θρώσκω

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat

Source

German (Pape)

[Seite 1221] (oder nach E. M θρῴσκω, für θροΐσκω, = θορίσκω), fut. θοροῦμαι, aor. ἔθορον, conj. θόρω, dah. Od. 22, 303 auch mit Bekker θόρωσιν für das noch von Wolf beibehaltene θορῶσιν zu schreiben; springen, hüpfen, πηδᾶν VLL.; χαμᾶζε θορών, vom Wagen auf die Erde, Il. 10, 528; θρώσκων Iliad. 15, 684. 21, 126; vom Pfeil, der von der Bogensehne fliegt, 15, 314. 16, 773; von Bohnen u. Erbsen, die von der geschwungenen Wurfschaufel fliegen, 13, 589; ἐπί τινι, feindlich gegen Einen anspringen, anstürmen zum Angriff, 8, 252. 15, 380; ἔν τινι, 5, 161; – ἐπὶ δ' ἱππείου θόρε δίφρου, er sprang auf den Wagen, Hes. Sc. 321; den aor. II. hat Pind. P. 4, 26. 9, 123; übertr. Aesch. Choeph. 846 δειματούμενοι λόγοι πεδάρσιοι θρώσκουσι, wie exsultare; ἐγγὺς ἀρτίπους θρώσκει δόμους, er eilt, Soph. Tr. 58; vom Ruder, ἁ δ' εὐήρετμος χερσὶ παραπτομένα πλάτα θρώσκει O. C. 722; von der Krankheit, anfallen, θρώσκει δ' αὖ, θρώσκει δειλαία, ἀγρία νόσος Tr. 1022; ἐπὶ ματέρος ἀγκάλαισιν θρώσκων Eur. I. T. 1251; ἐπὶ κλίμακος θορών 1382; sp. D., θόρεν ἐς Τῖφυν Ap. Rh. 1, 1296. – Auch bespringen, befruchten, τίκτει δ' ὁ θρώσκων Aesch. Eum. 630, wie frg. 13; Hesych. ὀχεύω, ἔγκυον ποιῶ.

Greek (Liddell-Scott)

θρώσκω: (κάλλιον θρῴσκω Ἐτυμ. Μ. 456, 49) Ἰλ. Ν. 589, Αἰσχύλ. Χο. 846, Εὐμ. 660 (πρβλ. ἐκθρώσκω): Ἐπικ. παρατατ. θρῶσκον Ἰλ. Ο. 314: μέλλ. θοροῦμαι, Ἰων. γ΄ πληθ. θορέονται (ὑπερ-) Ἰλ. Θ. 179, Αἰσχύλ. Ἱκ. 874: ἀόρ. ἔθορον (ἐκ-) Ἰλ. Η. 182, κτλ., Ἐπ. θόρον Ἰλ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 321, ὑποτακτ. θόρω Ὀδ. Χ. 303, ἀπαρέμφ. θορεῖν (ἀνα-) Ξεν. Λακ. 2, 3, Ἰωνικ. θορέειν (ὑπερ-) Ἰλ. Μ. 53, Ἡρόδ. 6. 134· ἀκολούθως, ἔθρωξα (ἀν-) Ὀππ. Ἁλ. 3. 293: - ὁ τύπος ὁμοιάζει πρὸς τοὺς τύπους βλώσκω, μολοῦμαι, ἔμολον. Ἐκ τῆς √ΘΟΡ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ μέλλ. καὶ ἀορ., παράγονται ὡσαύτως αἱ λέξεις θορή, θορός, θόρνυμαι, καὶ πιθαν. αἱ λέξ. θοῦρος, θούριος, μετὰ τῶν Λατ. furere, furia, πρβλ. Θ. θ Ι. 2) Ποιητ. ῥῆμα, ἅλλομαι, πηδῶ, χαμᾶζε θορὼν Ἰλ. Κ. 528· ἐκ δίφροιο Θ. 320· ἀπὸ λέκτροιο Ὀδ. Ψ. 32· ἰχθῦς θρώσκων Ο. 314, 470., ΙΙ. 773· ἐπὶ κυάμων ἀναρριπτομένων ἐκ τοῦ λικμιστικοῦ πτύου, ἀπὸ πτυόφι... θρώσκουσι κύαμοι Ν. 589, πρβλ. ἐκθρώσκω∙ - ἐπὶ τῆς κώπης, Σοφ. Ο. Κ. 717. 2) ἑπομένης προθέσεως, ἐπιπηδῶ, ἐφορμῶ προσβάλλω, ἐπὶ Τρώεσσι θόρον Ἰλ. Θ. 252. Ο. 380∙ ἐπί τινα Ἀππολ. Ρόδ. Α. 1296∙ θρ. πλησίον τινὸς Εὐρ. Ὀρ. 257∙ πρβλ. ἐνθρώσκω∙ (ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὁ Ὅμ. ἔχει ἀείποτε ἀόρ.: ἡ λέξις εἶναι σπανία ἐν τῇ Ὀδ.): - ἐπὶ νόσου ἐπανερχομένης περιοδικῶς, προσβάλλω, θρῴσκει δ’ αὗ… ἀγρία νόσος Σοφ. Τρ. 1028. 3) καθόλου, ὁρμῶ, ἐφορμῶ, Πίνδ. Π. 9. 212∙ πεδίον, ἀνὰ τὴν πεδιάδα, Εὐρ. Βάκχ. 874∙ σπεύδω πρός, θρῴσκει δόμους Σοφ. Τρ. 58∙ - μεταφ., λόγοι πεδάρσιοι θρῴσκουσι, ἀναπηδῶσιν εἰς τὸν ἀέρα, δηλ. ἐξαφανίζονται, Αἰσχύλ. Χο. 846. ΙΙ. μεταβ., ὡς τὸ θόρνυμαι, «θρῴσκων κνώδαλα∙ ἐκθορίζων, καὶ σπερματίζων. γεννῶν. Αἰσχύλ. Ἀμυμώνη» Ἡσύχ., (Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 15)∙ ὁ θρῷσκων ὁ ἄρρην, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 660∙ πρβλ. θορός, θορή.

