παιδικός

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit

Sophocles, Antigone, 1056
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδικός Medium diacritics: παιδικός Low diacritics: παιδικός Capitals: ΠΑΙΔΙΚΟΣ
Transliteration A: paidikós Transliteration B: paidikos Transliteration C: paidikos Beta Code: paidiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of a child, θρίξ IG12(5).173 iii 4 (Paros); χιτών PTeb.127 (ii B. C.); ἡλικία Demetr. Lac.Herc.1055.10; for or like a child, whether boy or girl, but more commonly the former, boyish, ἔρως Pl.R.608a, cf. S.Fr.841; πέος Ar.Lys.415; π. χορός the chorus of boys, Lys.21.4; π. δῶρον a present for a child, Arist.EN1123a15; π. ἁμαρτίαι, φιλίαι, ib.1119a34, 1165b26; π. μαθήματα the elementary sciences, chiefly geometry, Plb.9.26a.4; π. μέτρησις Str.2.4.2; παλαίστρα SIG577.84 (Milet., iii/ii B. C.); τὸ π. νικᾶν to win in the boys' games, IG5(1).275, al. (Sparta, also written παιδιχόν, ib.260, al.); π. αὐλός, opp. παρθένιος, Arist.HA581b11.    2 playful, sportive, λόγοι X.Ages.8.2; opp.σπουδαῖος, Pl.Cra.406c. Adv. -κῶς, opp. σπουδαίως, ibid., Id.Ly.211a, etc.    3 puerile, φθόνος Id.Phlb.49a; ἠλίθιον καὶ λίαν π. Arist.EN1176b33.    II of or for a beloved youth, ὕμνοι π. love-songs, B.Fr.3.12; π. λόγος a love-tale, X.Cyr.1.4.27; παιδικά (sc. μέλη), such as the twenty-ninth Idyll of Theoc.    III as Subst. παιδικόν, τό, boys' gymnasium, AJA18.329(i B. C.): but mostly,    2 darling, favourite, minion, μηδὲ παλλακὴν μηδὲ π. ἔχειν PTeb.104.20(i B. C.):—elsewh. in pl. (of a single person) παιδικά, ῶν, τά, mostly of a boy, S.Fr.153, Pl.Prt.315e, etc.; [Ζήνων] π. τοῦ Παρμενίδου his darling pupil, Id.Prm.127b; π. ὢν καὶ πιστότατος Th.1.132, cf. Pl. Phdr.239a: seldom as a real pl., ἐρασταὶ καὶ π. Id.Smp.178e, Onos. 24; rarely of a girl, Cratin.258, Eup.327: generally, Philostr.Her. 2.7.    b metaph., darling pursuit, φιλοσοφία τὰ ἐμὰ π. Pl.Grg.482a, cf. Max. Tyr.35.1, Lib.Or.59.133.

German (Pape)

[Seite 440] das Kind, den Knaben oder das Mädchen betreffend, kindisch, knabenhaft, mädchenhaft; Ar. Lys. 415; ἄθλημα, Plat. Legg. VIII, 873 c, öfter; ἡλικία, Knabenalter, Plut.; μαθήματα, Pol. 9, 21, 4; οὐδὲν ἠρώτα παιδικόν, Plut. Alex. 5; im Gegensatz von παρθένιος, αὐλός, Arist. H. A. 7, 1. – Bes. = den geliebten Knaben betreffend, ὁ παιδικὸς ἔρως, Plat. Rep. X, 608 a; gew. τὰ παιδικά, der Liebling, auf eine Person gehend; ἥδομαι τοῖς παιδικοῖσι, Eur. Cycl. 580; Ar. Vesp. 1025; παιδικά ποτε ὢν αὐτοῦ, Thuc. 1, 132; στρατόπεδον ἐραστῶν καὶ παιδικῶν, Plat. Conv. 178 e; λέγεσθαι αὐτὸν παιδικὰ τοῦ Παρμενίδου γεγονέναι, Parmen. 127 b; Xen. Mem. 2, 1, 24; auch übertr. die Lieblingsbeschäftigung, τὴν φιλοσοφίαν, τὰ ἐμὰ παιδικά, παῦσον ταῦτα λέγουσαν, Plat. Gorg. 482 a, d. i. meine Geliebte; selten vom geliebten Mädchen; comic. bei Phot. p. 369, 4; παιδικὸς λόγος, eine Liebesgeschichte, Xen. Cyr. 1, 4, 27, vgl. Lob. Phryn. 420. – Adv., παιδικῶς καὶ φιλικῶς ἔφη, Plat. Lys. 211 a; Ggstz von σπουδαίως, Crat. 406 c, wie auch das adj. für scherzhaft, spaßhaft gebraucht ist, Xen. Ages. 8, 2 u. Folgde, wie Pol. 3, 11, 7; Plut. Thes. 8.

