ ἢ Αἰγύπτια Philostr.Gym.44
•c. especif. de la carga ὄβριμον ἄχθος ὕλης ἀζαλέης Od.9.233, φρ[υγά] νων ἄχθος, καὶ ξυλέων ἄχθος (quizá como denominación de una medida de peso) IC 39.14 (IV/III a.C.)
•carga, peso ὀλίγον τέ μιν ἄχθος ἐπείγει poco le pesa la carga, Il.12.452, ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον ref. a Atlas, A.Pr.350, τοσοῦτον ἄχθος ἐπ' ἐμαυτῷ φέρων Ar.Ra.9, τὸ δὲ οἴκημα λαβὸν μεῖζον ἄχθος Th.4.115, ἤν τις ἄχθος μέζον αἴρηται Hp.Morb.1.20, τὸ ἄχθος τοῦ σώματος οἱ πόδες ὀχέουσι Hp.Fract.9, cf. 18, 25, Art.46, πρὸς δὲ τὸ ἄχθος τοῦ λίθου καθελκυσθήσεται D.P.Au.3.11, cf. Hld.9.4.3, ἅδε γᾶ ... φίλτατον ἄχθος οἴσει del cadáver de un hijo, E.Rh.378, ὦ ἐμὸν ἄχθος, ποῖ σε φέρω del hijo todavía no nacido, Call.Dell.116
•fig. carga en el sent. de tarea ἐγὼ νώτῳ μεθέπων δίδυμον ἄχθος ref. a la obligación del poeta, Pi.N.6.57
•carga en mal sent. λύπης ἀντίρροπον ἄχθος S.El.120, τῶν ἐμῶν ἄχθη κακῶν E.IT 710, ἄχθος γήραος Nonn.D.41.180.
2 fig. carga indicando inutilidad y estorbo peso muerto, fardo, ἐτώσιον ἄχθος ἀρούρης = fardo inútil de la tierra Il.18.104, cf. Od.20.379, Pl.Tht.176d, περισσὸν ἄχθος ἔνδον γυναικῶν ὂν αἰεί plaga superflua de mujeres siempre en casa S.El.1241, cf. Men.Fr.113, ref. a anim. dañinos ἄχθεα μυρία γαίης Nic.Th.9, cf. Opp.H.5.351
•como sentimiento de ánimo pesar, carga dolorosa, preocupación χάρμα καὶ ἄχθος ref. al vino, Hes.Sc.400, Fr.239.1, σιγᾶν χαλεπώτατον ἄχθος Thgn.295, τὸ μάταν ἀπὸ φροντίδος ἄχθος el peso vano de la mente A.A.165, ἄχθος βασιλέων dolor por los reyes S.Ant.1172
•opresión, ansiedad como una de las formas de dolor εἴδη δὲ αὐτῆς (λύπης) ... ἄχθος Chrysipp.Stoic.3.99, cf. 100, Nemes.Nat.Hom.M.40.688B.
• Etimología: Etim. dud. La posible rel. c. ὀχθῆσαι para unos, o con ἔχθος para otros, hace verosímil postular una raíz *H2egh- alargada en -dh- tb. presente en ἄχος. Algunos lo han rel., en último término, c. ἄγω q.u.
German (Pape)
[Seite 418] τό, die Last, Bürde, Ar. Ran. 10 u. A.; ἄχθος ἀρούρης, Erdenlast, heißen nichtsnutzige Menschen, Il. 18, 104 Od. 20, 379; die Schlangen, Nic. Tier. 9. Übertr., Schmerz, Kummer, Pind. N. 6, 54; Soph. Ai. 951 u. öfter; Beschwerde, Plat. Phaedr. 252 c; ἄχθος φέρειν, eine Last tragen, Her. 3, 102; beschwerlich werden, Xen. Ep. 1, 4.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 charge fardeau ; fig. λύπης ἄχθος SOPH poids d'un chagrin ; ἄχθη κακῶν EUR poids de l'infortune;
2 souci, chagrin.
Étymologie: R. Ἀχ, presser, étreindre, développée en Ἀχθ.
Russian (Dvoretsky)
ἄχθος: εος τό
1 тяжесть, груз, ноша, кладь (ὀλίγον Hom.; ὑπέρβιον Hes.; ἄ. φέρειν Her.);
2 тяжесть, бремя, обуза (ἀρούρης Hom. и γῆς Plat.; λύπης Soph.; κακῶν Eur.);
3 печаль, горе, скорбь, забота, Hes., Pind., Trag.
Greek (Liddell-Scott)
ἄχθος: -εος, τό, (ἄχθομαι) βάρος, φορτίον, Ἰλ. Μ. 433. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 690, Τυρταῖος 4, κτλ.· ἄχθεα δυνατώτερα φέρειν, ἐπὶ καμήλων, Ἡρόδ. 3. 102, πρβλ. 1. 80, Ἀριστοφ. Βάτρ. 9, Θουκ. 4. 115· ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον Αἰσχύλ. Πρ. 352, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 1116· ἄχθος ἀρούρης, βάρος τῆς γῆς, ἐπὶ ὀκνηρῶν καὶ ἀχρήστων ἀνθρώπων, Λατ. pondera terrae, fruges consumere nati, Ἰλ. Σ. 104, Ὀδ. Υ. 379, κτλ.· οὔ ποτ’ ἀξιώσω τρέσαι, περισσὸν ἄχθος ἔνδον γυναικῶν ὄν ἀεί Σοφ. Ἠλ. 1242· οὕτω, γῆς ἄλλως ἄχθη Πλάτ. Θεαίτ. 176D· ἀλλὰ φίλτατον ἄχθος Εὐρ. Ρῆσ. 377. ΙΙ. βάρος, θλῖψις, λύπη, χάρμα καὶ ἄχθος Ἡσ. Ἀσπ. 400· ἀπὸ φροντίδος ἄχθος... βαλεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 165· λύπης ἄχθος Σοφ. Ἠλ. 120· φέρειν ἄχθη κακῶν Εὐρ. Ι. Τ. 710: - ἀπολ., βάρος, ταλαιπωρία, θλῖψις, λύπη, ἀδημονία, Πινδ. Ν. 6. 99, Τραγ., κτλ.· ἄχθος φέρειν, φέρω ἤ προξενῶ ἄχθος, Ξεν. Ἐπιστ. 1, 4.