English (Autenrieth)

ipf. θρῶσκον, aor. ἔθορον, θόρον, part. θορών: spring, leap up, freq. in hostile sense with ἐπί or ἐν, Θ 2, Il. 5.161; also fig., of arrows, plants, lots, etc.

Greek Monolingual

θρῴσκω και θρώσκω (Α)
1. πηδώ
2. (για βέλη) πετώ
3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ
4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ
5. (για νόσο) προσβάλλω
6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω
7. οχεύω
8. (η μτχ. αρσ. ως επιθ.) ὁ θρῴσκων
ο αρσενικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θρῴσκω (< θρω-ίσκ-ω), που απαντά στον Όμηρο και στους τραγικούς ενώ είναι άγνωστο στην αττική διάλεκτο, ανάγεται σε ΙΕ ρίζα dhreә3- «πηδώ, αναπηδώ», Ο μελλ. θορούμαι του ρήματος προήλθε με μετάθεση από θ. θερο- (< dhreә3-), πράγμα που επέδρασε και στον σχηματισμό του β' αορ. έ-θορ-ον. Εξάλλου, τα παράγωγα του ρ. με θ. θορ- (πρβλ. θορός, θούρος) ανάγονται σε αρχική ρίζα dhor-, παράλληλα προς την dher-. Από άλλες ΙΕ γλώσσες παρατηρείται σχέση με μσν. ιρλ. dairim «αναπηδώ», απ' όπου der «νέα κοπέλα», ουαλ. -derig «θερμός, φλογερός».
ΠΑΡ. αρχ. θορός, θούρος, θρωσμός
(αρχ.- μσν.) θρώσις.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αναθρῴσκω, αμφιθρῴσκω, αντιθρῴσκω, αποθρῴσκω, αποπροθρῴσκω, διαθρῴσκω, διεκθρῴσκω, εισθρῴσκω, εκθρῴσκω, εκπροθρῴσκω, ενθρῴσκω, επεισθρῴσκω, επενθρῴσκω, επιθρῴσκω, καταθρῴσκω, παραθρῴσκω, προαναθρῴσκω, προεκθρῴσκω, προθρῴσκω, προσεκθρῴσκω, συνεισθρῴσκω, συνθρῴσκω, υπεκπροθρῴσκω, υπερθρῴσκω, υποθρῴσκω].