Greek (Liddell-Scott)

παιδικός: -ή, -όν, (παῖς) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς παιδίον ἄρρεν ἢ θῆλυ ἢ ὅμοιος πρὸς παιδίον, μάλιστα πρὸς ἄρρεν, Λατ. puerilis (ἀντίθετον τῷ παρθένιος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 7), Σοφ. Ἀποσπ. 721, Ἀριστοφ. Λυσ. 415, Πλάτ. Πολ. 608Α, κτλ.· π. χορός, ὁ χορὸς παίδων, Λυσίας 162. 1· π. δῶρον, δῶρον εἰς παῖδα, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 18· π. ἁμαρτίαι, φιλίαι αὐτόθι 3. 12, 5., 9. 3, 4· π. μαθήματα, τὰ στοιχειώδη μαθήματα, μάλισταγεωμετρία, Πολύβ. 9. 21, 4· μέτρησις Στράβ. 105 (ἔνθα τὰ πλεῖστα τῶν Ἀντιγράφων ἔχουσι πεδική)· τὸ π. νικᾶν, νικᾶν ἐν τοῖς παιδικοῖς ἀγῶσι, Συλλ. Ἐπιγρ. 1416, πρβλ. 212,-13, -16, κ. ἀλλ.· ἴδε ὡσαύτως αὐλός. 2) παιγνιώδης, διασκεδαστικός, Πλάτ. Κρατ. 406C, Ξενοφ. Ἀγησ. 8, 2· οὕτως ἐπίρρ. -κῶς, ἀντίθετον τῷ σπουδαίως, Πλάτ. Κρατ. ἔνθ’ ἀνωτ., Λυσ. 211Α, κτλ. 3) παιδαριώδης, φθόνος ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 49Α· ἠλίθιον καὶ λίαν π. Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 10. 6, 6. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἀγαπητὸν παῖδα, παιδικοί θ’ ὕμνοι φλέγονται, ᾄσματα ἐρωτικά, Βακχυλ. 4 [13], 17· π. λόγος, ἐρωτική διήγησις, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 27· παιδικὰ (ἐξυπακ. μέλη), οἷον τὸ 29 Εἰδύλλ. τοῦ Θεοκρ. 2) ὡς οὐσιαστ., παιδικά, ῶν, τά, ἠγαπημένον, εὐνοούμενον πρόσωπον, ἀντικείμενον περιπαθοῦς ἀγάπης, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ παιδὸς ἄρρενος, καὶ ἀείποτε ἐπὶ ἑνὸς προσώπου, ὡς τὸ Λατ. deliciae, Σοφ. Ἀποσπ. 165, Θουκ. 1. 132, Πλάτ. Πρωτ. 315Ε, κτλ., πρβλ. Heind. εἰς Φαίδωνα 73D· [Ζήνων] π. τοῦ Παρμενίδου, ὁ ἐπιστήθιος μαθητὴς αὐτοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Παρμ. 127Β· ὅθεν ἐν χρήσει μετ’ ἀρσ. ἐπιθέτ., Θουκ. ἔνθ’ ἀνωτ., Stallb. εἰς Φαῖδρ. 238E· -σπανίως εὕρηται ὡς πράγματι πληθ., ἐρασταὶ καὶ π. Πλάτ. Συμπ. 178Ε. β) σπανίως ἐπὶ κορασίου, Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 7, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 38, πρβλ. Φιλόστρ. 679. γ) μεταφορ., ὡς τὸ Λατ. deliciae, ἠγαπημένη σπουδὴ καὶ μελέτη, φιλοσοφία τά ἐμὰ π. Πλάτ. Γοργ. 482Α. Πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 420. (Ἐκ τοῦ παιδικά, τά, παράγεται τὸ Λατ. paedicare, paedico).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. qui concerne les enfants càd :
1 d’enfant : παιδικὸς χορός LYS chœur d’enfants;
2 qui concerne un enfant aimé ; τὰ παιδικά favori, mignon;
II. d’enfant, puéril ; badin, niais.
Étymologie: παῖς.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (ΑΜ παιδικός, -ή, -όν) παῖς, παιδός]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παιδί (α. «παιδική ηλικία» — η περίοδος της ζωής του ανθρώπου από τη γέννηση έως την έναρξη της ήβης
θ. «παιδικό θέατρο» γ. «παιδικός χορός», Λυσ.)
2. παιδαριώδης, παιδιάστικος (α. «παιδική αφέλεια» β. «ἠλίθιον καὶ λίαν παιδικόν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. α) «παιδικά δικαστήρια» — ειδικά δικαστήρια εντεταλμένα να εκδικάζουν αξιόποινες πράξεις που τελούνται από ανηλίκους
β) «παιδικά νοσήματα» — νόσοι που εμφανίζονται χαρακτηριστικά κατά τη διάρκεια ενός φάσματος ηλικιών που αρχίζει από το έμβρυο και συνεχίζεται ώς και την εφηβεία
γ) «παιδική λογοτεχνία» — κείμενα που συνοδεύονται συνήθως από εικονογράφηση και απευθύνονται σε παιδιά και νέους, με ψυχαγωγικό και παιδευτικό περιεχόμενο
δ) «παιδικός σταθμός» — κρατικό ή ιδιωτικό ίδρυμα πρόνοιας και περίθαλψης που έχει ως έργο του την ημερήσια διατροφή, τη διαπαιδαγώγηση και την ψυχαγωγία βρεφών και νηπίων
αρχ.
1. διασκεδαστικός, παιγνιώδης («καὶ μὴν μετεῑχε μὲν ἥδιστα παιδικῶν λόγων», Ξεν.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αγαπημένο παιδί, ερωτικός («παιδικοὶ ὕμνοι» — ερωτικά άσματα, Βάκχ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ παιδικόν
α) γυμναστήριο για αγόρια
β) ερωμένος
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παιδικά
α) (ενν. μέλη) όπως το 29ο ειδύλλιο του Θεοκρίτου
β) (πάντοτε για ένα πρόσωπο, συν. αγόρι) αγαπημένο πρόσωπο («τὰ παιδίχ ὡς ὁρᾷς, ἀπώλεσας», Σοφ.)
γ) μτφ. αγαπημένη σπουδή και μελέτη («τὴν φιλοσοφίαν, τὰ ἐμὰ παιδικά», Πλάτ.).
επίρρ...
παιδικώς και -ά (Α παιδικῶς)
με παιδικό τρόπο, σαν παιδί, παιδιακήσια.