English (Autenrieth)
εος (root ἀχ): burthen, weight, Il. 20.247, Od. 3.312; prov., ἄχθος ἀρούρης, a useless ‘burden to the ground,’ Il. 18.104, Od. 20.379.
English (Slater)
ἄχθος burden met. ἑκόντι δ' ἐγὼ νώτῳ μεθέπων δίδυμον ἄχθος ἄγγελος ἔβαν i. e. the task of praising Alkimidas and Melesias (N. 6.57)
Greek Monolingual
το (AM)
βάρος, φορτίο
μσν.
φρ. «ἄχθη τῆς θαλάσσης» — κήτη
αρχ.
1. στενοχώρια, λύπη, βάρος
2. φρ. (για οκνηρούς και άχρηστους ανθρώπους) «ἄχθος ἀρούρης» — ενόχληση, βάρος της γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. άχθομαι.
ΠΑΡ. αρχ. αχθεινός, αχθίζω.
ΣΥΝΘ. αχθοφόρος, επαχθής
αρχ.
ανδραχθής, βαρυαχθής, δειραχθής, δυσαχθής, επισαχθής, εριαχθής, ισοαχθής, καταχθής, μολιβαχθής, μυσαχθής, νουσαχθής, πολυαχθής, πρῳραχθής, σπειραχθής, υπεραχθής, ωμαχθής
μσν.
αχθηφόρος].
Greek Monotonic
ἄχθος: -εος, τό (ἄχθομαι)·
I. βάρος, φορτίο, φόρτωση, σε Όμηρ.· ἄχθος ἀρούρης, άχρηστο βάρος πάνω στη γη, λέγεται για άχρηστους ανθρώπους, στον ίδ.
II. φορτίο λύπης, λύπη, ανησυχία, θλίψη, στενοχώρια, σε Τραγ.
Middle Liddell
ἄχθομαι
I. a weight, burden, load, Hom.; ἄχθος ἀρούρης a dead weight on earth, cumberers of the ground, Hom.
II. a load of grief, grief, trouble, distress, sorrow, Trag.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=βάρος, φορτίο, λύπη). Ἀπό ρίζα αχ- ἀπό ὅπου παράγονται καί οἱ λέξεις: ἄγχι, ἄγχω, ἀγχόνη. Παράγωγα τοῦ ἄχθος: ἄχθομαι, ἀχθηδών, ἀχθεινός (=καταθλιπτικός), ἀχθοφόρος, ἐπαχθής (=βαρύς), σεισάχθεια (=ἀπόσειση τοῦ βάρους).
Lexicon Thucydideum
Translations
burden
Arabic: حِمْل, عِبْء; Egyptian Arabic: حمل; Armenian: բեռ; Aromanian: sartsinã, greatsã, griutati, furtii, var; Assamese: বোজা; Belarusian: цяжар, бярэмя, ноша, груз; Bulgarian: товар; Catalan: càrrega, carga; Chinese Mandarin: 負荷, 负荷; Czech: břemeno, zatížení, náklad, zátěž; Danish: byrde, læs; Dutch: last; Faroese: byrði, byrða, burður; Finnish: kuorma, taakka; French: charge, fardeau; Galician: carga; German: Belastung, Last, Bürde; Alemannic German: Burdi; Gothic: 𐌱𐌰𐌿𐍂𐌸𐌴𐌹; Ancient Greek: ἄχθος, βάρημα, βάρος, βρῖθος, φόρημα, φορτίον; Hebrew: נֵטֶל, עֹל; Hungarian: teher; Icelandic: byrði, burður; Irish: muirear; Italian: carico, fardello; Japanese: 積み荷; Korean: 짐, 바리; Kurdish Central Kurdish: بار گرانی; Northern Kurdish: berpirsiyarî, bar; Latin: onus, sarcina; Macedonian: товар; Malay: beban; Maori: wahanga, wahanga; Norwegian Bokmål: byrde, belastning; Nynorsk: byrde, belastning; Old English: byrþen; Persian: بار; Polish: ciężar, brzemię; Portuguese: carga, fardo; Romanian: sarcină, povară; Russian: ноша, груз; Sanskrit: भार; Serbo-Croatian Cyrillic: бре̏ме, брје̏ме, то̀вар; Roman: brȅme, brjȅme, tòvar; Slovak: bremeno, náklad, záťaž; Slovene: tovor; Spanish: carga; Swahili: mzigo; Swedish: börda, belastning; Tagalog: dinadalang mabigat; Tajik: бор; Tocharian B: perpette; Turkish: yük; Ukrainian: тягар, ноша, вантаж; Westrobothnian: tȳnj, tōng, bȯhl, kylt; Zazaki: bar, selag